Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, ωστόσο απηχεί πλήρως την πραγματικότητα: Αυτήν τη στιγμή, τα «κόκκινα» δάνεια των ελληνικών τραπεζών, για τα οποία δεν υπάρχει καμία απολύτως ζήτηση ούτε από τα εξειδικευμένα funds, υπολογίζονται
σε περίπου 60 δισ. ευρώ! Αν συνυπολογισθεί το γεγονός ότι το συνολικό ύψος των επισφαλειών, σήμερα, κυμαίνεται πέριξ των 100 δισ. ευρώ, αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος του προβλήματος που έχει να κάνει με το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα. Και ότι αν δεν γίνει κάτι, σύντομα, για να αντιμετωπισθεί, τότε θα εκραγεί πολύ πριν το δημόσιο χρέος «πυροδοτήσει» τη βόμβα, όπως φοβούνται όλοι.
Σύμφωνα με πηγές, που είναι σε θέση να γνωρίζουν την πραγματική κατάσταση στα δανειακά χαρτοφυλάκια του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος, ακόμα και αν αύριο το πρωί είχαν λυθεί όλα τα προβλήματα που εμποδίζουν στην αναδιάρθρωσή τους, ζήτηση θα υπήρχε για επισφαλή δάνεια ύψους μόλις 40 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 20 δισ. αφορούν δάνεια μεγάλων επιχειρήσεων, τα οποία είναι σχετικά επαρκώς διασφαλισμένα κι εξ αυτού του λόγου ελκυστικά, και τα υπόλοιπα 20 δισ. ευρώ σε περιορισμένης εξασφάλισης καταναλωτικά (κυρίως) και (δευτερευόντως) στεγαστικά, κυρίως επειδή είναι ευκολότερα εισπράξιμα.
Από εκεί και πέρα, το… χάος. Το οποίο μπορεί να πάρει τη μορφή μιας ακόμα –της τέταρτης κατά σειρά– ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα. «Γιατί μπορεί οι στόχοι που έχουν μπει στις τραπεζικές διοικήσεις, για τη μείωση των NPLs (σ.σ. πρόκειται για τις μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις) να είναι σχετικά εφικτοί για το 2017, ωστόσο εκείνοι του 2018 πολύ δύσκολα θα επιτευχθούν», τονίζει έτερος παράγοντας του χώρου, που επίσης είναι σε θέση να γνωρίζει. Οπερ σημαίνει, πρακτικά, ότι εκεί γύρω στα τέλη του 2017 η συζήτηση για τη νέα ανακεφαλαιοποίηση θα αναζωπυρωθεί.
Γι’ αυτό απαιτούνται άμεσα λύσεις, που:
α) Σε πρώτη φάση θα λαμβάνουν υπόψη τους βασικούς νόμους της αγοράς, δηλαδή της προσφοράς και της ζήτησης.
β) Σε δεύτερη φάση, χρειάζεται η αποφασιστική –για μία φορά– διευθέτηση του προβλήματος, ενδεχομένως ακόμη και μέσω της σύστασης μιας bad bank και στην Ελλάδα.
Kι έτσι, σε βάθος χρόνου να υπάρξει μια προοπτική διαχείρισης, με κάποιον οργανωμένο τρόπο, αυτών των 60 δισ. ευρώ, για τα οποία η ζήτηση εκτιμάται ότι θα είναι μηδενική, ακόμη και όταν βγουν κάποια στιγμή προς πώληση. Και αυτό γιατί, όπως υποστηρίζεται χαρακτηριστικά, «είναι σάπια, 100%». Εννοείται ότι επισήμως αυτά τα νούμερα δεν αναφέρονται –προς το παρόν– πουθενά και από κανέναν. Οπως ακριβώς συνέβαινε δηλαδή μέχρι πριν από λίγα χρόνια και με τους ραγδαίους ρυθμούς αύξησης των «κόκκινων» δανείων, που σήμερα έφτασαν στο 50%+ του συνόλου των δανείων. Κανείς δεν τολμούσε να τους παραδεχθεί, αλλά όλοι τους γνώριζαν και κάπως έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Προς το παρόν, πάντως, οποιαδήποτε συζήτηση στην προοπτική σύστασης και λειτουργίας μιας NPLs company ή bad bank («κακή τράπεζα») ή όπως αλλιώς θα μπορούσε να ονομαστεί, απορρίπτεται. Από διάφορα κέντρα αποφάσεων, εντός και εκτός Ελλάδος. Ωστόσο, όσο περνάει ο χρόνος και το πρόβλημα διογκώνεται, η ανάγκη για μια αποφασιστική λύση του προβλήματος επιστρέφει αδήριτη. Ούτως ή άλλως, όλες οι εναλλακτικές προχωρούν με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. Ακόμη και αυτές που προβλέπουν τα στοιχειώδη.
Χωρίς προστασία
Για παράδειγμα, ακόμη και σήμερα, δεν έχει νομοθετηθεί η νομική προστασία των τραπεζικών στελεχών που καλούνται να βάλουν υπογραφές κάτω από συμφωνίες αναδιάρθρωσης δανείων, που προβλέπουν μερικό «κούρεμα». Το αποτέλεσμα είναι οι λιγοστοί που το κάνουν –συνήθως κατόπιν πίεσης από την ίδια τη σκληρή πραγματικότητα– να κινδυνεύουν στο μέλλον με αστικές και ποινικές κυρώσεις. Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, σχεδόν τίποτα δεν προχωράει.
Χωρίς προστασία
Για παράδειγμα, ακόμη και σήμερα, δεν έχει νομοθετηθεί η νομική προστασία των τραπεζικών στελεχών που καλούνται να βάλουν υπογραφές κάτω από συμφωνίες αναδιάρθρωσης δανείων, που προβλέπουν μερικό «κούρεμα». Το αποτέλεσμα είναι οι λιγοστοί που το κάνουν –συνήθως κατόπιν πίεσης από την ίδια τη σκληρή πραγματικότητα– να κινδυνεύουν στο μέλλον με αστικές και ποινικές κυρώσεις. Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, σχεδόν τίποτα δεν προχωράει.
Και όλοι αναρωτιούνται μέχρι πότε αυτή η κατάσταση θα μπορεί να «σέρνεται». Μια απάντηση είναι «έως ότου “καούν” παντελώς τα λεφτά από την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, αφού οι τράπεζες το μόνο που κάνουν τώρα είναι να αυξάνουν τις προβλέψεις έναντι μελλοντικών επισφαλειών». Μόνο που αυτή δεν είναι απάντηση. Τουλάχιστον, λογική. Γιατί έτσι δεν μπορεί να επιτευχθεί η ανάπτυξη, που είναι το βασικό ζητούμενο για την ελληνική οικονομία, αλλά συντηρείται μια άρρωστη κατάσταση, η οποία αποδεδειγμένα δεν βγάζει πουθενά. Και πάντως σίγουρα δεν οδηγεί στην πραγματική έξοδο από την κρίση, αφού δεν λειτουργεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη