Δρ. MARKUS DEMARY
Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ενωση θα έπρεπε να έχει θωρακίσει την Ευρωζώνη από το ξέσπασμα μιας νέας αναταραχής στις αγορές, έπειτα από τις ολέθριες
επιπτώσεις που προκλήθηκαν εξαιτίας της τραπεζικής κρίσης και της κρίσης δημοσίου χρέους. Αυτή την εβδομάδα οι θέσεις των εκπροσώπων της Τραπεζικής Ενωσης εισακούστηκαν στις Βρυξέλλες και επιβεβαιώθηκε ότι πρέπει να γίνει ακόμα αρκετή δουλειά ώστε να υιοθετηθεί ένα αποτελεσματικό καθεστώς για την εξυγίανση των τραπεζών και την προστασία των πιστωτών. Το Ινστιτούτο της Κολωνίας προτείνει να τεθεί ως προτεραιότητα η μείωση του κρατικού χρέους και των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Από την τραπεζική κρίση και την κρίση δημόσιου χρέους έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει αναλάβει την εποπτεία των μεγαλύτερων τραπεζών στην Ευρωζώνη και έχουν τεθεί τα θεμέλια για τη νέα αρχή εξυγίανσης των τραπεζών, με έδρα τις Βρυξέλλες. Ωστόσο οι μεγάλες τράπεζες στην Ευρωζώνη, ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό Νότο, είναι ακόμη επιβαρυμένες με τεράστιο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς τους. Αυτά τα προβληματικά δάνεια αποτιμήθηκαν στα 780 δισ. ευρώ στα τέλη του 2015. Αυτό σημαίνει πως και οι δύο Αρχές συναντούν μεγάλες δυσκολίες για να ολοκληρώσουν τη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου.
Εξακολουθούν, όμως, να υπάρχουν ζητήματα που δεν έχουν διευθετηθεί ακόμη. Πρώτον, οι τράπεζες της Ευρωζώνης αγοράζουν κρατικά ομόλογα, παρά το γεγονός ότι δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί η κρίση χρέους. Δεύτερον, οι τράπεζες δεν παρέχουν πια επαρκή δάνεια σε εταιρείες. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι τα κρατικά ομόλογα ευνοούνται από το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο. Οι τράπεζες μπορούν να τα αγοράζουν χωρίς να χρειάζεται να αντλήσουν πρόσθετα κεφάλαια για την προστασία τους από απώλειες. Αγοράζοντας κρατικά ομόλογα, δηλαδή, οι τράπεζες δεν είναι αναγκασμένες να εξασφαλίσουν και άλλα κεφάλαια για να ανταποκριθούν στα κριτήρια κεφαλαιακής επάρκειας, παρά την κρίση χρέους προ ολίγων ετών. Ωστόσο, εάν τα κρατικά ομόλογα χάσουν μέρος της αξίας τους, θα μειωθεί το υπάρχον μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών. Ετσι δεν θα υπάρχει επαρκές μετοχικό κεφάλαιο για τη χορήγηση επιχειρηματικών δανείων και στη χειρότερη περίπτωση οι τράπεζες κρίνονται αφερέγγυες.
Εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι απαραίτητο να διακοπεί η σύνδεση ανάμεσα στους κινδύνους χρεοκοπίας των τραπεζών και αυτής των κρατών. Οι προσπάθειες μεταρρύθμισης των τραπεζών είναι ακόμη περιορισμένες. Αυτό που χρειάζεται είναι να δρομολογηθούν αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις για την προστασία των πιστωτών στον κρατικό και ιδιωτικό τομέα. Το Ινστιτούτο της Κολωνίας έχει προτείνει ένα πλαίσιο χρεοκοπίας κρατών. Πέραν των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τοποθετήσεις των τραπεζών σε κρατικά ομόλογα, είναι, επίσης, απαραίτητο ένα μορατόριουμ για την εξυπηρέτηση του χρέους. Σε χώρες με αποτελεσματικότερες διαδικασίες χρεοκοπίας, οι τράπεζες έχουν λιγότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στους ισολογισμούς τους. Για παράδειγμα, στη Φινλανδία μόνον το 1,3% των δανείων είναι μη εξυπηρετούμενο, συγκριτικά με το αντίστοιχο 16,1% στην Ιταλία. Από «κόκκινα» δάνεια ενός εκατομμυρίου ευρώ μπορούν να ανακτηθούν 900.000 ευρώ αντί των 640.000 ευρώ στην Ιταλία. Αντί να προσπαθεί η Ευρώπη να επιλύσει πρώτα αυτά τα ζητήματα, τα κράτη-μέλη εργάζονται για τη δημιουργία ενός κοινού συστήματος εγγύησης καταθέσεων. Κάτω από τις τρέχουσες συνθήκες, ωστόσο, αυτό θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη διασπορά των απωλειών. Ενα κοινό σύστημα εγγύησης καταθέσεων δεν θα έπρεπε να εξετάζεται καν από τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης πριν να μειώσουν το χρέος τους και να υιοθετήσουν ένα αποτελεσματικό καθεστώς χρεοκοπίας για τους πιστωτές, είτε είναι κράτη είτε ιδιώτες.
* O δρ Markus Demary είναι συνεργάτης του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Κολωνίας.