Αύξηση του μεριδίου του κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες εκτιμάται ότι είχε το οργανωμένο λιανεμπόριο –δηλαδή οι αλυσίδες– έναντι των μεμονωμένων
επιχειρήσεων, εξέλιξη στην οποία συνέβαλαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων. Τα ταμειακά διαθέσιμα και οι λογαριασμοί στο εξωτερικό που διαθέτουν οι αλυσίδες –πολυεθνικές και μη– καθώς και το γεγονός ότι τα καταστήματά τους διέθεταν προ capital controls μηχανήματα για τη χρήση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών (POS) τους προσέδωσαν ένα ακόμη συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των μεμονωμένων καταστημάτων: μπορούσαν να προμηθευτούν εμπόρευμα και επίσης να εξυπηρετήσουν τους καταναλωτές.
Στην πραγματικότητα, βεβαίως, δεν ήταν η ακραία κατάσταση των capital controls και συνολικά η οικονομική κρίση στην οποία βρίσκεται η εθνική οικονομία αυτή που προκάλεσαν τα προβλήματα στις μικρομεσαίες λιανεμπορικές επιχειρήσεις. Ηταν όμως τα γεγονότα αυτά που έφεραν στην επιφάνεια τις χρόνιες αδυναμίες τους. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ οι ευρωπαϊκές μικρές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου έχουν λόγο προστιθέμενης αξίας προς πωλήσεις αντίστοιχο με αυτό των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (της τάξεως του 18%), το ποσοστό αυτό στις ελληνικές μικρές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου είναι διαχρονικά σημαντικά χαμηλότερο έναντι των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (περίπου 10% το διάστημα 2005-2013 έναντι 18% για τις μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις). Επιπλέον, ενώ η πτώση του ποσοστού προστιθέμενης αξίας στις πωλήσεις λιανικού εμπορίου στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις συνέβη μόνο κατά τη διάρκεια της κρίσης, ο λόγος αυτός στις μικρές λιανεμπορικές επιχειρήσεις ακολουθεί διαχρονικά πτωτική πορεία (από 16% το 2000, σε 12% το 2005, 10% το 2008 και 8% το 2013), υποδηλώνοντας διαρθρωτικές δυσκολίες.
Οι χρόνιες αδυναμίες ήταν αυτές που εμπόδισαν πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν την κρίση επιθετικά. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, μόλις το 22% δηλώνει ότι έχει επενδυτικό σχέδιο ανάπτυξης, μόλις το 21% δημιούργησε και ηλεκτρονικό κατάστημα, ενώ μόλις το 4% αξιοποίησε την πτώση των ενοικίων για να μετεγκατασταθεί σε φθηνότερο ακίνητο.
Ακόμη και αν ο αριθμός τους παραμένει ιδιαιτέρως υψηλός, οι μικρομεσαίες λιανεμπορικές επιχειρήσεις χάνουν σταδιακά τον χαρακτήρα τους ως πηγή απασχόλησης για όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο λόγος; Ο χαμηλός τζίρος που πραγματοποιούν δεν επαρκεί για να καλύψει πλέον τις ανάγκες της οικογένειας, με συνέπεια να μειώνονται τα συμβοηθούντα μέλη που απασχολούνται στο εμπόριο και να αναζητούν εισόδημα απασχολούμενοι ως μισθωτοί σε άλλες επιχειρήσεις. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι αποκαλυπτικά: το β΄ τρίμηνο του 2016 ο αριθμός των συμβοηθούντων μελών στο εμπόριο μειώθηκε κατά 10,2% σε σύγκριση με το β΄ τρίμηνο του 2015 και κατά 4,8% σε σύγκριση με το α΄ τρίμηνο του 2016. Ο απόλυτος αριθμός τους στο β΄ τρίμηνο του 2016 ανερχόταν σε 30.000 άτομα από 39.100 άτομα τρία χρόνια πριν.
επιχειρήσεων, εξέλιξη στην οποία συνέβαλαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων. Τα ταμειακά διαθέσιμα και οι λογαριασμοί στο εξωτερικό που διαθέτουν οι αλυσίδες –πολυεθνικές και μη– καθώς και το γεγονός ότι τα καταστήματά τους διέθεταν προ capital controls μηχανήματα για τη χρήση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών (POS) τους προσέδωσαν ένα ακόμη συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των μεμονωμένων καταστημάτων: μπορούσαν να προμηθευτούν εμπόρευμα και επίσης να εξυπηρετήσουν τους καταναλωτές.
Στην πραγματικότητα, βεβαίως, δεν ήταν η ακραία κατάσταση των capital controls και συνολικά η οικονομική κρίση στην οποία βρίσκεται η εθνική οικονομία αυτή που προκάλεσαν τα προβλήματα στις μικρομεσαίες λιανεμπορικές επιχειρήσεις. Ηταν όμως τα γεγονότα αυτά που έφεραν στην επιφάνεια τις χρόνιες αδυναμίες τους. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ οι ευρωπαϊκές μικρές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου έχουν λόγο προστιθέμενης αξίας προς πωλήσεις αντίστοιχο με αυτό των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (της τάξεως του 18%), το ποσοστό αυτό στις ελληνικές μικρές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου είναι διαχρονικά σημαντικά χαμηλότερο έναντι των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (περίπου 10% το διάστημα 2005-2013 έναντι 18% για τις μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις). Επιπλέον, ενώ η πτώση του ποσοστού προστιθέμενης αξίας στις πωλήσεις λιανικού εμπορίου στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις συνέβη μόνο κατά τη διάρκεια της κρίσης, ο λόγος αυτός στις μικρές λιανεμπορικές επιχειρήσεις ακολουθεί διαχρονικά πτωτική πορεία (από 16% το 2000, σε 12% το 2005, 10% το 2008 και 8% το 2013), υποδηλώνοντας διαρθρωτικές δυσκολίες.
Οι χρόνιες αδυναμίες ήταν αυτές που εμπόδισαν πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν την κρίση επιθετικά. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, μόλις το 22% δηλώνει ότι έχει επενδυτικό σχέδιο ανάπτυξης, μόλις το 21% δημιούργησε και ηλεκτρονικό κατάστημα, ενώ μόλις το 4% αξιοποίησε την πτώση των ενοικίων για να μετεγκατασταθεί σε φθηνότερο ακίνητο.
Ακόμη και αν ο αριθμός τους παραμένει ιδιαιτέρως υψηλός, οι μικρομεσαίες λιανεμπορικές επιχειρήσεις χάνουν σταδιακά τον χαρακτήρα τους ως πηγή απασχόλησης για όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο λόγος; Ο χαμηλός τζίρος που πραγματοποιούν δεν επαρκεί για να καλύψει πλέον τις ανάγκες της οικογένειας, με συνέπεια να μειώνονται τα συμβοηθούντα μέλη που απασχολούνται στο εμπόριο και να αναζητούν εισόδημα απασχολούμενοι ως μισθωτοί σε άλλες επιχειρήσεις. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι αποκαλυπτικά: το β΄ τρίμηνο του 2016 ο αριθμός των συμβοηθούντων μελών στο εμπόριο μειώθηκε κατά 10,2% σε σύγκριση με το β΄ τρίμηνο του 2015 και κατά 4,8% σε σύγκριση με το α΄ τρίμηνο του 2016. Ο απόλυτος αριθμός τους στο β΄ τρίμηνο του 2016 ανερχόταν σε 30.000 άτομα από 39.100 άτομα τρία χρόνια πριν.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ