H πολυετής διαμάχη για τις γενετικώς τροποποιημένες καλλιέργειες βασίστηκε επί χρόνια σε πιθανούς φόβους ότι η κατανάλωσή τους δεν είναι ασφαλής για τη δημόσια υγεία.
Ωστόσο, έρευνα που διενεργήθηκε από την εφημερίδα The New York Times καταλήγει σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Η γενετική τροποποίηση, τεχνική ευρέως διαδεδομένη τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον Καναδά, δεν έχει αυξήσει την αποδοτικότητα των καλλιεργειών ούτε έχει συμβάλει στη μείωση της χρήσης των χημικών φυτοφαρμάκων. Η αλήθεια είναι ότι εξαρχής ο στόχος των γενετικώς τροποποιημένων ήταν διττός: καθιστώντας τις καλλιέργειες ανθεκτικές στα εντομοκτόνα, δημιουργούνται προϊόντα που μπορούν εύκολα να προστατευθούν μόνα τους, με παράλληλη μείωση της εντατικής χρήσης των φυτοφαρμάκων.
Πριν από είκοσι χρόνια, η Ε.Ε. είχε απορρίψει ομοφώνως τις γενετικώς τροποποιημένες ουσίες, την ίδια ώρα που οι ΗΠΑ και ο Καναδάς τις υποδέχονταν με ανοιχτές αγκάλες. Η έρευνα της εφημερίδας The Times, που διεξήχθη με βάση στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, απέδειξε ότι πράγματι οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς δεν σημείωσαν αύξηση στην αποδοτικότητα των καλλιεργειών τους, σε σύγκριση με ισχυρές αγροτικές δυνάμεις της δυτικής Ευρώπης, όπως η Γαλλία και η Γερμανία.
Εντούτοις, πρόσφατη έρευνα της Εθνικής Ακαδημίας της Επιστήμης αναφέρει ότι ήταν λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η εισαγωγή γενετικώς μεταλλαγμένων σπόρων στις ΗΠΑ απέφερε έσοδα περισσότερα από εκείνα των συμβατικών καλλιεργειών. Επιπλέον, η χρήση των φυτοφαρμάκων έχει αυξηθεί στις ΗΠΑ, ακόμη και αν σπόροι όπως το καλαμπόκι, η σόγια και το βαμβάκι έχουν μετατραπεί σε μεταλλαγμένες ποικιλίες. Οσον αφορά, λοιπόν, τα επίπεδα μείωσης της χρήσης εντομοκτόνων και φυτοφαρμάκων, οι ΗΠΑ φαίνεται να ακολουθούν τη «βασίλισσα» της αγροτικής παραγωγής, Γαλλία. Σύμφωνα με στοιχεία της United States Geological Survey, με την άφιξη των γενετικώς μεταλλαγμένων φυτών σε καλλιέργειες καλαμποκιού, σόγιας και βαμβακιού, η χρήση τοξικών ουσιών για την εξόντωση εντόμων και μυκήτων έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό. Αντιθέτως, η χρήση αντίστοιχων ουσιών για την εξόντωση της ανεπιθύμητης χλωρίδας έχουν αυξηθεί 21%. Στη Γαλλία, τα μυκητοκτόνα και τα εντομοκτόνα αποκλείονται εν μέρει από τις διαδικασίες καλλιέργειας, δεδομένου ότι η χρήση τους έχει μειωθεί κατά 65%, ενώ εκείνη των φυτοφαρμάκων κατά 36%.
Τα γενετικώς τροποποιημένα φυτά υπήρξαν ανέκαθεν μήλον της Εριδος μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Τα τελευταία χρόνια, το κίνημα March Against Monsanto, το οποίο τάσσεται ενάντια στην πολιτική των γενετικώς τροποποιημένων ουσιών που προωθεί η αμερικανική εταιρεία Monsanto, συγκεντρώνει χιλιάδες διαδηλωτές στο Παρίσι και στη Βασιλεία της Ελβετίας. Βέβαια, η εν λόγω εταιρεία, όπως και η ελβετική Syngenta, παγκόσμια ηγέτις στην παραγωγή φυτοφαρμάκων, είναι αρμόδιες για την παραγωγή γενετικώς μεταλλαγμένων φυτών και για την πώληση χημικών ουσιών. Υψηλόβαθμο στέλεχος της Monsanto εκφράζει την άποψη πως η βιοτεχνολογία έχει αυξήσει σε τεράστιο βαθμό την απόδοση των καλλιεργειών.
Η έρευνα της εφημερίδας The Times σημειώνει ότι τα μεταλλαγμένα φυτά μπορούν κάποιες φορές να αποδειχθούν αποτελεσματικά. Επιστημονικά δεδομένα του ερευνητή του Georg-August University Μάτιν Καΐμ αποδεικνύουν ότι θετικά αποτελέσματα εμφανίστηκαν κυρίως σε ποικιλίες ανθεκτικές στα έντομα σε αναπτυσσόμενες περιοχές όπως η Ινδία, τονίζοντας παράλληλα ότι στην παρούσα φάση τα γενετικώς τροποποιημένα δεν οδηγούν σε αύξηση της παραγωγής των καλλιεργειών. Με αυτά τα δεδομένα, η τεχνολογία των γενετικώς μεταλλαγμένων φυτών δεν κρίνεται για τον ίδιο απαραίτητη για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους.
Η προαναφερθείσα εφημερίδα προχώρησε και σε συλλογή στοιχείων από το United Nations Food and Agriculture Organization, τα οποία συγκρίνουν τα κυριότερα γενετικώς μεταλλαγμένα φυτά των ΗΠΑ και του Καναδά με ποικιλίες που φύονται εντός ευρωπαϊκού εδάφους και κυρίως από τους δύο αγροτικούς κολοσσούς: τη Γερμανία και τη Γαλλία. Οσον αφορά την παραγωγή του ενεργειακού φυτού ελαιοκράμβη, από την οποία παράγεται λάδι, η έρευνα συνέκρινε την απόδοση των καλλιεργειών της δυτικής Ευρώπης με εκείνες του Καναδά, βασικού φορέα παραγωγής του φυτού για τρεις δεκαετίες, συμπεριλαμβανομένης και της περιόδου πριν από την εισαγωγή γενετικώς τροποποιημένων φυτών.
Παρά την εκ προοιμίου αντίθετη στάση της δυτικής Ευρώπης ως προς την παραγωγή γενετικώς μεταλλαγμένων φυτών, οι καλλιέργειές της σε ελαιοκράμβη εξακολουθούν να είναι πιο αποδοτικές από εκείνες του Καναδά. Συνεπώς, η εισαγωγή των γενετικώς μεταλλαγμένων φυτών δεν είχε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα για τις εδαφικές καλλιέργειες του Καναδά, σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας. Ανεπιτυχής από άποψη αποδοτικότητας κρίθηκε και η παραγωγή ζαχαρότευτλου, βασικού συστατικού της ζάχαρης στις ΗΠΑ, παρά την κυριαρχία των γενετικώς μεταλλαγμένων ποικιλιών, όπως καθιερώθηκαν εδώ και μία δεκαετία.
Το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν έχει καταστήσει τη γενετική τροποποίηση-μηχανική ως μία από τις βασικές βιοτεχνολογικές μεθόδους της δεν επιδρά αρνητικά στην πορεία των καλλιεργειών της, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Καντέρμπουρι της Νέας Ζηλανδίας, Τζακ Χέινεμαν.
Ωστόσο, έρευνα που διενεργήθηκε από την εφημερίδα The New York Times καταλήγει σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Η γενετική τροποποίηση, τεχνική ευρέως διαδεδομένη τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον Καναδά, δεν έχει αυξήσει την αποδοτικότητα των καλλιεργειών ούτε έχει συμβάλει στη μείωση της χρήσης των χημικών φυτοφαρμάκων. Η αλήθεια είναι ότι εξαρχής ο στόχος των γενετικώς τροποποιημένων ήταν διττός: καθιστώντας τις καλλιέργειες ανθεκτικές στα εντομοκτόνα, δημιουργούνται προϊόντα που μπορούν εύκολα να προστατευθούν μόνα τους, με παράλληλη μείωση της εντατικής χρήσης των φυτοφαρμάκων.
Πριν από είκοσι χρόνια, η Ε.Ε. είχε απορρίψει ομοφώνως τις γενετικώς τροποποιημένες ουσίες, την ίδια ώρα που οι ΗΠΑ και ο Καναδάς τις υποδέχονταν με ανοιχτές αγκάλες. Η έρευνα της εφημερίδας The Times, που διεξήχθη με βάση στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, απέδειξε ότι πράγματι οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς δεν σημείωσαν αύξηση στην αποδοτικότητα των καλλιεργειών τους, σε σύγκριση με ισχυρές αγροτικές δυνάμεις της δυτικής Ευρώπης, όπως η Γαλλία και η Γερμανία.
Εντούτοις, πρόσφατη έρευνα της Εθνικής Ακαδημίας της Επιστήμης αναφέρει ότι ήταν λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η εισαγωγή γενετικώς μεταλλαγμένων σπόρων στις ΗΠΑ απέφερε έσοδα περισσότερα από εκείνα των συμβατικών καλλιεργειών. Επιπλέον, η χρήση των φυτοφαρμάκων έχει αυξηθεί στις ΗΠΑ, ακόμη και αν σπόροι όπως το καλαμπόκι, η σόγια και το βαμβάκι έχουν μετατραπεί σε μεταλλαγμένες ποικιλίες. Οσον αφορά, λοιπόν, τα επίπεδα μείωσης της χρήσης εντομοκτόνων και φυτοφαρμάκων, οι ΗΠΑ φαίνεται να ακολουθούν τη «βασίλισσα» της αγροτικής παραγωγής, Γαλλία. Σύμφωνα με στοιχεία της United States Geological Survey, με την άφιξη των γενετικώς μεταλλαγμένων φυτών σε καλλιέργειες καλαμποκιού, σόγιας και βαμβακιού, η χρήση τοξικών ουσιών για την εξόντωση εντόμων και μυκήτων έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό. Αντιθέτως, η χρήση αντίστοιχων ουσιών για την εξόντωση της ανεπιθύμητης χλωρίδας έχουν αυξηθεί 21%. Στη Γαλλία, τα μυκητοκτόνα και τα εντομοκτόνα αποκλείονται εν μέρει από τις διαδικασίες καλλιέργειας, δεδομένου ότι η χρήση τους έχει μειωθεί κατά 65%, ενώ εκείνη των φυτοφαρμάκων κατά 36%.
Τα γενετικώς τροποποιημένα φυτά υπήρξαν ανέκαθεν μήλον της Εριδος μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Τα τελευταία χρόνια, το κίνημα March Against Monsanto, το οποίο τάσσεται ενάντια στην πολιτική των γενετικώς τροποποιημένων ουσιών που προωθεί η αμερικανική εταιρεία Monsanto, συγκεντρώνει χιλιάδες διαδηλωτές στο Παρίσι και στη Βασιλεία της Ελβετίας. Βέβαια, η εν λόγω εταιρεία, όπως και η ελβετική Syngenta, παγκόσμια ηγέτις στην παραγωγή φυτοφαρμάκων, είναι αρμόδιες για την παραγωγή γενετικώς μεταλλαγμένων φυτών και για την πώληση χημικών ουσιών. Υψηλόβαθμο στέλεχος της Monsanto εκφράζει την άποψη πως η βιοτεχνολογία έχει αυξήσει σε τεράστιο βαθμό την απόδοση των καλλιεργειών.
Η έρευνα της εφημερίδας The Times σημειώνει ότι τα μεταλλαγμένα φυτά μπορούν κάποιες φορές να αποδειχθούν αποτελεσματικά. Επιστημονικά δεδομένα του ερευνητή του Georg-August University Μάτιν Καΐμ αποδεικνύουν ότι θετικά αποτελέσματα εμφανίστηκαν κυρίως σε ποικιλίες ανθεκτικές στα έντομα σε αναπτυσσόμενες περιοχές όπως η Ινδία, τονίζοντας παράλληλα ότι στην παρούσα φάση τα γενετικώς τροποποιημένα δεν οδηγούν σε αύξηση της παραγωγής των καλλιεργειών. Με αυτά τα δεδομένα, η τεχνολογία των γενετικώς μεταλλαγμένων φυτών δεν κρίνεται για τον ίδιο απαραίτητη για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους.
Η προαναφερθείσα εφημερίδα προχώρησε και σε συλλογή στοιχείων από το United Nations Food and Agriculture Organization, τα οποία συγκρίνουν τα κυριότερα γενετικώς μεταλλαγμένα φυτά των ΗΠΑ και του Καναδά με ποικιλίες που φύονται εντός ευρωπαϊκού εδάφους και κυρίως από τους δύο αγροτικούς κολοσσούς: τη Γερμανία και τη Γαλλία. Οσον αφορά την παραγωγή του ενεργειακού φυτού ελαιοκράμβη, από την οποία παράγεται λάδι, η έρευνα συνέκρινε την απόδοση των καλλιεργειών της δυτικής Ευρώπης με εκείνες του Καναδά, βασικού φορέα παραγωγής του φυτού για τρεις δεκαετίες, συμπεριλαμβανομένης και της περιόδου πριν από την εισαγωγή γενετικώς τροποποιημένων φυτών.
Παρά την εκ προοιμίου αντίθετη στάση της δυτικής Ευρώπης ως προς την παραγωγή γενετικώς μεταλλαγμένων φυτών, οι καλλιέργειές της σε ελαιοκράμβη εξακολουθούν να είναι πιο αποδοτικές από εκείνες του Καναδά. Συνεπώς, η εισαγωγή των γενετικώς μεταλλαγμένων φυτών δεν είχε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα για τις εδαφικές καλλιέργειες του Καναδά, σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας. Ανεπιτυχής από άποψη αποδοτικότητας κρίθηκε και η παραγωγή ζαχαρότευτλου, βασικού συστατικού της ζάχαρης στις ΗΠΑ, παρά την κυριαρχία των γενετικώς μεταλλαγμένων ποικιλιών, όπως καθιερώθηκαν εδώ και μία δεκαετία.
Το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν έχει καταστήσει τη γενετική τροποποίηση-μηχανική ως μία από τις βασικές βιοτεχνολογικές μεθόδους της δεν επιδρά αρνητικά στην πορεία των καλλιεργειών της, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Καντέρμπουρι της Νέας Ζηλανδίας, Τζακ Χέινεμαν.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ