
καθαριστικών, και για τη χρήση της οποίας οι βιομηχανίες του κλάδου πληρώνουν ΕΦΚ. Το κόστος ανά παρασκευαστή ανέρχεται, κατά μέσον όρο, σε 4.424 ευρώ ετησίως και συχνά μετακυλίεται στην τιμή καταναλωτή.
Η κατάργηση αυτής της υποχρέωσης υπολογίζεται, σύμφωνα με την τρίτη εργαλειοθήκη ανταγωνισμού του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ότι μπορεί να αποφέρει όφελος στους καταναλωτές 3,6 εκατ. ευρώ, κατά μέσον όρο, ετησίως. Τι θα χάσει το κράτος από την κατάργηση του ΕΦΚ; Το ποσό των 178.531 ευρώ.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος για ποιο λόγο να γίνεται τόση φασαρία για κάτι που κοστίζει στις εταιρείες λιγότερο από 4.500 ευρώ ετησίως και στο κράτος λιγότερο από 200.000 ευρώ ετησίως. Στην πραγματικότητα, το όφελος για τις επιχειρήσεις του κλάδου από την κατάργηση της παραπάνω υποχρέωσης είναι δυνητικά πολύ μεγαλύτερο από το ποσό αυτό καθαυτό του ΕΦΚ. Για να απαλλαγούν από αυτήν την υποχρέωση θα πρέπει να εφαρμόσουν τη διαδικασία της λεγόμενης «μετουσίωσης», διαδικασία εξαιρετικά πολύπλοκη, την οποία συχνά οι βιομηχανίες αποφεύγουν και προτιμούν να πληρώνουν τον ΕΦΚ. Ακόμη και αν κάποιος υποστήριζε ότι ο ΕΦΚ επιβάλλεται για την καταπολέμηση της απάτης ή της νοθείας ποτών, εν προκειμένω δεν ισχύει, διότι η ισοπροπανόλη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ανθρώπινη κατανάλωση και επίσης δεν μπορεί να υποκατασταθεί από άλλο είδος αλκοόλης. Η διατήρηση αυτού του καθεστώτος, πρώτον, επιβαρύνει τους μικρούς παραγωγούς, κυρίως βιοτεχνίες.
Δεύτερον, οι Ελληνες παραγωγοί έχουν συγκριτικό μειονέκτημα έναντι των Ευρωπαίων, καθώς ανάλογος φόρος δεν επιβάλλεται στις άλλες χώρες της Ε.Ε. Τρίτον, η διαδικασία της μετουσίωσης αλλοιώνει το τελικό προϊόν.
Η επιλογή της εν λόγω σύστασης από τις συνολικά 356 που κάνει ο ΟΟΣΑ στην τρίτη εργαλειοθήκη δεν είναι τυχαία. Δείχνει πως κάτι φαινομενικά μικρό και αθώο μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα σε έναν ολόκληρο κλάδο, να επιβαρύνει τον καταναλωτή και να μην έχει, τελικά, καμία σημαντική δημοσιονομική επίπτωση.
Συνολικά από την εφαρμογή ή όχι του συνόλου των συστάσεων, αλλά ενός μικρού τμήματος αυτών (95), η ελληνική οικονομία μπορεί να έχει όφελος, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, περίπου 414 εκατ. ευρώ. Το όφελος, βεβαίως, είναι πολλαπλάσιο σε βάθος χρόνου, και ειδικά εάν υιοθετηθεί το σύνολο αυτών που περιλαμβάνονται στην τρίτη εργαλειοθήκη. Στην περίπτωση του ηλεκτρονικού εμπορίου, για παράδειγμα, η κατάργηση των ρυθμιστικών εμποδίων υπολογίζεται ότι μπορεί να αυξήσει τον τζίρο του κλάδου κατά 0,5% ή κατά 19 εκατ. ευρώ, αλλά και να επιφέρει μείωση των τιμών. Η μείωση των τιμών κατά μόλις 1% μεταφράζεται σε όφελος για τους καταναλωτές 38,4 εκατ. ευρώ.
Στον πολύπαθο κλάδο των δημοσίων συμβάσεων και ειδικά αυτών που αφορούν τα δημόσια έργα –και επομένως τον κλάδο των κατασκευών–, ο ΟΟΣΑ κατέληξε, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι μία μόνο επιπλέον προσφορά σε διαγωνιστική διαδικασία προκαλεί εκπτώσεις στις προσφερόμενες τιμές 30%-34%.
Με άλλα λόγια, εάν η Ελλάδα μπορούσε να αυξήσει τον αριθμό των διαγωνιζομένων κατά έναν για κάθε διαγωνισμό θα είχε όφελος άνω των 18 εκατ. ευρώ ετησίως. Θα πρέπει, βεβαίως, εδώ να επισημανθεί ότι, πέραν των εμποδίων που η ίδια η νομοθεσία θέτει στη συμμετοχή εταιρειών, η μη επίτευξη του επιθυμητού επιπέδου ανταγωνισμού στον εν λόγω κλάδο σχετίζεται, βεβαίως, και με αντιανταγωνιστικές συμπεριφορές που αναπτύσσουν οι ίδιες οι εταιρείες.
Η τρίτη εργαλειοθήκη ανταγωνισμού εξετάζει τις στρεβλώσεις που η νομοθεσία επιφέρει στον ανταγωνισμό στους κλάδους του ηλεκτρονικού εμπορίου, των ΜΜΕ, των κατασκευών, των φαρμακευτικών, των χημικών προϊόντων και του χονδρεμπορίου.