Την ώρα που η Βρετανή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι ετοιμαζόταν να αναφερθεί στις ευοίωνες προοπτικές των πολύπλευρων σχέσεων της Βρετανίας με τον νέο Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, και ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ κατήρτιζε το προσχέδιο του προϋπολογισμού –του πρώτου μετά το βρετανικό δημοψήφισμα–, η Φρανκφούρτη έσπευδε να πείσει τους επικεφαλής των αμερικανικών τραπεζών να την προτιμήσουν μετά την απομάκρυνσή τους από το Λονδίνο λόγω Brexit.
Εχοντας επισημάνει η κ. Μέι τις παλαιές και εδραιωμένες σχέσεις των δύο χωρών σε πολιτικοοικονομικό επίπεδο, επιδιώκει να αμβλύνει τον αρνητικό αντίκτυπο από το ότι δεν ήταν η πρώτη από τους πολιτικούς της Βρετανίας που συνάντησε τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ – τον κ. Τραμπ συνάντησε το Σάββατο ο υποστηρικτής του Brexit Νάιτζελ Φάρατζ.
«Eχουμε στήσει διαύλους επικοινωνίας με τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο και την ομάδα του πριν από τις εκλογές», ανέφερε η εκπρόσωπος της κ. Μέι, ερωτηθείσα εάν η κυβέρνηση θα δεχθεί συμβουλές από τον Νάιτζελ Φάρατζ.
Ο υπουργός Οικονομικών Φίλπ Χάμοντ καλείται να πετύχει κάτι ιδιαίτερα δύσκολο: αφενός να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των Βρετανών και αφετέρου να περιορίσει την ανισότητα, ενώ η επιβράδυνση της οικονομίας θα μειώνει τα δημόσια έσοδα. Ο ίδιος έχει υπαινιχθεί ότι χρειάζονται αυξημένες δαπάνες για υποδομές και κίνητρα σε εταιρείες για νέες επενδύσεις, ξεπερνώντας τα εμπόδια λόγω Brexit.
Την ίδια στιγμή, η Φρανκφούρτη έχει αποδυθεί σε αγώνα δρόμου για να προσελκύσει όσες θέσεις εργασίας από τον χρηματοπιστωτικό τομέα εγκαταλείψουν το Λονδίνο. Ο πρωθυπουργός του κρατιδίου της Εσσης, Φόλκερ Μπούφιερ, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη για επαφές με εκπροσώπους των μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών. Θα εξετάσει μαζί τους τις δυνατότητες να διατηρήσουν την πρόσβαση στην ενιαία αγορά της Ε.Ε.
Την είδηση ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών της Εσσης, Τόμας Σέφερ, μιλώντας σε συνέδριο. Στο ίδιο συνέδριο, ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Τόμας Στέφεν εξέφρασε την εκτίμηση ότι «το Brexit αποτελεί ευκαιρία να ενισχυθούν άλλες περιοχές στην ηπειρωτική Ευρώπη γενικότερα». Προκειμένου να προσελκύσει χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ο κ. Στέφεν έδωσε έμφαση στην κεντρική θέση της Φρανκφούρτης στην Ευρώπη, στις λειτουργικές υποδομές της και στο σταθερό πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Υπογράμμισε ότι η παρουσία του εποπτικού βραχίονα ωφελεί όσες τράπεζες έχουν έδρα στη Φρανκφούρτη. Προσέθεσε, ωστόσο, ότι «η Βρετανία θα παραμείνει σημαντικός εταίρος στην Ευρώπη, αλλά θα χρειαστεί μια γέφυρα που να συνδέει το Λονδίνο με την ηπειρωτική Ευρώπη, μια γέφυρα που θα έχει οικοδομηθεί σε σταθερές βάσεις και από τις δύο πλευρές».
Οι δραστηριότητες που έχουν οι αμερικανικές τράπεζες στη Γερμανία περιορίζονται κυρίως στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών επί θεμάτων συγχωνεύσεων επιχειρήσεων και έκδοσης μετοχών και ομολόγων. Εν τω μεταξύ, η Βρετανία ετοιμάζεται να διαπραγματευθεί τους όρους της εξόδου της από την Ε.Ε., η συμμετοχή στην οποία διασφάλιζε στον χρηματοπιστωτικό της κλάδο την πρόσβαση στην ενιαία αγορά. Παράλληλα, πολλές ευρωπαϊκές χώρες ανταγωνίζονται να παρουσιασθούν ως ο ελκυστικότερος προορισμός για τις τράπεζες που αναζητούν νέα έδρα στην Ε.Ε. Σημειωτέον ότι οι τράπεζες που εδρεύουν στο Λονδίνο χορηγούν στην υπόλοιπη Ε.Ε. δάνεια ύψους 2,5 τρισ. δολαρίων. Οπως, άλλωστε, υπογράμμισε στο ίδιο συνέδριο της Φρανκφούρτης ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Βίτορ Κονστάνσιο, οι τράπεζες του Λονδίνου διεκπεραιώνουν «μεγάλο ποσοστό» των συναλλαγών των περιουσιακών στοιχείων του ευρώ. Ο κ. Κονστάνσιο τόνισε, τέλος, ότι «το Brexit θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για τις τράπεζες της Ευρωζώνης».
Εχοντας επισημάνει η κ. Μέι τις παλαιές και εδραιωμένες σχέσεις των δύο χωρών σε πολιτικοοικονομικό επίπεδο, επιδιώκει να αμβλύνει τον αρνητικό αντίκτυπο από το ότι δεν ήταν η πρώτη από τους πολιτικούς της Βρετανίας που συνάντησε τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ – τον κ. Τραμπ συνάντησε το Σάββατο ο υποστηρικτής του Brexit Νάιτζελ Φάρατζ.
«Eχουμε στήσει διαύλους επικοινωνίας με τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο και την ομάδα του πριν από τις εκλογές», ανέφερε η εκπρόσωπος της κ. Μέι, ερωτηθείσα εάν η κυβέρνηση θα δεχθεί συμβουλές από τον Νάιτζελ Φάρατζ.
Ο υπουργός Οικονομικών Φίλπ Χάμοντ καλείται να πετύχει κάτι ιδιαίτερα δύσκολο: αφενός να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των Βρετανών και αφετέρου να περιορίσει την ανισότητα, ενώ η επιβράδυνση της οικονομίας θα μειώνει τα δημόσια έσοδα. Ο ίδιος έχει υπαινιχθεί ότι χρειάζονται αυξημένες δαπάνες για υποδομές και κίνητρα σε εταιρείες για νέες επενδύσεις, ξεπερνώντας τα εμπόδια λόγω Brexit.
Την ίδια στιγμή, η Φρανκφούρτη έχει αποδυθεί σε αγώνα δρόμου για να προσελκύσει όσες θέσεις εργασίας από τον χρηματοπιστωτικό τομέα εγκαταλείψουν το Λονδίνο. Ο πρωθυπουργός του κρατιδίου της Εσσης, Φόλκερ Μπούφιερ, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη για επαφές με εκπροσώπους των μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών. Θα εξετάσει μαζί τους τις δυνατότητες να διατηρήσουν την πρόσβαση στην ενιαία αγορά της Ε.Ε.
Την είδηση ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών της Εσσης, Τόμας Σέφερ, μιλώντας σε συνέδριο. Στο ίδιο συνέδριο, ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Τόμας Στέφεν εξέφρασε την εκτίμηση ότι «το Brexit αποτελεί ευκαιρία να ενισχυθούν άλλες περιοχές στην ηπειρωτική Ευρώπη γενικότερα». Προκειμένου να προσελκύσει χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ο κ. Στέφεν έδωσε έμφαση στην κεντρική θέση της Φρανκφούρτης στην Ευρώπη, στις λειτουργικές υποδομές της και στο σταθερό πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Υπογράμμισε ότι η παρουσία του εποπτικού βραχίονα ωφελεί όσες τράπεζες έχουν έδρα στη Φρανκφούρτη. Προσέθεσε, ωστόσο, ότι «η Βρετανία θα παραμείνει σημαντικός εταίρος στην Ευρώπη, αλλά θα χρειαστεί μια γέφυρα που να συνδέει το Λονδίνο με την ηπειρωτική Ευρώπη, μια γέφυρα που θα έχει οικοδομηθεί σε σταθερές βάσεις και από τις δύο πλευρές».
Οι δραστηριότητες που έχουν οι αμερικανικές τράπεζες στη Γερμανία περιορίζονται κυρίως στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών επί θεμάτων συγχωνεύσεων επιχειρήσεων και έκδοσης μετοχών και ομολόγων. Εν τω μεταξύ, η Βρετανία ετοιμάζεται να διαπραγματευθεί τους όρους της εξόδου της από την Ε.Ε., η συμμετοχή στην οποία διασφάλιζε στον χρηματοπιστωτικό της κλάδο την πρόσβαση στην ενιαία αγορά. Παράλληλα, πολλές ευρωπαϊκές χώρες ανταγωνίζονται να παρουσιασθούν ως ο ελκυστικότερος προορισμός για τις τράπεζες που αναζητούν νέα έδρα στην Ε.Ε. Σημειωτέον ότι οι τράπεζες που εδρεύουν στο Λονδίνο χορηγούν στην υπόλοιπη Ε.Ε. δάνεια ύψους 2,5 τρισ. δολαρίων. Οπως, άλλωστε, υπογράμμισε στο ίδιο συνέδριο της Φρανκφούρτης ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Βίτορ Κονστάνσιο, οι τράπεζες του Λονδίνου διεκπεραιώνουν «μεγάλο ποσοστό» των συναλλαγών των περιουσιακών στοιχείων του ευρώ. Ο κ. Κονστάνσιο τόνισε, τέλος, ότι «το Brexit θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για τις τράπεζες της Ευρωζώνης».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ