ΑΠ 133/2016 (Στ’ ποιν.): Aπόλυτη ακυρότητα διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παραβίασης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Η διευθύνουσα τη συζήτηση Εφέτης μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, δεν έδωσε το λόγο στον κατηγορούμενο και στον δικηγόρο του μετά την πρόταση του
εισαγγελέα τόσο επί της ενοχής όσο και επί της ποινής. Αναιρεί την απόφαση. «Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ.1 του ΚΠΔ, “όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή τους εισαγγελείς (αρ.32 παρ.2) έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δε μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο”, ενώ, κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου “ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος”.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά στο δε κατηγορούμενο ή στο συνήγορό του, στο τέλος και αν τούτο δε ζητηθεί. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ’ του ΚΠΔ, γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία (παράβαση) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ (ΑΠ 382/2014, ΑΠ 155/2013).
Στη προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης που παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου προκύπτουν τα εξής: α)Η διευθύνουσα τη συζήτηση Εφέτης μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα προκειμένου να προτείνει επί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου, η οποία πρότεινε την ενοχή του, χωρίς στη συνέχεια να δώσει το λόγο, όπως είχε υποχρέωση, και στον κατηγορούμενο και στον παραστάντα συνήγορό του. Στη συνέχεια μετά την απαγγελία της αποφάσεως του Δικαστηρίου που τον κήρυξε ένοχο της αξιόποινης πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα, η διευθύνουσα τη συζήτηση έδωσε και πάλι τον λόγο στην Εισαγγελέα η οποία πρότεινε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο – αναιρεσείοντα ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών και απάγγειλε την περί ποινής απόφαση με την οποία το Δικαστήριο τον καταδίκασε σε φυλάκιση έξι μηνών, χωρίς και πάλι να δώσει το λόγο, όπως είχε υποχρέωση, στον κατηγορούμενο, η στον συνήγορό του, που έπρεπε να δοθεί χωρίς κάν να ζητηθεί.
Στη προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης που παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου προκύπτουν τα εξής: α)Η διευθύνουσα τη συζήτηση Εφέτης μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα προκειμένου να προτείνει επί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου, η οποία πρότεινε την ενοχή του, χωρίς στη συνέχεια να δώσει το λόγο, όπως είχε υποχρέωση, και στον κατηγορούμενο και στον παραστάντα συνήγορό του. Στη συνέχεια μετά την απαγγελία της αποφάσεως του Δικαστηρίου που τον κήρυξε ένοχο της αξιόποινης πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα, η διευθύνουσα τη συζήτηση έδωσε και πάλι τον λόγο στην Εισαγγελέα η οποία πρότεινε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο – αναιρεσείοντα ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών και απάγγειλε την περί ποινής απόφαση με την οποία το Δικαστήριο τον καταδίκασε σε φυλάκιση έξι μηνών, χωρίς και πάλι να δώσει το λόγο, όπως είχε υποχρέωση, στον κατηγορούμενο, η στον συνήγορό του, που έπρεπε να δοθεί χωρίς κάν να ζητηθεί.
Έτσι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού έπρεπε να δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο ή τον παραστάντα συνήγορό του και στα δύο ως άνω στάδια της ποινικής διαδικασίας, έστω, ως ελέχθει, και αν το λόγο δεν ζήτησαν αυτοί. Συνεπώς ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν αυτών και ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση». (areiospagos.gr)
LegalNews24.gr