Η απαλλαγή των τραπεζικών στελεχών από ποινικές ευθύνες όταν διαγράφουν απαιτήσεις επιχειρήσεων, αλλά και των ευθυνών που αναλαμβάνουν έναντι του Δημοσίου τα στελέχη που διοικούν επιχειρήσεις που είναι υπό αναδιάρθρωση, αποτελούν δύο βασικά κενά στη νομοθεσία, που αποτρέπουν την ταχεία εξυγίανση επιχειρήσεων και την αποτελεσματική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων από την πλευρά των τραπεζών. Αυτό επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία, σημειώνοντας ότι το θέμα των ποινικών ευθυνών λειτουργεί ως ανάχωμα στην εξεύρεση λύσεων διαχείρισης τόσο των τραπεζικών οφειλών όσο και στη διαγραφή απαιτήσεων του Δημοσίου, στον βαθμό που εκπρόσωποί του έχουν συμμετοχή στη λήψη σχετικών αποφάσεων. Εξίσου σημαντικό είναι το θέμα των ευθυνών που αναλαμβάνουν στελέχη όταν διοικούν υπό αναδιάρθρωση σχήματα. Τα στελέχη αυτά αναλαμβάνουν προσωπικά τις εκκρεμείς υποχρεώσεις της επιχείρησης έναντι του Δημοσίου, καθώς και τις ποινικές ή άλλες ευθύνες που συντρέχουν από αυτές, τη στιγμή μάλιστα που οι μέτοχοι που χρεοκόπησαν τις επιχειρήσεις τους παραμένουν στο απυρόβλητο.
Μεταξύ των κενών που υπάρχουν στην υφιστάμενη νομοθεσία, με βάση τις διαπιστώσεις που κάνει ο ΣΕΒ, είναι επίσης το ζήτημα της φορολογικής αντιμετώπισης των επιπτώσεων από τις διαγραφές για τις τράπεζες και τους προμηθευτές, που όπως σημειώνει παραμένει άλυτο, δημιουργώντας επίσης αντικίνητρο στη διαδικασία αποτελεσματικής διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων. Για τις τράπεζες είναι επιβεβλημένο να υπάρξει «η δυνατότητα συμψηφισμού με μελλοντικά κέρδη, η οποία μάλιστα να καλύπτει τυχόν επιπτώσεις που θα έχουν εύλογες διαγραφές στα εποπτικά τους κεφάλαια, για χρονικό διάστημα πέραν των πέντε ετών». Αντίστοιχα, για τους προμηθευτές η πρόβλεψη για τον συμψηφισμό τους με φόρους εισοδήματος, που έχει θεσμοθετηθεί, δεν έχει εφαρμοστεί στην πράξη, καθώς δεν έχει εκδοθεί η σχετική εγκύκλιος. Οι επιπτώσεις από τις ελλείψεις της νομοθεσίας, αλλά και τις στρεβλώσεις που υπάρχουν στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο σε συνδυασμό και με τη μεγάλη εμπλοκή της δικαιοσύνης, ενθαρρύνει και διευκολύνει σύμφωνα με τον ΣΕΒ «τη δημιουργία στρατηγικών κακοπληρωτών, υπονομεύοντας την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς». Η διαχείριση της εξόδου των επιχειρήσεων που έχουν αποτύχει ή αδυνατούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους αποτελεί κρίσιμο συστατικό στοιχείο μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, αφού απελευθερώνει πόρους για τις παραγωγικές δραστηριότητες και ενισχύει τον υγιή ανταγωνισμό, υπογραμμίζει ο ΣΕΒ.
Μεταξύ των θεμάτων που εντοπίζει ο ΣΕΒ και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα για την αποτελεσματική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, που είναι και κλειδί για την επιστροφή στην ανάπτυξη, είναι:
• Η δυνατότητα διαγραφής των οφειλών προς τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα που δεν μπορούν να εισπραχθούν και συζητείται στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης.
• Η έλλειψη συντονισμού και οι αλληλοεπικαλύψεις στη νομοθεσία περί αφερεγγυότητας.
• Η εξαιρετικά μεγάλη εμπλοκή των δικαστηρίων που οδηγεί σε καθυστερήσεις.
• Το υψηλό κόστος μεταβίβασης ακινήτων. Στην εκκρεμότητα του φόρου υπεραξίας προστίθενται ο φόρος μεταβίβασης και τα συναφή έξοδα, το ενεργειακό πιστοποιητικό, η πολεοδομική τακτοποίηση και η ταυτότητα του κτιρίου. Η υψηλή φορολόγηση, σημειώνει ο ΣΕΒ, συμπιέζει τις τιμές των ακινήτων και στερεί τη δυνατότητα να λειτουργήσει η αγορά του sale and lease back.
• Η απουσία λειτουργικού πλαισίου εκκαθάρισης επιχειρήσεων με ταχεία πώλησή τους ως σύνολο ή τμηματικά και με την ευελιξία που θα επιτρέπει τη μεγιστοποίηση της αξίας, χωρίς αυτή να απαξιώνεται από χρονοβόρες διαδικασίες.
• Η έλλειψη συντονισμού των επιμέρους εργαλείων, δηλαδή των προπτωχευτικών και πτωχευτικών μηχανισμών, καθώς και η απουσία ενός δομημένου πλαισίου που θα προσφέρει υπηρεσίες διαμεσολάβησης για όσους το επιζητούν εθελοντικά.
Μεταξύ των κενών που υπάρχουν στην υφιστάμενη νομοθεσία, με βάση τις διαπιστώσεις που κάνει ο ΣΕΒ, είναι επίσης το ζήτημα της φορολογικής αντιμετώπισης των επιπτώσεων από τις διαγραφές για τις τράπεζες και τους προμηθευτές, που όπως σημειώνει παραμένει άλυτο, δημιουργώντας επίσης αντικίνητρο στη διαδικασία αποτελεσματικής διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων. Για τις τράπεζες είναι επιβεβλημένο να υπάρξει «η δυνατότητα συμψηφισμού με μελλοντικά κέρδη, η οποία μάλιστα να καλύπτει τυχόν επιπτώσεις που θα έχουν εύλογες διαγραφές στα εποπτικά τους κεφάλαια, για χρονικό διάστημα πέραν των πέντε ετών». Αντίστοιχα, για τους προμηθευτές η πρόβλεψη για τον συμψηφισμό τους με φόρους εισοδήματος, που έχει θεσμοθετηθεί, δεν έχει εφαρμοστεί στην πράξη, καθώς δεν έχει εκδοθεί η σχετική εγκύκλιος. Οι επιπτώσεις από τις ελλείψεις της νομοθεσίας, αλλά και τις στρεβλώσεις που υπάρχουν στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο σε συνδυασμό και με τη μεγάλη εμπλοκή της δικαιοσύνης, ενθαρρύνει και διευκολύνει σύμφωνα με τον ΣΕΒ «τη δημιουργία στρατηγικών κακοπληρωτών, υπονομεύοντας την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς». Η διαχείριση της εξόδου των επιχειρήσεων που έχουν αποτύχει ή αδυνατούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους αποτελεί κρίσιμο συστατικό στοιχείο μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, αφού απελευθερώνει πόρους για τις παραγωγικές δραστηριότητες και ενισχύει τον υγιή ανταγωνισμό, υπογραμμίζει ο ΣΕΒ.
Μεταξύ των θεμάτων που εντοπίζει ο ΣΕΒ και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα για την αποτελεσματική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, που είναι και κλειδί για την επιστροφή στην ανάπτυξη, είναι:
• Η δυνατότητα διαγραφής των οφειλών προς τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα που δεν μπορούν να εισπραχθούν και συζητείται στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης.
• Η έλλειψη συντονισμού και οι αλληλοεπικαλύψεις στη νομοθεσία περί αφερεγγυότητας.
• Η εξαιρετικά μεγάλη εμπλοκή των δικαστηρίων που οδηγεί σε καθυστερήσεις.
• Το υψηλό κόστος μεταβίβασης ακινήτων. Στην εκκρεμότητα του φόρου υπεραξίας προστίθενται ο φόρος μεταβίβασης και τα συναφή έξοδα, το ενεργειακό πιστοποιητικό, η πολεοδομική τακτοποίηση και η ταυτότητα του κτιρίου. Η υψηλή φορολόγηση, σημειώνει ο ΣΕΒ, συμπιέζει τις τιμές των ακινήτων και στερεί τη δυνατότητα να λειτουργήσει η αγορά του sale and lease back.
• Η απουσία λειτουργικού πλαισίου εκκαθάρισης επιχειρήσεων με ταχεία πώλησή τους ως σύνολο ή τμηματικά και με την ευελιξία που θα επιτρέπει τη μεγιστοποίηση της αξίας, χωρίς αυτή να απαξιώνεται από χρονοβόρες διαδικασίες.
• Η έλλειψη συντονισμού των επιμέρους εργαλείων, δηλαδή των προπτωχευτικών και πτωχευτικών μηχανισμών, καθώς και η απουσία ενός δομημένου πλαισίου που θα προσφέρει υπηρεσίες διαμεσολάβησης για όσους το επιζητούν εθελοντικά.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ