«Η ιστορία του θεσμού του Συμβουλίου της Επικρατείας εν Ελλάδι είναι συνυφασμένη κατά τινα βαθμόν προς την συνταγματικήν ιστορία της χώρας. Διότι αι περί τον θεσμόν γενόμεναι μεταβολαί ήσαν πάντοτε συνάρτημα των γενομένων εκάστοτε συνταγματικών μεταρρυθμίσεων…».
Μ’ αυτή την εισαγωγική παρατήρηση ο μεγάλος νομικός και ιστορικός πρόεδρος του ΣτΕ Μιχαήλ Στασινόπουλος αρχίζει να περιγράφει την πορεία του θεσμού. Το ιστορικό περίγραμμα, που παραθέτει στην 30ή επέτειο του ανωτάτου διοικητικού
δικαστηρίου είναι κοινός τόπος από τότε και σημείο αναφοράς. Οπως και οι εκτιμήσεις του για το «επιτελεσθέν» έργο. Επαναλαμβάνονται εμπλουτισμένες ως τις μέρες μας.
Το ΣτΕ έχει μια δεκαετή προϊστορία (1833-1844), με την ιστορία του ν’ αρχίζει το 1928-1929. Στις δυο αυτές περιόδους έπονται ή προηγούνται δυο διακριτές φάσεις. Μια σύντομη λειτουργία του (1864-1865) και μια σχετικά παρατεταμένη περίοδος αναμονής από την επανασύσταση ως τη λειτουργία του (1911-1929).
Στην «προϊστορική» φάση του ταυτοποιείται ως όργανο της μοναρχίας του Οθωνα. Ενα ανακτοβούλιο ή «Συμβούλιο του Στέμματος». Με συμβουλευτικό χαρακτήρα αλλά και ιδιότητες ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου, όπως θα λέγαμε σήμερα. Κυρίως, όμως, είναι το πρώτο, σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη.
Ως θεσμός και τίτλος εμφανίζεται για πρώτη φορά στα χρόνια της βαυαρικής αντιβασιλείας. «Προς συζήτησιν των σπουδαιοτέρων του Κράτους υποθέσεων και λύσιν διοικητικών αμφισβητήσεων θέλει συστηθή Συμβούλιον της Επικρατείας» αναφέρεται στο διάταγμα του 1833 «Περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του».
Ως τίτλος θεωρείται ότι αποτελεί μετάφραση του γερμανικού όρου «Staatsrath», που σημαίνει «Συμβούλιο της Κράτους» ή «Κρατικό Συμβούλιο». Αρχικώς, χρησιμοποιούνταν κι αυτό το όνομα. Ετσι, παρέμεινε στα χαρτιά επί δυο χρόνια, έως την ενηλικίωση του μονάρχη. Τότε δημοσιεύτηκε το «Οργανικόν Διάταγμα περί συστάσεως ΣτΕ».
Σύμφωνα με το σκεπτικό του «σκοπόν έχοντες να περιστοιχίσωμεν τον Ημέτερον Θρόνον από άνδρας εξόχους, και να κάνωμεν χρησίμους εις το Κράτος τας γνώσεις και την πολυπειρίαν των, επιθυμούντες να δώσωμεν εν ταυτώ και εις τους Ημετέρους υπηκόους νέον δείγμα της προς αυτούς αγάπης και εμπιστοσύνης Ημών, μετά την γνωμοδότησιν του Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν την σύστασιν…».
Με το ίδιο διάταγμα καθορίζονται οι αρμοδιότητές του ως ανωτάτη συμβουλευτική αρχή, «εντός της οποίας και μεθ’ ης ο Βασιλεύς συζητεί τας σπουδαιοτέρας… υποθέσεις του Κράτους». Παραχωρούνταν, επιπλέον, ορισμένες αρμοδιότητες οι οποίες το καθιστούσαν συγχρόνως «ανωτάτη αποφασίζουσα Αρχή» για «ανατιθέμενες υποθέσεις». Αλλά και κάποια νομοπαρασκευαστικά καθήκοντα, με την έννοια ότι για κυβερνητικά νομοσχέδια θα ζητούνταν η γνώμη του.
Διορισμός από τον βασιλιά
Οι τακτικοί σύμβουλοι της Επικρατείας ορίστηκαν σε είκοσι και διορίζονταν από τον βασιλιά για απεριόριστο χρόνο. Προκειμένου ν’ αποκτήσει αίγλη το Σώμα, να έχει απήχηση στον λαό και μέσω αυτού να λαμπρυνθεί η ίδια η βασιλεία, διορίστηκαν πρόσωπα που είχαν πρωταγωνιστήσει στην Επανάσταση. Οπως οι Θ. Κολοκοτρώνης, Ν. Μπότσαρης, Ι. Κωλέττης, Π. Μαυρομιχάλης Π. Νοταράς, Σπ. Τρικούπης, Αλ. Μαυροκορδάτος, Κ. Κανάρης κ.ά. Ανάμεσά τους και λίγοι νομομαθείς, προφανώς για να μπορεί να λειτουργεί ως προς το σκέλος ότι θα συζητούσε και θα έκρινε θέματα για τη νέα νομοθεσία, τον προϋπολογισμό, τη φορολογία κ.ά.
Οι τακτικοί σύμβουλοι της Επικρατείας ορίστηκαν σε είκοσι και διορίζονταν από τον βασιλιά για απεριόριστο χρόνο. Προκειμένου ν’ αποκτήσει αίγλη το Σώμα, να έχει απήχηση στον λαό και μέσω αυτού να λαμπρυνθεί η ίδια η βασιλεία, διορίστηκαν πρόσωπα που είχαν πρωταγωνιστήσει στην Επανάσταση. Οπως οι Θ. Κολοκοτρώνης, Ν. Μπότσαρης, Ι. Κωλέττης, Π. Μαυρομιχάλης Π. Νοταράς, Σπ. Τρικούπης, Αλ. Μαυροκορδάτος, Κ. Κανάρης κ.ά. Ανάμεσά τους και λίγοι νομομαθείς, προφανώς για να μπορεί να λειτουργεί ως προς το σκέλος ότι θα συζητούσε και θα έκρινε θέματα για τη νέα νομοθεσία, τον προϋπολογισμό, τη φορολογία κ.ά.
Ο Οθων μαζί με το υπουργικό συμβούλιο παραβρίσκονταν σε συνεδριάσεις του ΣτΕ, ασκώντας μάλιστα και την προεδρία.
Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν ώστε να εμφανιστεί ως μια νέα «Σύγκλητος», ο θεσμός δεν ευδοκίμησε. Τουλάχιστον ως προς τη λαϊκή αποδοχή. Αν και αναδείχτηκε ως παράκεντρο εξουσίας, που αντανακλούσε συσχετισμούς της εποχής, αποτυπώνοντας κομματικές παρατάξεις («ξενικά κόμματα») και επιθυμίες των ξένων πρεσβειών (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία).
Σύμφωνα με τον Μ. Στασινόπουλο: «Η ολιγαρχική σύνθεσις του Συμβουλίου και το γεγονός της παρά τω πρωθυπουργώ οργανικής και λειτουργικής τοποθετήσεώς του απεξένωσε τάχιστα τον θεσμόν από το λαϊκόν αίσθημα… Ο Τύπος επετίθετο συχνά κατά των επί κεφαλής του Σώματος, μετά δριμύτητος…».
Γενικώς όλοι σχεδόν οι ιστορικοί του θεσμού συμφωνούν ότι απαξιώθηκε: «Δεν κατόρθωσε να πείσει ούτε για την ανεξαρτησία ούτε πολύ λιγότερο για τη χρησιμότητά του», όπως σημειώνει ο Ν. Αλιβιζάτος. Σπανίζουν τα δείγματα ανεξαρτησίας και μόνο προς το τέλος της περιόδου που συμπίπτει με τη ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας έχει να επιδείξει παρόμοια. Οπως όταν αντιτάχθηκε στις δραστικές περικοπές των δημοσιοϋπαλληλικών μισθών και την εκποίηση δημόσιων κτημάτων.
Φιλελεύθερο ρόλο διαδραμάτισε κατά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, έστω και κάτω από την απειλή των όπλων. Μεσολάβησε τότε μεταξύ βασιλιά και επαναστατών ώστε να βάλει την υπογραφή του ο Οθων για τη θέσπιση Συντάγματος.
ΤΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΤΟΥ 1864-1865
«…Διά την παρασκευήν και βάσανον των νομοσχεδίων»
«…Διά την παρασκευήν και βάσανον των νομοσχεδίων»
Μαζί με τη θέσπιση της συνταγματικής βασιλείας το 1844 καταργήθηκε, όπως ήταν αυτονόητο, και το ΣτΕ ως μοναρχικό και αντιλαϊκό εξάρτημα. «Λαβόντες υπ’ όψιν το άρθρον 102 του Συντάγματος, αναφέρεται στο σχετικό Βασιλικό Διάταγμα, κηρύττομεν από σήμερον διαλελυμένον το Συμβούλιο της Επικρατείας. Κατά την περίστασην δε ταύτην ευδοκιμούμεν να εκφράσωμεν εις το Σώμα τούτο την Ημετέραν ευαρέσκειαν διά την μετά ζήλου πολυετή υπηρεσίαν του».
Ουδείς βρέθηκε να ταχθεί υπέρ της διατήρησής του, καθώς ομόφωνη ήταν η εκτίμηση ότι η ύπαρξη της Βουλής το καθιστούσε περιττό. Αν και ο Αλ. Μαυροκορδάτος επεσήμανε ότι και στα συνταγματικά κράτη λειτουργεί ΣτΕ δίπλα στα Κοινοβούλια. Χωρίς όμως κι αυτός να ψηφίσει στην Εθνοσυνέλευση για τη διατήρησή του, προκειμένου να μη θεωρηθεί μοναρχικός.
Μέχρι την έξωση του Οθωνα και την ενθρόνιση του Γεωργίου Α’ δεν γίνεται ξανά λόγος για έναν θεσμό που συγκαταλεγόνταν, λόγω της ορμής των δημοκρατικών, όπως αναφέρει ο Αλ. Σβώλος, στα «λαομίσητα» στηρίγματα της μοναρχίας. Ενώ συζητούνταν, όμως, το νέο Σύνταγμα ο βασιλιάς έκανε δυναμική παρέμβαση τον Οκτώβριο του 1864 προσβάλλοντας την «εθνικήν φιλοτιμίαν». Ηταν ο προάγγελος των συνταγματικών εκτροπών του μέλλοντος. Αποστέλλοντας μέσω του πρωθυπουργού Κ. Κανάρη συνταγματικό σχέδιο δικής του «κοπής» και απαιτώντας να ψηφιστεί εντός δέκα ημερών. Πράγμα το οποίο και πέτυχε με τις απειλές για παραίτηση και διάλυση της Εθνοσυνέλευσης. Παρά τις εντονότατες αντιδράσεις συνολικά και ειδικά για το ΣτΕ.
Εντονες αντιδράσεις
Σε αυτό προβλεπόταν η επανασύσταση του ΣτΕ ως «Σώμα συμβουλευτικόν προς παρασκευήν και βάσανον των νομοσχεδίων». Κατά του θεσμού «ανθίσταντο πολλοί εκ των κορυφαίων πληρεξουσίων της Συνελεύσεως, θεωρούντες αυτόν απεχθή εις τον λαόν… παράσιτον και νόθον, μέλλοντα να συναθροίση περί τον θρόνον την κολακείαν και τας παρασίτους αυτής κακίας» (Αλ. Σβώλος).
Σε αυτό προβλεπόταν η επανασύσταση του ΣτΕ ως «Σώμα συμβουλευτικόν προς παρασκευήν και βάσανον των νομοσχεδίων». Κατά του θεσμού «ανθίσταντο πολλοί εκ των κορυφαίων πληρεξουσίων της Συνελεύσεως, θεωρούντες αυτόν απεχθή εις τον λαόν… παράσιτον και νόθον, μέλλοντα να συναθροίση περί τον θρόνον την κολακείαν και τας παρασίτους αυτής κακίας» (Αλ. Σβώλος).
Η Εθνοσυνέλευση ψήφισε τ’ άρθρα για το ΣτΕ «παρά την θέλησίν της» και με οριακή πλειοψηφία: υπέρ τάχθηκαν 136 πληρεξούσιοι, κατά 124, 10 αρνήθηκαν ψήφο, ενώ 97 μέλη κατέθεσαν και γραπτή διαμαρτυρία. Ελάχιστες υπερασπιστικές φωνές ακούστηκαν εκτός και εντός Βουλής. Ανάμεσά τους ο Αλ. Κουμουνδούρος, υποστηρίζοντας ότι «είναι λίαν αναγκαίον και χρησιμώτατον δια την παρασκευήν των νομοσχεδίων».
Οσοι διαφωνούσαν πέτυχαν μόνο να συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο των ειδικών διατάξεων του Συντάγματος άρθρο το οποίο όριζε ότι «επιτρέπεται η αναθεώρησις του περί του Συμβουλίου της Επικρατείας άρθρου εις την προσεχή βουλευτικήν περίοδον, εάν το ζητήσωσι τα τρία τέταρτα της Βουλής».
Οπως κι έγινε τον Νοέμβριο του 1865, με ομόφωνο σχεδόν ψήφισμα της Βουλής. Το ΣτΕ, ως νομοπαρασκευαστικό Σώμα, λειτούργησε για περίπου εννέα μήνες με πενιχρά αποτελέσματα και ύστερα καταργήθηκε ως κατάλοιπο της απόλυτης μοναρχίας. «Καλώς ή κακώς», αποφαινόταν ο θιασώτης του θεσμού συνταγματολόγος Ν. Σαρίπολος «δεν έχει υπέρ εαυτού τας συμπαθείας του Εθνους». Στην κατάργησή του απέδιδε από τότε την «επιπολαιότητα και την ακοσμία» στη σύνταξη των νόμων.
Δεν έμελλε, όμως, να είναι αυτή η αποστολή του, ούτε ήταν, πια, συμβουλευτικός ο χαρακτήρας του, όπως θα δούμε την άλλη Κυριακή.
Πολλά τα κατά, λίγα τα υπέρ
Στις θετικές σελίδες κατά τον εννεάμηνο βίο του ΣτΕ συγκαταλέγονται:
• η συμβολή του στη διοικητική αφομοίωση της Επτανήσου
• η κατάρτιση «χρήσιμων νόμων», όπως η διανομή εθνικών γαιών
Στις αρνητικές:
• λειτουργούσε ως παράλληλο νομοθετικό σώμα
• εμπόδιζε την ταχύτατη διεξαγωγή του νομοθετικού έργου
• το οικονομικό κόστος της λειτουργίας του
Τ. Κατσιμάρδος
katsimar@yahoo.gr
katsimar@yahoo.gr
ΔΙΠΛΑ ΣΤΟΥΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ
Η γενναιότερη στάση του μοναρχικού ΣτΕ θεωρείται το ψήφισμά του για την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843: «…Καθ’ όσον αφορά τον στρατόν, ότι το μέρος το οποίον έλαβεν εις το εθνικό τούτο κίνημα υπηγορεύθη από την συναίσθησιν της ανάγκης και των συμφερόντων του Εθνους και έπραξε σύμφωνα με τα παρά των Εθνικών Συνε-λεύσεων προαπο• φασισθέντα».
ΕΘΝΟΣ