Ζώντας στην πιο σεισμογόνο χώρα της Ευρώπης, η εμφάνιση του Εγκέλαδου σε κοντινές περιοχές (όπως το τελευταίο διάστημα στην Ιταλία) είναι λογικό να προκαλεί ανησυχίες και ερωτήματα για την αντισεισμική προστασία και προετοιμασία μας. «Η Ελλάδα καλύπτει πολύ υψηλά επίπεδα ασφάλειας όσον
αφορά την αντισεισμική οχύρωση των κτιρίων. Διαθέτουμε και υλοποιούμε πολύ ισχυρούς αντισεισμικούς κανονισμούς», υπογραμμίζει στην «Κ» ο κ. Ευθύμιος Λέκκας, πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) και καθηγητής Γεωλογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η αυστηροποίηση των αντισεισμικών κανονισμών έγινε στην Ελλάδα σε δύο μεγάλα κύματα: το πρώτο υλοποιήθηκε στα κτίρια που ανεγέρθηκαν μετά το 1985 (όταν αντικαταστάθηκε ο αντισεισμικός κανονισμός του 1959), μετά τους δύο μεγάλους σεισμούς σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Το δεύτερο εφαρμόστηκε μετά το 2000, όταν οι ήδη αυστηροί αντισεισμικοί κανονισμοί ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο. Βεβαίως, υπάρχουν πάρα πολλά κτίρια με ηλικία μεγαλύτερη των τριών δεκαετιών, που δεν χτίστηκαν με βάση τους σύγχρονους κανονισμούς, χωρίς βέβαια να σημαίνει πως είναι ευάλωτα στις σεισμικές δονήσεις.
Πολλά από τα παλαιότερα κτίρια στεγάζουν δημόσιες υπηρεσίες και είναι χώροι συνάθροισης πολλών ατόμων, από σχολεία και νοσοκομεία μέχρι υπουργεία. «Από το 2001 βρίσκεται σε εξέλιξη μεγάλο πρόγραμμα ελέγχου των δημόσιων κτιρίων, με βάση οδηγίες του ΟΑΣΠ, το οποίο κινείται, όχι βέβαια με τον απαραίτητο ρυθμό. Οταν κάποια σεισμική δόνηση γίνεται αισθητή, τότε τρέχουμε περισσότερο, όπως έγινε στην περίπτωση της Κεφαλονιάς», λέει ο κ. Λέκκας. Συνολικά, πρέπει να ελεγχθούν 88.000 κτίρια, αλλά μέχρι σήμερα έχουν εξεταστεί μόνο 15.000. «Παρότι ο αριθμός είναι σχετικά μικρός, πρέπει να γνωρίζουμε πως αυτά τα πρώτα 15.000 κτίρια έχουν επιλεγεί με κριτήριο το γεγονός πως φιλοξενούν δραστηριότητες με πολύ κόσμο», διευκρινίζει ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ.
Καθημερινό φαινόμενο
Στην αίθουσα παρακολούθησης του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου υπάρχει μια οθόνη με ψηφιακό χάρτη της Ελλάδας, όπου εμφανίζονται αμέσως οι σεισμικές δονήσεις του ελλαδικού χώρου. Κάθε ημέρα ανάβουν πάνω στον χάρτη δεκάδες σημεία, που αποτυπώνουν μικρότερους ή μεγαλύτερους σεισμούς. Πολλοί απ’ αυτούς εκδηλώνονται στη θάλασσα, εκτονώνοντας την ενέργειά τους μακριά από κατοικημένες περιοχές. «Στατιστικά, στην Ελλάδα εκδηλώνεται ένας σεισμός άνω των 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ το έτος, 10-11 άνω των 5,5 Ρίχτερ και 50 άνω των 5 Ρίχτερ. Βεβαίως, για να υπολογίσουμε την επικινδυνότητα ενός σεισμού δεν αρκεί μόνο το μέγεθος, αλλά πλήθος άλλων παραγόντων, όπως το επίκεντρο, το εστιακό βάθος, η κατεύθυνση των σεισμικών κυμάτων κ.λπ.», σημειώνει ο κ. Λέκκας. «Στην Ελλάδα είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε σεισμό της τάξης των 6 έως 6,5 βαθμών Ρίχτερ, πάντα σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του. Σε περίπτωση πιο ισχυρού σεισμού, θα χρειαστούμε βοήθεια από το εξωτερικό», αναφέρει ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ.
Οσον αφορά το ζήτημα της σχέσης των ελληνικών ρηγμάτων με τη σεισμική έξαρση της Ιταλίας, το σύνολο των σεισμολόγων της χώρας ομονοούν στην εκτίμηση πως δεν υπάρχει περίπτωση επηρεασμού. «Δεν υπάρχει καμία σεισμική συσχέτιση Ελλάδας – Ιταλίας. Παρότι γεωγραφικά οι δύο χώρες είναι πολύ κοντινές, το σεισμικό πλαίσιο είναι τελείως διαφορετικό. Δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει μετάδοση της σεισμικής δραστηριότητας», ξεκαθαρίζει με έμφαση ο κ. Λέκκας.
Στην Ιταλία
Οι πιο ανήσυχες σεισμικά περιοχές της Ιταλίας είναι στην οροσειρά των Απεννίνων, ενώ οι παραλιακές ζώνες είναι πιο ήσυχες. Ιστορικά η Ιταλία έχει σημαντική σεισμική δραστηριότητα. Το γεγονός πως κατέρρευσαν αρκετά σπίτια στην Ιταλία έχει να κάνει, σύμφωνα με την άποψη του κ. Λέκκα, με το ότι τα κτίρια αυτά είναι πολύ παλιά, ακόμα και αιώνων. «Πρόκειται για αγροτικές, ορεινές περιοχές, με οικοδομές πολύ παλιές. Εχουν αντέξει πολλούς σεισμούς, αλλά σιγά σιγά διαβρώθηκαν από το πέρασμα του χρόνου, ενώ και η φροντίδα τους προφανώς δεν ήταν η κατάλληλη».
Ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ μιλάει με πολύ καλά λόγια για την κινητοποίηση του μηχανισμού προστασίας της Ιταλίας, κυρίως για την επάρκεια και την εκπαίδευση του προσωπικού, αλλά και το πλήθος των μέσων που κινητοποιήθηκαν. Σημειώνει, επίσης, πως η αποφυγή ανθρώπινων απωλειών, παρότι γκρεμίστηκαν αρκετές κατοικίες, οφείλεται στο ότι εκκενώθηκε μια μεγάλη περιοχή, σχεδόν ίση σε έκταση με τη μισή Πελοπόννησο, αν και προφανώς πολύ πιο αραιοκατοικημένη. Στην Ελλάδα δεν έχει εφαρμοστεί ένα τέτοιο μέτρο, που βεβαίως έχει πολλές δυσκολίες.
«Κουνιέται» ακόμη η Κεντρική Ιταλία
«Κουνιέται» ακόμη η Κεντρική Ιταλία
Στους ρυθμούς του Εγκέλαδου χορεύει για τα καλά η Κεντρική Ιταλία, με ακόμα έναν ισχυρό σεισμό, 5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, να πλήττει τα ξημερώματα της Πέμπτης την ίδια περιοχή που δονήθηκε από τους σεισμούς της περασμένης εβδομάδας. Το εστιακό βάθος του τελευταίου σεισμού, το επίκεντρο του οποίου εντοπίστηκε 51 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Περούτζια, ήταν πολύ μικρό και δεν ξεπερνούσε τα δέκα χιλιόμετρα, χαρακτηριστικό που κάνει τη σεισμική δόνηση πιο καταστροφική, ιδιαίτερα μετά την έντονη σεισμική ακολουθία της περασμένης εβδομάδας, η οποία έχει καταστήσει τα κτίρια, και ειδικότερα τα παλαιότερα, πολύ ευάλωτα. Ακόμα δύο σεισμικές δονήσεις 5,5 και 6,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ έπληξαν την περιοχή την περασμένη εβδομάδα, ενώ την Κυριακή καταγράφηκε ένας ισχυρότατος σεισμός 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ που μετέτρεψε σε σωρούς από χαλάσματα τα παμπάλαια ιστορικά κέντρα των πόλεων της περιοχής και κατέστρεψε ιστορικά μνημεία. Οι περιοχές που έχουν επηρεαστεί περισσότερο είναι η Ούμπρια, η Μάρκε και κάποιες αγροτικές περιοχές του Λάτσιο.
Ομως οι ισχυροί σεισμοί του τελευταίου διαστήματος έχουν γεμίσει με φόβο και τους κατοίκους της Ρώμης. Ηδη έχουν προκληθεί ρωγμές σε ιστορικά μνημεία όπως το Κολοσσαίο και το Ρωμαϊκό Φόρουμ, ενώ εκφράζεται έντονη ανησυχία μήπως «ξυπνήσει» ένα ηφαίστειο που βρίσκεται σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από την ιταλική πρωτεύουσα.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη