(Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεράσιμο Φουρλάνο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 29 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σταυρούλα Καραθάνου-Δεληγιάννη, με δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: Σ. συζ. Κ. Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, ο οποίος ανεκάλεσε την από 26-9-2014 δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-7-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4295/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 3031/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 6-9-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου, ανέγνωσε την από 28-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης ως απαράδεκτης άλλως και για την περίπτωση που ήθελε κριθεί παραδεκτή, την παραδοχή της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την παρ. 4 του άρθρο 495 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 : “Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού διακοσίων (200), τριακοσίων (300) και τετρακοσίων (400) ευρώ αντίστοιχα, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο”. Κατά το άρθρο δε 112 παρ. 5 του ν. 4055/2012 ” Για την είσπραξη των σύμφωνα με τις παραγράφους 4 του άρθρου 42, 2 του άρθρου 46, 2 του άρθρου 48 και 1 του άρθρου 322 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και των σύμφωνα με τις παρ. 4 του άρθρου 495 και 3 του άρθρου 53 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ποσών των παραβόλων, εκδίδονται ειδικά έντυπα παραβόλων από το Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), ονομαστικής αξίας ίσης με ποσοστό 60% επί του εκάστοτε οριζομένου ποσού παραβόλου, καθώς και έντυπο παραβόλου υπέρ του Δημοσίου ονομαστικής αξίας ίσης με ποσοστό 40% επί του εκάστοτε οριζομένου ποσού παραβόλου. Ο τρόπος της προμήθειας των ως άνω παραβόλων, ο τύπος, ο τρόπος χρήσεως, διαθέσεως και διαχειρίσεως αυτών, ο τρόπος της ακυρώσεως και εν γένει κάθε λεπτομέρεια, καθορίζονται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου, εγκρινόμενη με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως …”. Τέλος, με την υπ’ αριθ. 76120/6-9-2012 κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίστηκαν οι λεπτομέρειες έκδοσης του ειδικού εντύπου-παραβόλου για το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την κάτω από την αίτηση αναίρεσης υπ’ αριθ. 609/2013 έκθεση κατάθεσης του αρμοδίου γραμματέα, η αναιρεσείουσα κατέθεσε τρία παράβολα του Δημοσίου των 40 ευρώ έκαστο, που αντιστοιχούν στο ποσοστό 60% επί του παραβόλου των 300 ευρώ, που ορίζεται για την άσκηση της αναίρεσης, καθώς και τρία παράβολα του ΤΑ.Χ.ΔΙΚ. των 60 ευρώ έκαστο, που αντιστοιχούν στο ποσοστό 60% επί του παραβόλου των 300 ευρώ, κατέθεσε δηλαδή συνολικά παράβολο 300 ευρώ, όπως ακριβώς ορίζουν οι διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκείται παραδεκτά και όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσίβλητη είναι αβάσιμα. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 262 παρ. 2 και 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι για την άσκηση ανακοπής κατά της εκτέλεσης απαιτείται να έχει ο ανακόπτων έννομο συμφέρον, το οποίο υπάρχει, όταν, με την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται, επηρεάζεται η θέση και γενικότερα συγκεκριμένο έννομο συμφέρον του, που είναι άξιο προστασίας από τον νόμο. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας και η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου περί υπάρξεως ή μη αυτού ελέγχεται αναιρετικά με τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παρέχεται στον καθ’ ου η εκτέλεση δικαίωμα αποζημιώσεως κατ’ εκείνου που την επέσπευσε, αν η ενεργηθείσα αναγκαστική εκτέλεση ακυρώθηκε αμετάκλητα και συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ. Η διάταξη του άρθρου 940 παρ.3 ΚΠολΔ εφαρμόζεται στην περίπτωση αμετάκλητης ακυρώσεως όχι μόνον του συνόλου της πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά και επί μέρους πράξεων, οπότε μπορεί να ζητηθεί η αποκατάσταση των ζημιών που συνδέονται αιτιωδώς με τις πράξεις αυτές. Έτσι, αν ακυρωθεί μία μόνο πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως, η αποζημίωση περιορίζεται στη ζημία που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια μόνο με την πράξη αυτή (Ολ.ΑΠ 49/2005, Α.Π. 2207/2009). Από την προαναφερθείσα διάταξη προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος αρκεί και μόνη η εκ του νόμου παρεχόμενη ευχέρεια προς άσκηση αγωγής αποζημίωσης στην περίπτωση αμετάκλητης ακύρωσης της ενεργηθείσας εκτέλεσης.
Συνεπώς, ο ανακόπτων δεν στερείται εννόμου συμφέροντος προς προσβολή πράξεως της εκτέλεσης ακόμη και αν υπό την απειλή περαιτέρω πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατέβαλε στον επισπεύδοντα δανειστή το επιτασσόμενο προς πληρωμή ποσό, καθόσον και αν ακόμη δεν είναι δυνατή η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ο ανακόπτων έχει δικαίωμα αποζημίωσης, κατ’ άρθρο 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1559/2009, 305/2009). Περαιτέρω, με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση αρχίζει, κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η επίδοση της επιταγής αυτής, που αποτελεί και διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, συνεπάγεται δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες, οι οποίες επέρχονται και στην περίπτωση της επίδοσης άκυρης επιταγής προς εκτέλεση και δεν αίρονται παρά μόνο με την ακύρωσή της από το δικαστήριο ή με παραίτηση από την επιταγή εκ μέρους του επισπεύδοντος, η οποία έχει ως αποτέλεσμα ότι η επιταγή θεωρείται ότι ουδέποτε έλαβε χώρα. Μετά δε την παραίτηση η ανακοπή που ασκήθηκε κατά της επιταγής καθίσταται χωρίς αντικείμενο και ο ανακόπτων στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος για την εκδίκαση της ανακοπής και την έκδοση απόφασης επ’ αυτής, τούτο δε, διότι με την παραίτηση αποτρέπεται η υλοποίηση της εναντίον του εκτέλεσης, η οποία δεν αποκλείεται να επιχειρηθεί με επίδοση νέας επιταγής. Στην περίπτωση, όμως, που με την επιταγή επήλθε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα πλήρους ικανοποίησης της απαίτησης του επισπεύδοντος, με εκούσια, για την αποφυγή περαιτέρω πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, συμμόρφωση του οφειλέτη, ο οποίος άσκησε ανακοπή κατά της επιταγής, δεν νοείται παραίτηση από την επιταγή, αφού έπαυσε να είναι εκκρεμής η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως δεν νοείται παραίτηση από διενεργηθέντα πλειστηριασμό ή στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής μετά την παύση της εκκρεμοδικίας δια της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως. Επομένως, ο οφειλέτης, ο οποίος για την αποφυγή υλοποίησης της εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης, συμμορφώθηκε εκούσια με την επιταγή και ικανοποίησε πλήρως τον δανειστή, έχει πρόδηλο έννομο συμφέρον για συζήτηση της εκκρεμούσης ανακοπής και ακύρωση της επιταγής, προκειμένου να δημιουργηθεί υπέρ αυτού δεδικασμένο όσον αφορά το άκυρο και παράνομο της εναντίον του εκτελέσεως, ώστε με τη συνδρομή και των λοιπών στοιχείων της αδικοπραξίας να ασκήσει στη συνέχεια κατά του επισπεύσαντος δανειστή αξίωση αποζημίωσης, κατά τα άρθρα 914 Α.Κ. και 940 αριθ. 3 ΚΠολΔ. Το έννομο αυτό συμφέρον δεν εκλείπει, και αν, εν τω μεταξύ, έχει ακυρωθεί αμετάκλητα ο εκτελεστός τίτλος με βάση τον οποίο έγινε η εκτέλεση και ο οφειλέτης μπορεί να αναζητήσει τα καταβληθέντα με την αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθόσον με την αγωγή αποζημιώσεως αποκαθίσταται η ζημία του οφειλέτη, η οποία δεν συμπίπτει αναγκαίως με τον πλουτισμό, αλλά μπορεί να έχει ευρύτερο περιεχόμενο. Στην προκειμένη υπόθεση, το Εφετείο έκρινε ότι κατά της συζήτηση της ένδικης ανακοπής, στις 11-1-2001, είχε εκλείψει το έννομο συμφέρον της ανακόπτουσας για εκδίκαση της από 4-7-2005 ανακοπής της κατά της από 30-6-2005 επιταγής προς εκτέλεση της υπ’ αριθ. 6380/2005 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε αυτή να καταβάλει στην καθής η ανακοπή το ποσό των 466.144,07 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Και τούτο, διότι μετά την άσκηση της ανακοπής η επισπεύδουσα καθής η ανακοπή, με δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, παραιτήθηκε από την επιταγή, η οποία θεωρείται ότι ουδέποτε έλαβε χώρα, η διαταγή δε πληρωμής με βάση την οποία έγινε η εκτέλεση ακυρώθηκε αμετάκλητα. Το γεγονός (δέχεται το Εφετείο) ότι η ανακόπτουσα συμμορφώθηκε με την επιταγή και ικανοποίησε πλήρως τη δανείστρια δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον της για συζήτηση της ανακοπής και έκδοση απόφασης, καθόσον η ανακόπτουσα μπορεί να αναζητήσει τα καταβληθέντα με αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή με αγωγή από τα άρθρα 914 επ. Α.Κ., χωρίς την ανάγκη προηγούμενης ακυρώσεως της επιταγής. Με βάση τις σκέψεις αυτές το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση της ανακόπτουσας κατά της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία είχε απορρίψει ως απαράδεκτη για τον ίδιο λόγο την ανακοπή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 68, 933 παρ.1, 940 αριθ. 3 ΚΠολΔ, κατά τους βάσιμους από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ πρώτο και δεύτερο λόγους του αναιρετηρίου, δεδομένου ότι, υπό τις παραδοχές του Εφετείου ότι η ανακόπτουσα μετά την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση κατέβαλε στην καθής η ανακοπή το επιτασσόμενο ποσό σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής της, δεν υφίστατο δικονομικό στάδιο παραίτησης από την επιταγή και η ανακόπτουσα εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον για τη συζήτηση της ανακοπής της και την έκδοση αποφάσεως.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που απέρριψε την έφεση για έλλειψη εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσης-αναιρεσείουσας, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οπίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα, αφού η αναίρεσή της γίνεται δεκτή (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 3031/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Νοεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Μαρτίου 2015.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ