πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Ο Τζον Μπίλμπαουερ (Πανεπιστήμιο Οξφόρδης) επισημαίνει ότι η ασκούμενη πολιτική μπορεί «να είναι αντιπαραγωγική για τις χώρες του πυρήνα, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, όπου οι υψηλές τιμές των κατοικιών οδηγούν σε μείωση των καταναλωτικών δαπανών».
Στην ερώτηση αν η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ καλύπτει τα διαρθρωτικά προβλήματα, δεν υπάρχει ευρεία συμφωνία. Συμφωνεί με την άποψη των Πέντε Σοφών το 44% και διαφωνεί το 47%, ενώ οι υπόλοιποι δεν εκφράζουν άποψη.
Ο Μάρτεν Ραβν (Πανεπιστημιακό Κολέγιο Λονδίνου) τονίζει ότι η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις «διαρθρωτικές πολιτικές που είναι απαραίτητες για να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα οικονομιών με υπερβολικά υψηλή ανεργία νέων και μεγάλη ανισότητα». Σύμφωνα με τον Τσαρλς Μπιν (Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου), «τα διαρθρωτικά προβλήματα δεν συγκαλύπτονται, είναι απολύτως εμφανή, αλλά σίγουρα το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων διευκολύνει τις κυβερνήσεις να μην τα αντιμετωπίσουν». Το θέμα στο οποίο επικρατεί πλήρης διάσταση απόψεων είναι αν η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ μειώνει ή αυξάνει τις πιθανότητες να εφαρμοσθούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οσοι πιστεύουν ότι τις αυξάνει επισημαίνουν πως η αναπτυξιακή νομισματική πολιτική δίνει ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα, δημιουργώντας ευνοϊκότερες συνθήκες για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό υποστηρίζει ο Τζον Ντρίφιλκ (Πανεπιστήμιο Μπίρκμπεκ, Λονδίνο), που λέει ότι «είναι ευκολότερο να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις όταν η ανεργία είναι χαμηλή και η ανάπτυξη ισχυρή, καθώς οι μεταρρυθμίσεις επιφέρουν αρχικά αύξηση της ανεργίας και εν συνεχεία τη μειώνουν». Οσοι υποστηρίζουν πως η χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ καθυστερεί τις μεταρρυθμίσεις επισημαίνουν ότι μειώνει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και δεν πιέζονται οι κυβερνήσεις να εφαρμόσουν πολιτικές που θα διασφαλίσουν τη χρηματοδότηση του κράτους.
Έντυπη