Μικρά περιθώρια για νομοθετικούς ελιγμούς και διευθετήσεις αφήνει στην κυβέρνηση η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, που έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες και αναγνώρισε ότι μόνον το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο –κατά το Σύνταγμα– είναι αρμόδιο να αδειοδοτήσει τα κανάλια.
Νομικές και δικαστικές πηγές τόνιζαν πως από την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου προκύπτει ότι τα πανελλαδικής εμβέλειας τηλεοπτικά δίκτυα που εκπέμπουν έως σήμερα έχουν προσωρινή άδεια λειτουργίας και δεν χρειάζεται ούτε μπορεί να τους δοθεί άλλη με νόμο. Και τούτο το θεμελιώναν στο ότι το ΣτΕ με την απόφασή του έκανε δεκτές τις προσφυγές τους και τους αναγνώρισε έννομο συμφέρον για την τύχη του νόμου, αποδεχόμενο έτσι ότι έχουν άδεια προσωρινής λειτουργίας, κάτι που δεν είχε κάνει το 2010 για τα περιφερειακά κανάλια. Τότε το ΣτΕ είχε κρίνει ότι οι εν λόγω τηλεοπτικοί σταθμοί δεν έχουν άδεια –η προσφυγή είχε γίνει από το τηλεοπτικό δίκτυο Αθήνα ΤV– και εξ αυτού είχε απορρίψει την προσφυγή, αλλά είχε αποφανθεί επιπλέον ότι το γεγονός πως αενάως είχε παραταθεί η λειτουργία τους συνιστούσε παράβαση του Συντάγματος. Παράλληλα, οι ίδιες πηγές προσέθεταν πως η απόφαση περί αντισυνταγματικότητας του νόμου της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά το σκέλος των αρμοδιοτήτων αδειοδότησης που είχε ανατεθεί στον υπουργό –κατά παράκαμψη του ΕΣΡ– είναι ξεκάθαρη.
Αναθέτει την αρμοδιότητα ρυθμίσεως του τηλεοπτικού τοπίου στο ΕΣΡ και ως εκ τούτου, επισήμαναν, δεν επιτρέπει σε κάποιον άλλον, πλην αυτού, να χορηγήσει προσωρινές άδειες στα κανάλια.
Το γεγονός, άλλωστε, πως η διαγωνιστική διαδικασία που στηρίχθηκε στον αντισυνταγματικό νόμο και ως εκ τούτου κατέρρευσε από τη δικαστική απόφαση, καθιστώντας τις άδειες που χορηγήθηκαν άνευ αξίας, οδηγεί, όπως τόνιζαν νομικές πηγές, στην παραδοχή πως είναι εξαιρετικά προβληματικό το ενδεχόμενο με νόμο να δοθεί προσωρινή άδεια σε κάποιον εκ των υπερθεματιστών του πρόσφατου διαγωνισμού, ο οποίος όμως δεν διαθέτει κανάλι, άρα δεν είχε –και δεν έχει πλέον– άδεια λειτουργίας, μιας και αυτή που έλαβε έχει ήδη ακυρωθεί. Τα σύνθετα προβλήματα που δημιουργούνται μετά την απόφαση του ΣτΕ και μέχρις ότου συγκροτηθεί ΕΣΡ εκτιμάται ότι μπορεί να προκαλέσουν νέο κύκλο δικαστικών εκκρεμοτήτων και νέες προσφυγές ενδιαφερομένων στο ΣτΕ ή σε άλλους δικαστικούς σχηματισμούς. Πάντως, οι ίδιες πηγές εκτιμούσαν πως η αναστολή του νόμου σε ό,τι αφορά τις αρμοδιότητες του υπουργού, που θα περάσουν στο ΕΣΡ, και όχι η κατάργησή του, σχετίζεται με την αναμονή του σκεπτικού της απόφασης του ΣτΕ, που εκτιμάται ότι θα δημοσιοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν.
Σε ό,τι αφορά τις δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων και δημοσιεύματα περί παράνομης απόφασης και διαρροής της από μέλη του δικαστικού σχηματισμού που έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο, δικαστικές πηγές απέκρουαν τους ισχυρισμούς αυτούς ως παντελώς αστήρικτους και σημείωναν με νόημα πως η κυβέρνηση αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης προέβη, μέσω της κυβερνητικής εκπροσώπου, σε σχολιασμό της δικαστικής κρίσης εξαπολύοντας μάλιστα δριμεία επίθεση στο ΣτΕ, διερωτώμενες «παράνομη απόφαση σχολιάσαν;».
Επιπλέον, κατά παγία δημοσιογραφική πρακτική μετά τις διασκέψεις του ΣτΕ –ακόμα και αν τα κρινόμενα θέματα δεν είναι τόσο σημαντικά όσο οι τηλεοπτικές άδειες– το αποτέλεσμα της όποιας δικαστικής κρίσης αποτελεί αντικείμενο δημοσιοποίησης στο σύνολο του Τύπου και ουδέποτε έχει συμβεί να αναμένουν οι δημοσιογράφοι και οι ενδιαφερόμενοι τη δημοσίευση του σκεπτικού της απόφασης για να γνωστοποιήσουν τι αποφάσισε το ΣτΕ.
Νομικές και δικαστικές πηγές τόνιζαν πως από την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου προκύπτει ότι τα πανελλαδικής εμβέλειας τηλεοπτικά δίκτυα που εκπέμπουν έως σήμερα έχουν προσωρινή άδεια λειτουργίας και δεν χρειάζεται ούτε μπορεί να τους δοθεί άλλη με νόμο. Και τούτο το θεμελιώναν στο ότι το ΣτΕ με την απόφασή του έκανε δεκτές τις προσφυγές τους και τους αναγνώρισε έννομο συμφέρον για την τύχη του νόμου, αποδεχόμενο έτσι ότι έχουν άδεια προσωρινής λειτουργίας, κάτι που δεν είχε κάνει το 2010 για τα περιφερειακά κανάλια. Τότε το ΣτΕ είχε κρίνει ότι οι εν λόγω τηλεοπτικοί σταθμοί δεν έχουν άδεια –η προσφυγή είχε γίνει από το τηλεοπτικό δίκτυο Αθήνα ΤV– και εξ αυτού είχε απορρίψει την προσφυγή, αλλά είχε αποφανθεί επιπλέον ότι το γεγονός πως αενάως είχε παραταθεί η λειτουργία τους συνιστούσε παράβαση του Συντάγματος. Παράλληλα, οι ίδιες πηγές προσέθεταν πως η απόφαση περί αντισυνταγματικότητας του νόμου της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά το σκέλος των αρμοδιοτήτων αδειοδότησης που είχε ανατεθεί στον υπουργό –κατά παράκαμψη του ΕΣΡ– είναι ξεκάθαρη.
Αναθέτει την αρμοδιότητα ρυθμίσεως του τηλεοπτικού τοπίου στο ΕΣΡ και ως εκ τούτου, επισήμαναν, δεν επιτρέπει σε κάποιον άλλον, πλην αυτού, να χορηγήσει προσωρινές άδειες στα κανάλια.
Το γεγονός, άλλωστε, πως η διαγωνιστική διαδικασία που στηρίχθηκε στον αντισυνταγματικό νόμο και ως εκ τούτου κατέρρευσε από τη δικαστική απόφαση, καθιστώντας τις άδειες που χορηγήθηκαν άνευ αξίας, οδηγεί, όπως τόνιζαν νομικές πηγές, στην παραδοχή πως είναι εξαιρετικά προβληματικό το ενδεχόμενο με νόμο να δοθεί προσωρινή άδεια σε κάποιον εκ των υπερθεματιστών του πρόσφατου διαγωνισμού, ο οποίος όμως δεν διαθέτει κανάλι, άρα δεν είχε –και δεν έχει πλέον– άδεια λειτουργίας, μιας και αυτή που έλαβε έχει ήδη ακυρωθεί. Τα σύνθετα προβλήματα που δημιουργούνται μετά την απόφαση του ΣτΕ και μέχρις ότου συγκροτηθεί ΕΣΡ εκτιμάται ότι μπορεί να προκαλέσουν νέο κύκλο δικαστικών εκκρεμοτήτων και νέες προσφυγές ενδιαφερομένων στο ΣτΕ ή σε άλλους δικαστικούς σχηματισμούς. Πάντως, οι ίδιες πηγές εκτιμούσαν πως η αναστολή του νόμου σε ό,τι αφορά τις αρμοδιότητες του υπουργού, που θα περάσουν στο ΕΣΡ, και όχι η κατάργησή του, σχετίζεται με την αναμονή του σκεπτικού της απόφασης του ΣτΕ, που εκτιμάται ότι θα δημοσιοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν.
Σε ό,τι αφορά τις δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων και δημοσιεύματα περί παράνομης απόφασης και διαρροής της από μέλη του δικαστικού σχηματισμού που έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο, δικαστικές πηγές απέκρουαν τους ισχυρισμούς αυτούς ως παντελώς αστήρικτους και σημείωναν με νόημα πως η κυβέρνηση αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης προέβη, μέσω της κυβερνητικής εκπροσώπου, σε σχολιασμό της δικαστικής κρίσης εξαπολύοντας μάλιστα δριμεία επίθεση στο ΣτΕ, διερωτώμενες «παράνομη απόφαση σχολιάσαν;».
Επιπλέον, κατά παγία δημοσιογραφική πρακτική μετά τις διασκέψεις του ΣτΕ –ακόμα και αν τα κρινόμενα θέματα δεν είναι τόσο σημαντικά όσο οι τηλεοπτικές άδειες– το αποτέλεσμα της όποιας δικαστικής κρίσης αποτελεί αντικείμενο δημοσιοποίησης στο σύνολο του Τύπου και ουδέποτε έχει συμβεί να αναμένουν οι δημοσιογράφοι και οι ενδιαφερόμενοι τη δημοσίευση του σκεπτικού της απόφασης για να γνωστοποιήσουν τι αποφάσισε το ΣτΕ.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ