Θύελλα αλλαγών στη διοικητική δικαιοσύνη επέρχεται με το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τα «μέτρα επιτάχυνσης και εξορθολογισμού της
διοικητικής δίκης», το οποίο έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση και πρόκειται το προσεχές διάστημα να προωθηθεί προς ψήφιση στη Βουλή.
Μεταξύ των πολλών αλλαγών που προωθούνται είναι και αυτή που αφορά τις επαναλήψεις των δικών στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά και την εισαγωγή του θεσμού της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης των διοικητικών διαφορών.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 3 του επίμαχου νομοσχεδίου προβλέπει επανάληψη των δικών στο ΣτΕ σε περιπτώσεις δικαίωσης των πολιτών από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο σχέδιο νόμου αναφέρεται πως «δικαστική απόφαση, για την οποία κρίθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος που αφορά τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της σύμβασης, υπόκειται σε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστικού σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας που την εξέδωσε».
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 3 του επίμαχου νομοσχεδίου προβλέπει επανάληψη των δικών στο ΣτΕ σε περιπτώσεις δικαίωσης των πολιτών από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο σχέδιο νόμου αναφέρεται πως «δικαστική απόφαση, για την οποία κρίθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος που αφορά τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της σύμβασης, υπόκειται σε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστικού σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας που την εξέδωσε».
Δεσμευτικές οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων
Ακόμη μία σημαντική αλλαγή που προωθείται είναι αυτή που αφορά στο γεγονός ότι οι διοικητικές δίκες θα δεσμεύονται πλέον από τις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων. Κι αυτό διότι το άρθρο 4 του νομοσχεδίου προβλέπει:
«Τα Διοικητικά Δικαστήρια δεσμεύονται από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη. Δεσμεύονται επίσης από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις ή τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης».
Ακόμη μία σημαντική αλλαγή που προωθείται είναι αυτή που αφορά στο γεγονός ότι οι διοικητικές δίκες θα δεσμεύονται πλέον από τις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων. Κι αυτό διότι το άρθρο 4 του νομοσχεδίου προβλέπει:
«Τα Διοικητικά Δικαστήρια δεσμεύονται από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη. Δεσμεύονται επίσης από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις ή τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης».
Ενδοδικαστική συμβιβαστική επίλυση διαφορών
Το υπουργείο Δικαιοσύνης προωθεί, παράλληλα, τον θεσμό της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών από απαιτήσεις διοικητικών συμβάσεων στα Διοικητικά Δικαστήρια. Αναλυτικότερα, μετά το άρθρο 126Α στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται νέο άρθρο 126Β («Ενδοδικαστική συμβιβαστική επίλυση σε συμβούλιο των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από διοικητικές συμβάσεις») που έχει ως εξής:
Οι διαφορές από αγωγές για απαιτήσεις από την εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων αρμοδιότητας των διοικητικών εφετείων, υπόκεινται στη διαδικασία ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης σε συμβούλιο, σύμφωνα με τους όρους των επόμενων παραγράφων.
Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτόν δικαστής, αμέσως μετά την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, ορίζει με πράξη του επ’ αυτού το αρμόδιο τμήμα για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς. Ο πρόεδρος του οικείου τμήματος ορίζει εισηγητή δικαστή με πράξη του, η οποία κοινοποιείται στους διαδίκους. Εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση, οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να προσκομίσουν στη γραμματεία του δικαστηρίου όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επίλυση της διαφοράς.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης προωθεί, παράλληλα, τον θεσμό της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών από απαιτήσεις διοικητικών συμβάσεων στα Διοικητικά Δικαστήρια. Αναλυτικότερα, μετά το άρθρο 126Α στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται νέο άρθρο 126Β («Ενδοδικαστική συμβιβαστική επίλυση σε συμβούλιο των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από διοικητικές συμβάσεις») που έχει ως εξής:
Οι διαφορές από αγωγές για απαιτήσεις από την εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων αρμοδιότητας των διοικητικών εφετείων, υπόκεινται στη διαδικασία ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης σε συμβούλιο, σύμφωνα με τους όρους των επόμενων παραγράφων.
Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτόν δικαστής, αμέσως μετά την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, ορίζει με πράξη του επ’ αυτού το αρμόδιο τμήμα για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς. Ο πρόεδρος του οικείου τμήματος ορίζει εισηγητή δικαστή με πράξη του, η οποία κοινοποιείται στους διαδίκους. Εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση, οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να προσκομίσουν στη γραμματεία του δικαστηρίου όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επίλυση της διαφοράς.
Ο εισηγητής επιμελείται τη συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων από τους διαδίκους, από τους οποίους μπορεί να ζητά, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων, και οργανώνει την επικοινωνία με αυτούς προς τον σκοπό επίλυσης της διαφοράς.
Προς τούτο οι διάδικοι καλούνται σε κοινή συνάντηση από τον εισηγητή σε ημερομηνία που ορίζεται από τον ίδιο. Μετά την ολοκλήρωση της ως άνω διαδικασίας, η υπόθεση εισάγεται στο συμβούλιο και συντάσσεται πρακτικό, το οποίο περιέχει τις δηλώσεις των διαδίκων και την απόφαση του συμβουλίου, με την οποία επιλύεται η διαφορά ή διαπιστώνεται η μη επίτευξη της ενδοδικαστικής επίλυσής της.
Η απόφαση ενδοδικαστικής επίλυσης, η οποία περιέχει το ύψος της απαίτησης χωρίς παράθεση του πραγματικού, το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας και τον προσδιορισμό του επιτοκίου, έχει τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και συνιστά εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 199 του παρόντος Κώδικα.
Αυξημένη δικαστική δαπάνη για τα «υπέρβαρα» δικόγραφα
Αίσθηση, πάντως, έχει προκαλέσει το γεγονός πως το νομοσχέδιο προβλέπει «κανόνες δίαιτας» στα δικόγραφα και σε περίπτωση που είναι υπέρβαρα από άποψη σελίδων θα επιβάλλεται αυξημένη δικαστική δαπάνη. Ειδικότερα, το άρθρο 1 προβλέπει:
«Στην τρίτη υποπαράγραφο της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύει μετά τις προσθήκες που έγιναν με το άρθρο 41 του Ν. 4055/2012, προστίθενται μετά το προτελευταίο εδάφιο τα εξής: “Η αυξημένη δικαστική δαπάνη του προηγούμενου εδαφίου επιβάλλεται επίσης στον διάδικο που ηττήθηκε, εάν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το δικόγραφό του υπερβαίνει σε έκταση το αναγκαίο μέτρο ενόψει των τιθέμενων με το ένδικο βοήθημα ή μέσο ζητημάτων”».
Η Άποψη