Σήμα κινδύνου για την ελληνική, αλλά και την παγκόσμια οικονομία στέλνει μέσω της «Κ» η Κάρμεν Ράινχαρτ, καθηγήτρια Χρηματοοικονομικών και κάτοχος της έδρας Μίνωα Ζομπανάκη στο Πανεπιστήμιο του Harvard. Μία από τους
κορυφαίους ειδικούς σε θέματα χρέους διεθνώς, η Ράινχαρτ προειδοποιεί ότι «η ελληνική κρίση δεν έχει ακόμα επιλυθεί. Η Ελλάδα χρειάζεται ελάφρυνση χρέους, με τη μορφή του “κουρέματος”. Και όσο δεν επιλύεται το πρόβλημα, ο κίνδυνος του Grexit παραμένει υπαρκτός».
Γιατί επιμένει στο «κούρεμα»; Δεν αρκεί μία γενναία παράταση των λήξεων, σε συνδυασμό με άλλες αναπροσαρμογές των όρων αποπληρωμής; «Δεν είμαι αισιόδοξη ότι θα αρκέσει», απαντά. «Αναδιαρθρώσεις που παρέχουν απλώς εξομάλυνση των ροών αποπληρωμής συχνά αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να αντιμετωπίσουν οριστικά το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος».
Υπενθυμίζει τι συνέβη με την κρίση χρέους σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες, ιδιαίτερα της Λατινικής Αμερικής, τη δεκαετία του ’80: «Το σχέδιο Μπέικερ, το 1986, προέβλεπε παράταση λήξεων και μείωση επιτοκίων, χωρίς “κούρεμα”. Το σχέδιο έδωσε κάποια ανακούφιση από άμεσες πιέσεις εξυπηρέτησης οφειλών, αλλά δεν οδήγησε σε επαναπατρισμό κεφαλαίων, ούτε σε ανάκαμψη της οικονομίας. Μόνο με το σχέδιο Brady το 1989, που περιελάμβανε “κουρέματα”, θεωρήθηκε επιτέλους ότι είχε επιλυθεί οριστικά το πρόβλημα της υπερχρέωσης». Ενας από τους λόγους που το συσσωρευμένο χρέος αποτελεί τροχοπέδη για νέες επενδύσεις, εξηγεί, είναι ότι τα προνόμια των επίσημων πιστωτών –η αυξημένη εξασφάλιση που απολαμβάνουν– λειτουργεί αποτρεπτικά για νέους ομολογιούχους, που είναι πιο ευάλωτοι σε ένα μελλοντικό «κούρεμα».
Η Ράινχαρτ είχε γράψει ένα ζοφερό άρθρο στο Bloomberg την εβδομάδα μετά το δημοψήφισμα, περιγράφοντας τις συνέπειες επιστροφής στη δραχμή βάσει πέντε πρόσφατων περιπτώσεων «απο-δολαριοποίησης» στη Λατινική Αμερική. Το συμπέρασμά της ήταν ότι το Grexit θα ήταν «μία βαθιά και παρατεταμένη τραυματική εμπειρία». «Η Ελλάδα πήρε μία πολύ καλή γεύση» των επιπτώσεων της εξόδου τον Ιούλιο του 2015, σημειώνει. Οι συνέπειες της ελληνικής εξόδου από το ευρώ θα ήταν ακόμα χειρότερες, τονίζει, καθώς «η ελληνική οικονομία είναι πλήρως ευρω-ποιημένη» συγκριτικά με τον βαθμό κυριαρχίας του δολαρίου στις λατινοαμερικανικές οικονομίες.
Λησμονημένα διδάγματα
Η καθηγήτρια του Harvard συνυπέγραψε πέρυσι μία συναρπαστική εργασία μαζί με τον Κρίστοφ Τρεμπές του Πανεπιστημίου του Μονάχου για την επώδυνη ιστορία των πτωχεύσεων του ελληνικού κράτους («The Pitfalls of External Dependence: Greece, 1829 – 2015», Brookings Papers on Economic Activity, σχετική ανάλυση στην «Κ» στις 1.11.2015). Ποια λάθη του παρελθόντος θεωρεί ότι επαναλαμβάνονται στο τρέχον επεισόδιο χρεοκοπίας, τόσο από την πλευρά της Ελλάδας όσο και από αυτή των πιστωτών;
«Η Ελλάδα, όπως και τόσες πολλές άλλες χώρες, δεν έμαθε ότι η εξάρτηση από ξένες πιστώσεις συχνά καταλήγει άσχημα», απαντά η Αμερικανίδα οικονομολόγος. «Το δεύτερο δίδαγμα που λησμόνησε είναι ότι η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να είναι αντι-κυκλική: σφιχτή σε καλές εποχές, ώστε να μειώνεται ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ, και επεκτατική όταν αυτό είναι απαραίτητο για τη σταθεροποίηση της οικονομίας σε συνθήκες ύφεσης.
Η ελληνική οικονομία, μετά την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ, κατέγραψε επί σειρά ετών δείκτες μεγέθυνσης του ΑΕΠ σημαντικά υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Μπορούσε να είχε εκμεταλλευθεί αυτήν την περίοδο ταχύρρυθμης ανάπτυξης για να μειώσει το δημόσιο χρέος. Αυτό δεν συνέβη».
Οσο για τους πιστωτές, «δεν έχουν κατανοήσει ότι όσο καθυστερούν την οριστική επίλυση του ζητήματος του χρέους, όσο περισσότερο υποφέρει η υπερχρεωμένη οικονομία, τόσο μεγαλύτερο είναι το “κούρεμα” των απαιτήσεών τους που θα υποστούν στο τέλος».
Ο απόηχος του 90%
Η Ράινχαρτ έγινε ευρύτερα γνωστή με το βιβλίο «This Time is Different» (2009), στο οποίο, μαζί με τον Κεν Ρόγκοφ του Harvard αναλύουν κρίσεις κρατικού χρέους σε βάθος οκτώ αιώνων. Στη συνέχεια, ξανά μαζί με τον Ρόγκοφ, έγινε στόχος των πολέμιων της λιτότητας –περισσότερο και λιγότερο θεωρητικά καταρτισμένων– για μία μελέτη του 2010 στην οποία ισχυρίζονταν ότι οι αναπτυξιακές επιδόσεις μιας οικονομίας υποχωρούν απότομα όταν το δημόσιο χρέος ξεπεράσει το επίπεδο του 90% του ΑΕΠ. Η ξαφνική πτώση των δεικτών μεγέθυνσης του ΑΕΠ μετά το όριο αυτό, που χρησιμοποιήθηκε σε πολιτικό επίπεδο ως επιχείρημα υπέρ της αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής, αποδείχθηκε ότι βασίστηκε σε υπολογιστικά λάθη. Τελικά, τι ισχύει; Η μείωση των δεικτών μεγέθυνσης μετά το όριο του 90% είναι γραμμική ή ραγδαία;
Και έχει αποδειχθεί η κατεύθυνση της αιτιακής σχέσης (δηλαδή, ότι το υψηλό χρέος προκαλεί τη χαμηλότερη ανάπτυξη και όχι το αντίστροφο);
«Είναι γραμμική η μείωση», λέει η Ράινχαρτ, τονίζοντας ότι o Ρόγκοφ και η ίδια το είχαν ήδη αναδείξει αυτό σε μελέτη του 2012 – διορθώνοντας τα λάθη στους υπολογισμούς. «Oσο για την αιτιακή σχέση, το συμπέρασμά μας ότι το υψηλό χρέος είναι το αίτιο και η χαμηλή ανάπτυξη το αποτέλεσμα, βασίζεται σε πολύ μακροπρόθεσμους μέσους όρους. Η ιδέα ότι η συσχέτιση είναι θέμα κυκλικής ανατροφοδότησης του χρέους από την ύφεση στην οικονομία δεν έχει καμία βάση. Βραχυπρόθεσμα, ναι, συμβαίνει – αλλά όχι σε βάθος δεκαετιών».
Πόσο ανησυχεί γενικότερα για τις προοπτικές των ανεπτυγμένων οικονομιών; «Ανησυχώ πολύ, ειδικά για την άνοδο του λαϊκισμού – από τα αριστερά και τα δεξιά άκρα του πολιτικού φάσματος. Oπως και στο παρελθόν, ο λαϊκισμός οδηγεί στην εσωστρέφεια και σε άσχημες εξελίξεις». Ειδικά για τις προτάσεις Τραμπ τονίζει ότι «οδηγούν σε κλείσιμο των συνόρων», εξέλιξη που η Ράινχαρτ χαρακτηρίζει «ιδιαίτερα επικίνδυνη». «Αυτά κι αν είναι σημαντικά διδάγματα!», αναφωνεί. «Είναι γνωστό πως η κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου συνέβαλε στη Μεγάλη Υφεση στη δεκαετία του ’30».
Επιπλέον, υπενθυμίζει ότι τον Ιούνιο του 1934 μία σειρά από χώρες κήρυξαν στάση πληρωμών απέναντι στις ΗΠΑ για τα χρέη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της ανοικοδόμησης, τα οποία στη συνέχεια διαγράφηκαν. «Οταν το χρέος περνάει στην κατοχή του επίσημου τομέα, όπως γίνεται μέσω του QE, τελικά αναδιαρθρώνεται. Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα στην οποία θα γίνει αυτό».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη