Λευκωσία: Η προσπάθεια δημογραφικής αλλοίωσης διαμέσου της πολιτικής εποικισμού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του κυπριακού προβλήματος. Όπως είναι φυσιολογικό, η προσπάθεια μιας συνολικής επίλυσης του Κυπριακού που θα αφορά και στην επίλυση του προβλήματος της
δημογραφικής αλλοίωσης, επικεντρώνεται περισσότερο, αν όχι αποκλειστικά, στο ζήτημα των αριθμών. Ωστόσο μια σφαιρικότερη πρόσληψη του ζητήματος θα πρέπει να συμπληρώνεται και με μια βαθύτερη ανασκόπηση της κοινωνικής αλλαγής, αλλά και των διαφοροποιήσεων που καταγράφονται εντός του πληθυσμού από την Τουρκία. Με αυτό τον τρόπο μπορούν να εντοπιστούν όχι μόνο τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που εμφανίστηκαν, αλλά και οι δυναμικές εκείνες που εξανάγκασαν μέρος αυτού του πληθυσμού να διεκδικεί επίσης μια οριστική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος.
Γράφει: Νίκος Μούδουρος
Τα πρώτα κύματα εποικισμού των κατεχομένων αποτελούνταν από φτωχές οικογένειες, τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού της Κεντρικής και Ανατολικής Ανατολίας. Ήταν άνθρωποι που προέρχονταν κυρίως από περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, καθώς και από περιοχές όπως το Έρζουρουμ, Καΐσερι και Καρς. Για παράδειγμα στις 19 Απριλίου 1980 σε ένα ρεπορτάζ της, η τουρκοκυπριακή εφημερίδα Σοζ αποκάλυπτε ότι μια μεγάλη μάζα πληθυσμού προερχόταν από τις περιοχές Αδάνων, Αττάλειας, Έρντεμλι, Σιλίφκε (Σελεύκεια) και Τραπεζούντας. Όπως ήταν φυσιολογικό, πέρα από τα διαφορετικά κοινωνικά χαρακτηριστικά, ο πληθυσμός από την Τουρκία δεν ήταν ομοιογενής ούτε σε θρησκευτικο-πολιτισμικό επίπεδο.
Αρχικά πολλές οικογένειες είχαν στενές σχέσεις με θρησκευτικές αδελφότητες και τάγματα στην Τουρκία. Με την πάροδο του χρόνου και τη μεταφορά νέων ομάδων πληθυσμού, η σύνθεση αποκτά νέα εθνοτικά χαρακτηριστικά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 καταφθάνουν στην Κύπρο πληθυσμοί Τουρκοβούλγαρων, ενώ πάρα πολλοί είναι οι Κούρδοι και οι Αλεβίτες. Όπως χαρακτηριστικά παραδέχεται ο Ινάλ Μπατού, πρέσβης της Τουρκίας στα κατεχόμενα κατά την κρίσιμη περίοδο 1979–1984, οι έποικοι δεν αποδέχτηκαν να μεταφερθούν στην Κύπρο καθοδηγούμενοι από τα «μεγάλα εθνικά ιδανικά του τουρκισμού», αλλά από την ανάγκη και την προσδοκία μιας καλύτερης ζωής. Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται και η αρχική απόσταση μεταξύ των κρατικών επιδιώξεων που ήθελε να επιβάλει η Τουρκία διαμέσου του εποικισμού και των ίδιων των ανθρώπων που μεταφέρθηκαν στην Κύπρο.
Κοινωνικές αντιπαραθέσεις
Η κοινωνική προέλευση των εποίκων, η διαφορετική κοινωνική τους θέση, αλλά και η λειτουργία τους στα κατεχόμενα μπορεί να γίνει πιο κατανοητή, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια του εποικισμού, μέσα από τα δύο σημαντικότερα επίπεδα της πολιτικής που ακολούθησε η Άγκυρα. Ταυτόχρονα τα δύο αυτά επίπεδα μπορούν να οδηγήσουν και σε ασφαλέστερα συμπεράσματα για τις μετέπειτα αντιπαραθέσεις μεταξύ μερών αυτού του πληθυσμού με την τουρκοκυπριακή ηγεσία και την Άγκυρα, αλλά και των ρήξεων που προκλήθηκαν ανάμεσά τους.
Το πρώτο επίπεδο ήταν η δημιουργία μιας ελίτ εποίκων, μιας «άρχουσας τάξης» με ισχυρά οικονομικά ερείσματα στην Κύπρο. Αυτό το τμήμα του πληθυσμού υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ενσωματωθεί ως μέρος μιας τουρκοκυπριακής άρχουσας τάξης και να επωμιστεί ένα είδος ρόλου «φυσικής ηγεσίας» της μάζας ολόκληρου του πληθυσμού που έφτασε από την Τουρκία. Αυτή η συγκεκριμένη ομάδα πληθυσμού, ακριβώς λόγω της κοινωνικής της θέσης, αρχικά είχε ταυτίσει πλήρως τα συμφέροντα της με την ντενκτασική ηγεσία, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας και γενικά τις χωριστές δομές εξουσίας που δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της εισβολής.
Η μεγάλη και σε μερικές περιπτώσεις ιδιαίτερα ισχυρή οικονομική επιφάνεια αυτής της ομάδας εποίκων συμβάλλει στην «ισοτιμία» τους με το τουρκοκυπριακό κεφάλαιο, αλλά και στον πολιτικό έλεγχο και επιρροή άλλων ομάδων πληθυσμού που μεταφέρθηκαν από την Τουρκία. Η κοινωνική τους θέση και οι οικονομικές τους δυνατότητες τούς επέτρεπαν να έχουν πολιτική επιρροή. Παράλληλα, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα παραμονής τους στην Κύπρο και ως συνέπεια της δημιουργίας δικτύων εξουσίας, μπορούσαν να οργανωθούν αυτόνομα.
Στα αρχικά στάδια του εποικισμού, αυτή η ελίτ διακρίνεται από την παρουσία Τούρκων αξιωματικών εν αποστρατεία, στους οποίους παραχωρήθηκαν σημαντικές περιουσίες, όπως ξενοδοχειακές μονάδες και άλλες επιχειρήσεις που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν οι Ελληνοκύπριοι. Σε αυτούς προστίθενται για ένα μικρό διάστημα ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι και γραφειοκράτες, που αφυπηρέτησαν από την Τουρκία, καθώς και συγγενικά πρόσωπα ατόμων της τουρκικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Λαμβάνοντας υπόψη τον πολιτικό ρόλο και τις ιδεολογικές-αξιακές αναφορές του στρατού στο τότε τουρκικό πλαίσιο, τότε αναδεικνύεται και η ιδιαίτερη σημασία αυτής της ομάδας εποίκων στα κατεχόμενα.
Το δεύτερο επίπεδο ήταν η αρχική μεγάλη μάζα των εποίκων. Ακτήμονες γεωργοί, φτωχοί αγρότες, πληθυσμοί που έχασαν τα σπίτια τους στην Τουρκία εξαιτίας διαφορετικών παραγόντων, άνθρωποι που ήθελαν ούτως ή άλλως να εγκαταλείψουν την Τουρκία κυρίως για λόγους οικονομικής επιβίωσης. Αρχικά αυτοί οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν στην κατεχόμενη αγροτική ύπαιθρο μετά από συγκεκριμένο σχεδιασμό του τουρκικού κράτους και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Ο συγκεκριμένος σχεδιασμός δεν ήταν πάντοτε ορθός και ούτε λάμβανε υπόψη τον χώρο προέλευσης των συγκεκριμένων οικογενειών.
Αρχίζουν να μεταφέρονται, ιδιαίτερα μετά τον Αύγουστο του 1975, με στόχο να εγκατασταθούν στις περιοχές που δεν προτιμούν οι Τουρκοκύπριοι. Με αυτό τον τρόπο, μετατρέπονται σε φτηνό εργατικό δυναμικό και λειτουργούν ως «συμπλήρωμα» του αρχικά ελλιπούς εργατικού δυναμικού στα κατεχόμενα. Μεγάλο μέρος αυτής της ομάδας πληθυσμού δεν καταφέρνει να ενσωματωθεί, δεν μπορεί να ικανοποιήσει ανάγκες και προσδοκίες και με αυτό τον τρόπο αποξενώνεται και περιθωριοποιείται.
Όπως περιγράφει ο Ερτουρούλ Κουμτζιούογλου, πρέσβης της Τουρκίας στα κατεχόμενα κατά την περίοδο 1987–1991, χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων ήταν οι προερχόμενοι από τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας. Ο πληθυσμός αυτός ήταν προσαρμοσμένος σε μια οικονομία σχεδόν απόλυτα συνδεδεμένη με τις συχνές βροχοπτώσεις και τη γόνιμη γη. Στην Κύπρο, αντίθετα, αντιμετώπισαν αμέσως τη χαρακτηριστική ξηρασία, τις υψηλές θερμοκρασίες και τον υπανάπτυκτο αγροτικό τομέα. Με τέτοια δεδομένα, το άμεσο αποτέλεσμα ήταν η αδυναμία ενσωμάτωσής τους στο τουρκοκυπριακό πλαίσιο, αλλά και η άρνηση του ίδιου του τουρκοκυπριακού πλαισίου να τους δεχτεί.
Η σημερινή αντιπαράθεση με την Άγκυρα
Στη σημερινή συγκυρία, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της αντιπολίτευσης σε αυτά τα στρώματα του πληθυσμού καθορίζεται κυρίως από τη δραστηριότητα των οργανώσεων των Κούρδων και των Αλεβιτών. Η ένταση της αυταρχικότητας της εξουσίας Έρντογαν ενάντια στο κουρδικό κίνημα, αλλά και η ολοκληρωτική απονομιμοποίηση των αιτημάτων των Αλεβιτών για θρησκευτικές ελευθερίες μέσα σε ένα κοσμικό πλαίσιο, μεταφέρονται και στην Κύπρο. Καθόλου τυχαία, μεγάλα τμήματα Κούρδων και Αλεβιτών διαμέσου των οργανώσεών τους στηρίζουν τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί και γενικά την προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. Αντιλαμβάνονται ότι μόνο μέσα από τη διευθέτηση του προβλήματος, μπορούν να ομαλοποιήσουν την κοινωνική τους θέση, αλλά και να μειώσουν σε κάποιο βαθμό την επιρροή του ασφυκτικού εναγκαλισμού της Άγκυρας.
Εκτουρκισμός της οικονομίας των κατεχομένων
Μια άλλη μάζα πληθυσμού τα επόμενα χρόνια εγκαθίσταται στις πόλεις. Αποτελείται από ανειδίκευτους εργάτες στις οικοδομές, από εποχιακούς εργάτες και, σε μικρότερο βαθμό, από εργάτες στις μικρές βιομηχανίες και βιοτεχνίες των κατεχομένων. Και οι δύο αυτές μεγάλες ομάδες αποτελούσαν (μέχρι σήμερα αποτελούν) μέρος του φτηνού εργατικού δυναμικού. Ο στόχος του τουρκικού κράτους ήταν να συμβάλλουν στα αρχικά στάδια του «εκτουρκισμού» της οικονομίας των κατεχομένων, όμως είναι γεγονός ότι σε αυτό το σημείο υπάρχουν ακόμα πολλά κενά και ερωτηματικά. Η θέση τους στην κοινωνία των κατεχομένων αρχικά ήταν εργαλειακή προς την κατεύθυνση δημιουργίας μιας ξεχωριστής «τουρκικής αγοράς», η οποία με τη σειρά της συνέβαλε στην ολοκληρωτική εξάρτηση από την Τουρκία.
Οι συνθήκες διαβίωσής τους, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια, μπορούν να χαρακτηριστούν ως άθλιες. Χαρακτηριστικά, η τουρκοκυπριακή εφημερίδα Ορτάμ, με συχνά δημοσιεύματά της στις αρχές της δεκαετίας του 1980, περιγράφει τη μεταφορά εποίκων από την Καρπασία στη Μόρφου, με στόχο το μάζεμα των εσπεριδοειδών. Όποιοι από αυτούς διεκδικούσαν δικαίωμα στον οργανωμένο συνδικαλισμό, απολύονταν και τη θέση τους έπαιρναν νέα κύματα εποίκων, τα οποία λειτουργούσαν ως ακόμα πιο φθηνό εργατικό δυναμικό. Η κοινωνική τους θέση, η οικονομική τους κατάσταση και η επαγγελματική τους ενασχόληση στην Κύπρο συνέβαλαν στο να διατηρήσουν σε κάποιο βαθμό τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που μετέφεραν από την Τουρκία.
Όμως είναι επίσης γεγονός ότι τα παιδιά και τα εγγόνια αυτής της ομάδας πληθυσμού πλέον αποτελούν ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικό σύνολο που σταδιακά βρίσκει κάποιους κώδικες επικοινωνίας με το τουρκοκυπριακό παρά με το τουρκικό πλαίσιο.
Τα δύο προαναφερθέντα επίπεδα είχαν ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή, την άμεση μεταφορά στην Κύπρο, τόσο των ισχυρών κοινωνικών αντιθέσεων της Τουρκίας, όσο και της πόλωσης που καταγράφεται ιστορικά σε εθνοτικό επίπεδο. Αυτά τα φαινόμενα όμως με την πάροδο του χρόνου εντατικοποιήθηκαν διαμέσου της αλλαγής του οικονομικού μοντέλου που ήθελε να εφαρμόσει κατά καιρούς η Άγκυρα στο νησί. Από τη διακυβέρνηση Οζάλ και μετά, σημειώνονται έντονες και πολλές φορές αποτυχημένες προσπάθειες ενός νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού των κατεχομένων. Διαμέσου της ανάπτυξης του εμπορίου και του τουρισμού, αλλά και της παράλληλης εγκατάλειψης του γεωργικού τομέα, η οικονομική κατάσταση μεγάλης μάζας των εποίκων χειροτερεύει.
Η εμφάνιση της έννοιας του «Νεοκύπριου»
Την ίδια περίπου εποχή παρατηρείται ανάπτυξη και του κατασκευαστικού τομέα στα κατεχόμενα. Μεγάλες εταιρείες κατασκευών της Τουρκίας έρχονται στην Κύπρο μεταφέροντας τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους σε φτηνό εργατικό δυναμικό, το οποίο αποτελούσαν οι έποικοι. Έτσι οι νέοι οικονομικοί τομείς και οι κοινωνικές αλλαγές προκάλεσαν αλυσιδωτές ανακατατάξεις στην κοινωνική θέση μεγάλου μέρους του πληθυσμού από την Τουρκία. Παράλληλα με τα πιο πάνω, το «αποπνικτικό» πολιτικό περιβάλλον που δημιούργησε το καθεστώς Ντενκτάς και η «κομματοκρατία» του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, ανάγκασαν μεγάλα τμήματα του εν λόγω πληθυσμού να αναζητήσουν μια καλύτερη εξουσία.
Το πρώτο καθοριστικό ρήγμα στις σχέσεις Άγκυρας-τουρκοκυπριακής ηγεσίας και μέρους του πληθυσμού από την Τουρκία καταγράφηκε πιο ξεκάθαρα στις «βουλευτικές» εκλογές του 1990. Στις 15 Ιανουαρίου 1990, το Κόμμα Αναγέννησης των εποίκων, αποφασίζει να συγκροτήσει εκλογικό συνασπισμό με την τουρκοκυπριακή Αριστερά και συγκεκριμένα με το Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης και το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα. Τα τρία κόμματα ιδρύουν τον συνασπισμό με το όνομα «Κόμμα Δημοκρατικού Αγώνα». Η δημιουργία του συγκεκριμένου συνασπισμού δεν έγινε με προϋπόθεση τη διάλυση των κομμάτων που τον αποτελούσαν. Αντίθετα, τα τρία κόμματα συνέχισαν κανονικά τη λειτουργία τους.
Η συνεργασία των κομμάτων της ευρύτερης Αριστεράς στα κατεχόμενα με το κόμμα των εποίκων δημιουργούσε καταρχήν ένα πολιτικό παράδοξο. Μελετώντας την τότε πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, γίνεται αντιληπτό ότι ήταν πολλοί οι παράγοντες που οδήγησαν στη συνεργασία. Ένας σημαντικός λόγος ήταν η προαναφερθείσα κατάσταση στην πολιτική σκηνή και την οικονομία. Οι μεγάλες μάζες των εποίκων, κατά κύριο λόγω τα φτωχά στρώματα, είχαν περιθωριοποιηθεί, γεγονός που τους ανάγκαζε να αναζητήσουν δρόμους προς την εξουσία, τα προνόμια της οποίας μέχρι εκείνη τη στιγμή «απολάμβαναν» μόνο οι ελίτ (εποίκων και Τουρκοκυπρίων). Οι ατελέσφορες και αναποτελεσματικές συνεργασίες των «δικών τους» κομμάτων με το Κόμμα Εθνικής Ενότητας την προηγούμενη περίοδο, δεν ικανοποίησαν τις προσδοκίες τους, είτε προσωπικές είτε συλλογικές.
Έτσι, οι δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς, της μέχρι τότε αντιπολίτευσης, εμφανίστηκαν ως μια νέα εναλλακτική επιλογή προς την εξουσία. Όμως για μια ακόμη φορά, το 1990 η επιλογή της πλειοψηφίας αυτού του πληθυσμού προς την εξουσία έγινε διαμέσου του «δικού τους» πολιτικού σχηματισμού. Δεν έγινε διαμέσου της ενσωμάτωσής τους σε τουρκοκυπριακά κόμματα.
Όπως αποδεικνύει η μελέτη των αποτελεσμάτων, το Κόμμα Δημοκρατικού Αγώνα στις περιοχές των εποίκων συνέχιζε να προσελκύει τις ψήφους τους, όπως και σε όλες τις προηγούμενες αναμετρήσεις με τον συνδυασμό του Κόμματος Αναγέννησης. Η συγκεκριμένη εκλογική συνεργασία απέδειξε ότι μέρος του πληθυσμού από την Τουρκία ακολουθούσε τις πολιτικές αποφάσεις του «δικού» τους κόμματος, όμως αυτή τη φορά εναντίον του κατεστημένου που συντηρούσε η Άγκυρα.
Η πολιτική συμμετοχή των εποίκων στα κατεχόμενα, οι μορφές οργάνωσής τους και το περιεχόμενο αυτών των μορφών, δέχονται νέες επιδράσεις από τις πολιτικές και οικονομικές αλλαγές στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Βασικός άξονας των επιδράσεων αυτών, είναι από τη μια η κακή οικονομική κατάσταση και από την άλλη η έναρξη νέων συζητήσεων αναφορικά με το Κυπριακό και την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Η Σύνοδος Κορυφής της Ε.Ε. στο Ελσίνκι το 1999 και η επίσημη παραχώρηση καθεστώτος υποψήφιου προς ένταξη κράτους στην Τουρκία, ήταν η μεγάλη αφορμή για την έναρξη μιας διαφορετικής εξέλιξης της πολιτικής αντιπαράθεσης. Το κίνητρο για ένταξη των Τουρκοκυπρίων στην Ε.Ε., διαμέσου της επίλυσης του Κυπριακού, κάτι που εκλήφθηκε ως το τέλος της οικονομικής τους κακοδαιμονίας, σε συνδυασμό με την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, αποτέλεσαν τη σπίθα που άναψε τις μεγάλες κινητοποιήσεις των επόμενων χρόνων με κορύφωση την περίοδο 2003 – 2004.
Σε όλη αυτή την περίοδο ένα μέρος του πληθυσμού από την Τουρκία ταυτίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά με τους διακηρυγμένους στόχους της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης που κωδικοποιήθηκαν στο σύνθημα «Λύση και Ε.Ε.». Αυτοί οι άνθρωποι διέβλεπαν ότι η λύση του Κυπριακού εξυπηρετούσε και τα δικά τους συμφέροντα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζεται ο όρος «Νεοκύπριοι», ο οποίος βασικά επιδίωκε να υπογραμμίσει μια νέα φάση στην αποσπασματική και υπό αντιρρήσεις ενσωμάτωση στο τουρκοκυπριακό πλαίσιο.
Philenews