ορίων κεφαλαιακής επάρκειας για τις τράπεζες, αν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά της για χαλαρότερο πλαίσιο. Η αμερικανική πλευρά απάντησε ότι δεν θα κάνει πίσω στην προσπάθειά της να συμφωνηθούν ισχυρότερα στάνταρ για τις τράπεζες.
Η Γερμανία δεν θα αποδεχθεί συμφωνία «με οποιοδήποτε τίμημα», δήλωσε την Τρίτη ο κ. Αντρέας Ντόμπερτ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της γερμανικής κεντρικής τράπεζας. Η πρώτη απαίτηση της γερμανικής κεντρικής τράπεζας είναι να διατηρηθεί το μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο κάθε εμπορική τράπεζα χρησιμοποιεί το δικό της σύστημα για να προσδιορίσει πόσο επικίνδυνες είναι οι χορηγήσεις και οι επενδύσεις στις οποίες έχει προχωρήσει. Με βάση αυτή την εκτίμηση, καθορίζεται το ελάχιστο ύψος κεφαλαίων που πρέπει να έχει κάθε τράπεζα. Η δεύτερη απαίτηση της Γερμανίας είναι να μην καθοριστεί ανώτατο όριο «έκπτωσης» που θα μπορεί να διεκδικήσει κάθε τράπεζα, χρησιμοποιώντας το δικό της εσωτερικό μοντέλο για τον υπολογισμό του ρίσκου και, τελικά, των ελάχιστων κεφαλαίων που θα πρέπει να διαθέτει. Ευρώπη και Ιαπωνία υποστηρίζουν το μοντέλο εσωτερικής εκτίμησης κινδύνου, ενώ οι ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί από τον πολύ πιο απλό δείκτη μόχλευσης (αναλογία μεταξύ κεφαλαίων και συνόλου χορηγήσεων). «Οποιαδήποτε χώρα μπορεί να εγκαταλείψει τα ισχυρότερα πρότυπα. Ωστόσο, έχοντας την εμπειρία της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, είναι ασαφές τι θα επιτύγχανε η εξασθένηση των προτύπων σε σχέση με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη», απάντησε, μέσω του Bloomberg, ο Τόμας Χένιγκ, αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εγγύησης Καταθέσεων και μέλος της επιτροπής Βασιλεία ΙΙΙ.
Η ουσία είναι ότι οι αμερικανικές τράπεζες είναι πολύ πιο καλά κεφαλαιοποιημένες από τις ευρωπαϊκές. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι θέλουν να αποφύγουν την αύξηση του ελάχιστου ορίου κεφαλαιακής επάρκειας εις βάρος της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Έντυπη