Φόρους έως και 10 δισ. ευρώ ενδέχεται να αναγκαστούν να πληρώσουν οι γερμανικές τράπεζες εάν φορολογηθούν αναδρομικά αμφιλεγόμενες συναλλαγές τους, που απαγορεύτηκαν μέσα στο 2016, αλλά μέχρι πρόσφατα τους επέτρεπαν ένα είδος φαινομενικά νόμιμης φοροαποφυγής. Το ζήτημα περιστρέφεται γύρω από την πρακτική cum/cum, η οποία
αποτελεί απόρροια ενός κενού στη γερμανική νομοθεσία και δίδει σε ξένους επενδυτές τη δυνατότητα να αποφύγουν τον παρακρατούμενο φόρο επί των μερισμάτων. Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, η αμφιλεγόμενη αυτή πρακτική επιτρέπει σε μια γερμανική τράπεζα να δανειστεί τις μετοχές ενός ξένου επενδυτή σε μια εταιρεία το χρονικό διάστημα προτού αυτή η εταιρεία καταβάλει μερίσματα. Ετσι, η τράπεζα εκμεταλλεύεται ένα «παραθυράκι» της γερμανικής νομοθεσίας, βάσει του οποίου οι εγχώριοι επενδυτές δικαιούνται να διεκδικήσουν επιστροφή ενός τμήματος του φόρου επί του μερίσματος. Το ζήτημα που έχει ανακύψει οφείλεται στο ότι φέτος απαγορεύτηκαν αυτές οι συναλλαγές, αλλά τα 16 γερμανικά κρατίδια που συλλέγουν τους φόρους και συναποφασίζουν τους σχετικούς κανόνες διαφωνούν ως προς το πώς πρέπει να διαχειριστούν όσες συναλλαγές cum/cum έγιναν στη διάρκεια του έτους που τελειώνει. Η μεταξύ τους διαφωνία έγκειται στο ότι ορισμένα κρατίδια ενδιαφέρονται να διεκδικήσουν τους φόρους που θα μπορούσαν να αντλήσουν, ενώ άλλα προτιμούν να προστατεύσουν τις τράπεζες, καθώς οι φόροι θα μπορούσαν να τις γονατίσουν.
Σύμφωνα με τους FT, την πιο επιθετική στάση επί του θέματος έχει υιοθετήσει το πολυπληθέστερο γερμανικό κρατίδιο, εκείνο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, που ασκεί πιέσεις προκειμένου να αντλήσει τους σχετικούς φόρους. Ζητάει, συγκεκριμένα, να εφαρμοστεί απόφαση του ομοσπονδιακού οικονομικού δικαστηρίου από το 2015, έτσι ώστε να μπορούν οι περιφερειακές αρχές να συλλέξουν αναδρομικά φόρους από τράπεζες για όλες τις επίμαχες συναλλαγές πριν από το 2016. Αξιωματούχοι του κρατιδίου υπογραμμίζουν την ανάγκη να μη χαθούν αναδρομικοί φόροι ύψους πολλών δισ. ευρώ. Στον αντίποδα βρίσκεται το κρατίδιο της Εσσης, έδρα του χρηματοπιστωτικού κέντρου της Φρανκφούρτης, που βρίσκεται υπό την επιρροή του κυβερνώντος συντηρητικού κόμματος της Αγκελα Μέρκελ, και επιθυμεί μια λιγότερο επιθετική προσέγγιση. Σύμφωνα με τον Τόμας Σέφερ, υπουργό Οικονομικών της Εσσης, «από νομικής απόψεως η κατάσταση δεν ήταν σαφής πριν από το τέλος του 2015», γι’ αυτό και είναι καλύτερα οι έρευνες και οι διεκδικήσεις αναδρομικών φόρων να επικεντρωθούν στις ακραίες περιπτώσεις «στις οποίες υπάρχουν ρεαλιστικές πιθανότητες νίκης».
Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα, ο Γκέρχαρντ Σικ, υπεύθυνος των Πρασίνων για χρηματοπιστωτικά θέματα, υπογράμμισε ότι «η διαμάχη σχετίζεται με έσοδα των τραπεζών ύψους πολλών δισ. ευρώ, με το τι θα συμβεί στις τράπεζες εάν οι Αρχές αποφασίσουν να διεκδικήσουν τα χρήματα, οπότε οι γερμανικές τράπεζες θα αναγκαστούν να πληρώσουν φόρους ύψους τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ». Ο ίδιος προειδοποιεί πως ο φόρος θα επιβαρύνει περισσότερο κάποιες τράπεζες και ενδέχεται να προκαλέσει την πτώχευση ορισμένων εξ αυτών. Οπως τονίζει, η διαφωνία αφορά το αν πρέπει να προστατευθούν οι τράπεζες ή να εισπράξουν οι περιφερειακές αρχές τους φόρους, και «το ζήτημα είναι σημαντικό για τις γερμανικές τράπεζες».
Σε ό,τι αφορά το πόσο μπορεί να κοστίσει στον γερμανικό τραπεζικό κλάδο μια αναδρομική ποινικοποίηση των επίμαχων συναλλαγών, αυτό θα εξαρτηθεί από το πόσο πίσω χρονολογικά θα πάνε οι περιφέρειες και πόσες συναλλαγές αυτού του είδους θα επιχειρήσουν να ανιχνεύσουν. Αρνούμενη να προβεί σε υποθέσεις περί της έκβασης της σχετικής διαμάχης, η Ενωση Γερμανικών Τραπεζών αρκέστηκε να τονίσει ότι εργάζεται εποικοδομητικά από κοινού με μια κοινοβουλευτική επιτροπή που διερευνά τις σχετικές συναλλαγές. Δεδομένου ότι το επόμενο έτος έχουν προγραμματισθεί εκλογές τόσο στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας όσο και σε εθνικό επίπεδο, η διαμάχη προσλαμβάνει πολιτικές διαστάσεις, καθώς το Σοσιαλιστικό Κόμμα επιχειρεί να διαφοροποιηθεί επί του θέματος από το Χριστιανοδημοκρατικό.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ