Πριν από 60 χρόνια ορίστηκε μοναδικός φορέας για την παραγωγή και διανομή ρεύματος
Σε κάθε περίπτωση η ΔΕΗ δεν αποτελεί πλέον μονοπώλιο σε κανέναν τομέα του ηλεκτρισμού, αν και παραμένει ρυθμιστικός παράγοντας τόσο στη χονδρική όσο και στην αγορά προμήθειας ρεύματος. Ηδη στο λιανεμπόριο ρεύματος η διαρροή πελατών από τη δημόσια επιχείρηση προς τους ιδιώτες προμηθευτές ηλεκτρισμού προσεγγίζει το 12%. Αλλωστε, βάσει του τρίτου Μνημονίου, η ΔΕΗ πρέπει να παραχωρήσει μερίδιο 25% ως το 2018 και 50% ως το 2020 προκειμένου να διασφαλιστεί η απελευθέρωση και της λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και την ανάπτυξη της οικονομίας. Πριν από 60 χρόνια όμως, το 1956, με τον ίδιο στόχο επιχειρήθηκε ακριβώς η αντίθετη διαδρομή. Με τον νόμο 3523 η ΔΕΗ ορίστηκε ως μοναδικός φορέας για την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας και ανέλαβε την εξαγορά των 415 ιδιωτικών ή δημοτικών ηλεκτρικών επιχειρήσεων που λειτουργούσαν τότε στη χώρα καθώς και την εφαρμογή ενός ενιαίου χαμηλού τιμολογίου με στόχο τον καθολικό εξηλεκτρισμό της χώρας. Το έργο ολοκληρώθηκε στις 11 Μαΐου 1968, με την εξαγορά και της τελευταίας ηλεκτρικής εταιρείας, του «Γλαύκου» της Πάτρας.
Ανάπτυξη και επενδύσεις
Της ιδρύσεως της ΔΕΗ, το 1950, είχε προηγηθεί μια εξηκονταετία – από τη λειτουργία του πρώτου σταθμού παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος της Γενικής Εταιρείας Εργοληψιών, το 1889, στην οδό Αριστείδου στην Αθήνα -, κατά την οποία πολλές, στην πλειονότητά τους μικρές, εταιρείες παρήγαγαν ρεύμα, χαμηλής ποιότητας και υψηλής τιμής, στο οποίο δεν είχαν πρόσβαση τα φτωχά νοικοκυριά. Η τάση του ήταν μειωμένη και έτσι «ούτε σκέψη μπορούσε να γίνει για τη χρησιμοποίηση οικιακών ηλεκτρικών συσκευών, για αγροτικό εξηλεκτρισμό και για σοβαρή ηλεκτροκίνητη βιομηχανία έξω από την περιοχή της Αττικής»αναφέρει ο Σπύρος Βασιλακόπουλος.
Η κατάτμηση της παραγωγής ηλεκτρισμού, σε συνδυασμό με τα εισαγόμενα καύσιμα, εξωθούσε την τιμή του ρεύματος στα ύψη, φτάνοντας έως και στο πενταπλάσιο των τιμών που ίσχυαν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Η τιμολόγηση δεν ήταν ίδια σε όλη τη χώρα. Για παράδειγμα, το 1955 η τιμή της κιλοβατώρας φωτισμού στην περιοχή Αθηνών – Πειραιώς ήταν 1,417 δραχμές, στον Πύργο 5,33 δρχ., στη Φλώρινα 4,99 δρχ., στην Κύμη 7,98 δρχ. και στην Ανδρίτσαινα 11,30 δρχ. Γι’ αυτό η οικονομική δραστηριότητα της χώρας ήταν συγκεντρωμένη μόνο στην πρωτεύουσα. Η μέση ετήσια κατανάλωση, το 1955, έφτανε μόλις τις 150 κιλοβατώρες ανά κάτοικο, όταν στις ΗΠΑ ήταν 3.000 και στη Βρετανία 1.200 κιλοβατώρες.
Εξήντα χρόνια ενιαία τιμή
Οι οικονομικές προϋποθέσεις οι οποίες θα επέτρεπαν στη ΔΕΗ «να εφαρμόσει, χωρίς να κλονιστεί οικονομικά, την καινοφανή για την εποχή εκείνη επιταγή του νόμου, δηλαδή την καθιέρωση ενιαίας τιμής», όπως υπογραμμίζει ο Σπ. Βασιλακόπουλος στο βιβλίο του, εξασφαλίστηκαν με την εξαγορά και της Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς, η οποία ήταν ξένης ιδιοκτησίας. Και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν η ενιαία τιμή που οδήγησε στη ραγδαία αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην επαρχία και στην ανάπτυξη της παραγωγικής διαδικασίας στην περιφέρεια (βιομηχανίες, βιοτεχνίες, αγροτικές εκμεταλλεύσεις) ευνοώντας την ανάπτυξη της χώρας. Παράλληλα με τις προσπάθειες για την εξασφάλιση της ενιαίας τιμής ξεκίνησαν τα ενεργειακά προγράμματα της επιχείρησης που θα οδηγούσαν σε χαμηλότερα κόστη. Σε δήλωση του τότε προέδρου της ΔΕΗ, καθηγητή στο ΕΜΠ, Αλέξανδρου Παππά, η οποία δημοσιευόταν σε άρθρο του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» στις 4/6/1964, αναφέρεται ότι «μετά την λειτουργίαν των υδροηλεκτρικών σταθμών του Αχελώου, θα διαμορφωθή χαμηλοτέρα μέση τιμή ως και το μέσον κόστος παραγωγής του ηλεκτρικού ρεύματος και επομένως μετά το 1965 θα υπάρξουν τιμολόγια συνολικώς ευνοϊκώτερα διά την βιομηχανίαν», στόχος που αποτελεί ζητούμενο ακόμη και σήμερα.
Το πρώτο ενεργειακό πρόγραμμα είχε εκπονηθεί την περίοδο 1951 – 1956 από την τότε αμερικανική διεύθυνση της ΔΕΗ, την Ebasco, και περιελάμβανε μεταξύ άλλων τον ατμοηλεκτρικό σταθμό Αλιβερίου και τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς Λούρου, Αγρας και Λάδωνα. Ακολούθησε το δεύτερο πρόγραμμα, κατά το οποίο τέθηκαν σε λειτουργία οι σταθμοί σε Πτολεμαΐδα (ατμοηλεκτρικός) και σε Ταυρωπό (υδροηλεκτρικός). Εως το 1968 είχε ολοκληρωθεί και η κρατικοποίηση όλων των ηλεκτρικών επιχειρήσεων της χώρας, κυρίως με τη διαδικασία της φιλικής εξαγοράς. Το τίμημα έφτασε τελικά τα 740 εκατ. δραχμές, εκ των οποίων τα 688 εκατ. πληρώθηκαν σε ομολογίες ΔΕΗ. Για την εξαγορά της ΗΕΑΠ (Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών – Πειραιώς) το τίμημα που συμφωνήθηκε έφτασε τα 1.884 εκατ. δρχ.
Οι αλλαγές στην ενεργειακή πολιτική της χώρας ποτέ δεν ήταν ανώδυνες. Η ηλεκτροδότηση της Αθήνας είχε πυροδοτήσει πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες έφθιναν όταν τελικά στο παιχνίδι επικράτησε η γνωστή Πάουερ (η αγγλική εταιρεία Power and Traction Finance Company Ltd), η οποία αργότερα ίδρυσε την Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών – Πειραιώς.
Πολιτικές αντιπαραθέσεις
Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι κοινωνίες ανασυγκροτήθηκαν, οικονομικά και κοινωνικά, με στυλοβάτη πολιτικές «κράτους πρόνοιας». Το κράτος έπαιξε ρυθμιστικό ρόλο παρεμβαίνοντας ώστε να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο. Ο στόχος μιας νέας μεταπολεμικής πραγματικότητας, με έμφαση στην οικονομική αλλά και κοινωνική ανασυγκρότηση, αποτέλεσε πανευρωπαϊκά την κοινή συνισταμένη για όλες τις πολιτικές δυνάμεις σε όλο το μήκος του πολιτικού φάσματος. Σε αυτό το πλαίσιο κρίνεται και η πολιτική κρατικοποιήσεων του συντηρητικού Καραμανλή για τον εξηλεκτρισμό της χώρας, σε μια εποχή που η κοινή γνώμη δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες πολιτικές.
Οποιες και να είναι σήμερα οι ενστάσεις για τη λειτουργία της ΔΕΗ, είναι αξιοσημείωτο ότι το ποσοστό του ηλεκτροδοτούμενου πληθυσμού της χώρας το 1976 έφθανε το 98,6%, όταν το 1950 δεν ξεπερνούσε το 55%.
Το σκηνικό αλλάζει το 1999 με τον νόμο 2773 περί απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ο οποίος έθεσε το περίγραμμα για τη μετατροπή ενός μονοπωλιακού συστήματος σε καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού. Το 2003 έρχεται και μια νέα κοινοτική οδηγία (αναθεώρηση της 96/92/ΕΚ) για την επίσπευση της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Ομως, η απελευθέρωση της συγκεκριμένης αγοράς στην Ελλάδα έχει μπλεχτεί στις συμπληγάδες των τριών Μνημονίων, των πολιτικών αντιπαραθέσεων και των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων για το κλίμα με την επίτευξη των στόχων του λεγόμενου 20-20-20 (20% μείωση αερίων θερμοκηπίου, 20% περιορισμός ενεργειακής κατανάλωσης, κάλυψη του 20% των ενεργειακών αναγκών από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας).
Σε αυτό το σκηνικό η ΔΕΗ θα πρέπει τουλάχιστον να υλοποιήσει τις προγραμματισμένες αποσύρσεις των παλαιών ρυπογόνων μονάδων και να προσαρμόσει τους όρους εκμετάλλευσης του λιγνιτικού δυναμικού, δεδομένου ότι τουλάχιστον ένα ποσοστό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη, για λόγους ασφάλειας εφοδιασμού και συγκράτησης του κόστους έναντι των διεθνών τιμών πετρελαίου, αποτελεί για τη χώρα αναγκαιότητα.
Στο λιανεμπόριο η ΔΕΗ επιχειρεί με νύχια και με δόντια, και έως σήμερα το έχει καταφέρει, να συγκρατήσει τον μεγάλο όγκο των καταναλωτών. Αν και οι εναλλακτικοί πάροχοι προσφέρουν ιδιαιτέρως ανταγωνιστικά πακέτα, προσελκύουν κυρίως επαγγελματίες (μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις), ενώ οι οικιακοί καταναλωτές εμφανίζονται ακόμη επιφυλακτικοί, ίσως λόγω της κατάρρευσης εταιρειών που είχαν δραστηριοποιηθεί στο λιανεμπόριο ρεύματος στις αρχές της δεκαετίας και έχουν ακόμη εκκρεμότητες με τη Δικαιοσύνη.
Καταιγισμός διαφημίσεων
Πάρε κόσμε ρεύμα…
Ενας καταιγισμός διαφημίσεων ακολούθησε την εξαγορά των ηλεκτρικών εταιρειών από τη ΔΕΗ. Οι κάτοικοι στις επαρχιακές και αγροτικές περιοχές δεν γνώριζαν τις δυνατότητες που έδινε η ηλεκτρική ενέργεια. Οι προωθητικές ενέργειες που υλοποιούνταν, εκτός πρωτευούσης, ήταν πρωτόγνωρες για την εποχή.
Ηλεκτρικές οικιακές συσκευές, ηλεκτροκινητήρες και ηλεκτρικές αντλίες ελληνικής κατασκευής δίδονταν με πίστωση στους πολίτες και η ΔΕΗ αναλάμβανε να εισπράττει τις δόσεις μαζί με τους λογαριασμούς του ρεύματος. Οι βιομηχανίες, οι οποίες συμμετείχαν στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, όπως αναφέρει ο Σπύρος Βασιλακόπουλος, λάμβαναν μέρος και στις επιδείξεις κατασκευής ηλεκτρικών συσκευών και εφαρμογών ηλεκτρικής ενέργειας που οργάνωνε η ΔΕΗ. «Τις επιδείξεις αυτές το 1959 τις παρακολούθησαν 83.000 άτομα και το 1961 έφθασαν τα 121.000 άτομα» υπογραμμίζεται στο βιβλίο «Η εξαγορά των ηλεκτρικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα».
Επίσης, οργανώθηκαν Κέντρα Εξυπηρετήσεως Πελατών στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις με βασικό σκοπό την προώθηση των πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας και την προβολή του έργου της ΔΕΗ. Ετσι, το 1976 η μέση ετήσια κατανάλωση ανά κάτοικο έφτασε τις 1.720 κιλοβατώρες, από τις 88 κιλοβατώρες το 1950. Αντίστοιχα, σε μια 25ετία (1950-1976) το ποσοστό του ηλεκτροδοτούμενου πληθυσμού της χώρας από 55% εκτοξεύθηκε στο 98,8% του πληθυσμού.
Οι πρωτόγνωρης έκτασης ανατροπές στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, ελέω θεσμών και Μνημονίων, και η δραστηριοποίηση στην αγορά νέων παικτών έχουν αλλάξει άρδην το ενεργειακό σκηνικό. Η υπόθεση μάλιστα της ιδιωτικοποίησης του 17% της ΔΕΗ φαίνεται ότι έπαιξε ρόλο και στην αλλαγή ηγεσίας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώην υπουργός κ. Πάνος Σκουρλέτης παραδίδοντας το τιμόνι του υπουργείου στον κ. Γιώργο Σταθάκη ανέφερε την άρνησή του να πουληθεί το 17% της επιχείρησης, τονίζοντας ότι απ’ όποια θέση κι αν βρίσκεται θα υπερασπιστεί τη θέση του στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή.
Σε κάθε περίπτωση η ΔΕΗ δεν αποτελεί πλέον μονοπώλιο σε κανέναν τομέα του ηλεκτρισμού, αν και παραμένει ρυθμιστικός παράγοντας τόσο στη χονδρική όσο και στην αγορά προμήθειας ρεύματος. Ηδη στο λιανεμπόριο ρεύματος η διαρροή πελατών από τη δημόσια επιχείρηση προς τους ιδιώτες προμηθευτές ηλεκτρισμού προσεγγίζει το 12%. Αλλωστε, βάσει του τρίτου Μνημονίου, η ΔΕΗ πρέπει να παραχωρήσει μερίδιο 25% ως το 2018 και 50% ως το 2020 προκειμένου να διασφαλιστεί η απελευθέρωση και της λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και την ανάπτυξη της οικονομίας. Πριν από 60 χρόνια όμως, το 1956, με τον ίδιο στόχο επιχειρήθηκε ακριβώς η αντίθετη διαδρομή. Με τον νόμο 3523 η ΔΕΗ ορίστηκε ως μοναδικός φορέας για την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας και ανέλαβε την εξαγορά των 415 ιδιωτικών ή δημοτικών ηλεκτρικών επιχειρήσεων που λειτουργούσαν τότε στη χώρα καθώς και την εφαρμογή ενός ενιαίου χαμηλού τιμολογίου με στόχο τον καθολικό εξηλεκτρισμό της χώρας. Το έργο ολοκληρώθηκε στις 11 Μαΐου 1968, με την εξαγορά και της τελευταίας ηλεκτρικής εταιρείας, του «Γλαύκου» της Πάτρας.
Ανάπτυξη και επενδύσεις
Τα επιχειρήματα της πολιτικής ηγεσίας τότε, με την κρατικοποίηση των ηλεκτρικών εταιρειών, όπως και σήμερα με τις προσπάθειες αποκρατικοποίησης της αγοράς έχουν την ίδια συνισταμένη, την ανάπτυξη και τις επενδύσεις.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στις αναμνήσεις του, ο Σπύρος Βασιλακόπουλος, ο οποίος είχε πάρει μέρος στην Εξαγορά των Ηλεκτρικών Επιχειρήσεων (το βιβλίο του φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο της ΔΕΗ) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Από τον εξηλεκτρισμό αναμενόταν η δημιουργία της βασικής προϋποθέσεως για την εφαρμογή ενός ελπιδοφόρου προγράμματος επενδύσεων, το οποίο σκόπευε στην αναδιάρθρωση και ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας, με συνέπεια την αύξηση του εθνικού εισοδήματος». Στο συγκεκριμένο πρόγραμμα περιλαμβάνονταν η ανάπτυξη της βιομηχανίας, των ποτιστικών καλλιεργειών και η εκμετάλλευση του εθνικού υπόγειου πλούτου.
Της ιδρύσεως της ΔΕΗ, το 1950, είχε προηγηθεί μια εξηκονταετία – από τη λειτουργία του πρώτου σταθμού παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος της Γενικής Εταιρείας Εργοληψιών, το 1889, στην οδό Αριστείδου στην Αθήνα -, κατά την οποία πολλές, στην πλειονότητά τους μικρές, εταιρείες παρήγαγαν ρεύμα, χαμηλής ποιότητας και υψηλής τιμής, στο οποίο δεν είχαν πρόσβαση τα φτωχά νοικοκυριά. Η τάση του ήταν μειωμένη και έτσι «ούτε σκέψη μπορούσε να γίνει για τη χρησιμοποίηση οικιακών ηλεκτρικών συσκευών, για αγροτικό εξηλεκτρισμό και για σοβαρή ηλεκτροκίνητη βιομηχανία έξω από την περιοχή της Αττικής»αναφέρει ο Σπύρος Βασιλακόπουλος.
Η κατάτμηση της παραγωγής ηλεκτρισμού, σε συνδυασμό με τα εισαγόμενα καύσιμα, εξωθούσε την τιμή του ρεύματος στα ύψη, φτάνοντας έως και στο πενταπλάσιο των τιμών που ίσχυαν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Η τιμολόγηση δεν ήταν ίδια σε όλη τη χώρα. Για παράδειγμα, το 1955 η τιμή της κιλοβατώρας φωτισμού στην περιοχή Αθηνών – Πειραιώς ήταν 1,417 δραχμές, στον Πύργο 5,33 δρχ., στη Φλώρινα 4,99 δρχ., στην Κύμη 7,98 δρχ. και στην Ανδρίτσαινα 11,30 δρχ. Γι’ αυτό η οικονομική δραστηριότητα της χώρας ήταν συγκεντρωμένη μόνο στην πρωτεύουσα. Η μέση ετήσια κατανάλωση, το 1955, έφτανε μόλις τις 150 κιλοβατώρες ανά κάτοικο, όταν στις ΗΠΑ ήταν 3.000 και στη Βρετανία 1.200 κιλοβατώρες.
Εξήντα χρόνια ενιαία τιμή
Ενιαία τιμή άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Αυγούστου 1956 στην ηπειρωτική Ελλάδα και επεκτάθηκε στα νησιά την 1η Ιουλίου 1957. Σταδιακά, με την πρόοδο της εξαγοράς των ηλεκτρικών εταιρειών αλλά και των έργων που πραγματοποιούσε η ΔΕΗ, το κόστος της κιλοβατώρας άρχισε να μειώνεται.
Οι οικονομικές προϋποθέσεις οι οποίες θα επέτρεπαν στη ΔΕΗ «να εφαρμόσει, χωρίς να κλονιστεί οικονομικά, την καινοφανή για την εποχή εκείνη επιταγή του νόμου, δηλαδή την καθιέρωση ενιαίας τιμής», όπως υπογραμμίζει ο Σπ. Βασιλακόπουλος στο βιβλίο του, εξασφαλίστηκαν με την εξαγορά και της Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς, η οποία ήταν ξένης ιδιοκτησίας. Και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν η ενιαία τιμή που οδήγησε στη ραγδαία αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην επαρχία και στην ανάπτυξη της παραγωγικής διαδικασίας στην περιφέρεια (βιομηχανίες, βιοτεχνίες, αγροτικές εκμεταλλεύσεις) ευνοώντας την ανάπτυξη της χώρας. Παράλληλα με τις προσπάθειες για την εξασφάλιση της ενιαίας τιμής ξεκίνησαν τα ενεργειακά προγράμματα της επιχείρησης που θα οδηγούσαν σε χαμηλότερα κόστη. Σε δήλωση του τότε προέδρου της ΔΕΗ, καθηγητή στο ΕΜΠ, Αλέξανδρου Παππά, η οποία δημοσιευόταν σε άρθρο του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» στις 4/6/1964, αναφέρεται ότι «μετά την λειτουργίαν των υδροηλεκτρικών σταθμών του Αχελώου, θα διαμορφωθή χαμηλοτέρα μέση τιμή ως και το μέσον κόστος παραγωγής του ηλεκτρικού ρεύματος και επομένως μετά το 1965 θα υπάρξουν τιμολόγια συνολικώς ευνοϊκώτερα διά την βιομηχανίαν», στόχος που αποτελεί ζητούμενο ακόμη και σήμερα.
Το πρώτο ενεργειακό πρόγραμμα είχε εκπονηθεί την περίοδο 1951 – 1956 από την τότε αμερικανική διεύθυνση της ΔΕΗ, την Ebasco, και περιελάμβανε μεταξύ άλλων τον ατμοηλεκτρικό σταθμό Αλιβερίου και τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς Λούρου, Αγρας και Λάδωνα. Ακολούθησε το δεύτερο πρόγραμμα, κατά το οποίο τέθηκαν σε λειτουργία οι σταθμοί σε Πτολεμαΐδα (ατμοηλεκτρικός) και σε Ταυρωπό (υδροηλεκτρικός). Εως το 1968 είχε ολοκληρωθεί και η κρατικοποίηση όλων των ηλεκτρικών επιχειρήσεων της χώρας, κυρίως με τη διαδικασία της φιλικής εξαγοράς. Το τίμημα έφτασε τελικά τα 740 εκατ. δραχμές, εκ των οποίων τα 688 εκατ. πληρώθηκαν σε ομολογίες ΔΕΗ. Για την εξαγορά της ΗΕΑΠ (Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών – Πειραιώς) το τίμημα που συμφωνήθηκε έφτασε τα 1.884 εκατ. δρχ.
Οι αλλαγές στην ενεργειακή πολιτική της χώρας ποτέ δεν ήταν ανώδυνες. Η ηλεκτροδότηση της Αθήνας είχε πυροδοτήσει πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες έφθιναν όταν τελικά στο παιχνίδι επικράτησε η γνωστή Πάουερ (η αγγλική εταιρεία Power and Traction Finance Company Ltd), η οποία αργότερα ίδρυσε την Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών – Πειραιώς.
Πολιτικές αντιπαραθέσεις
Ωστόσο, ο ιδρυτικός νόμος της ΔΕΗ το 1950 έπεσε στα… μαλακά καθώς τον ψήφισαν τότε όλα τα κόμματα της Βουλής, όπως και το νομοθετικό διάταγμα 3523/56, επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή, για την εξαγορά των ηλεκτρικών εταιρειών που συσπείρωσε την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου.
Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι κοινωνίες ανασυγκροτήθηκαν, οικονομικά και κοινωνικά, με στυλοβάτη πολιτικές «κράτους πρόνοιας». Το κράτος έπαιξε ρυθμιστικό ρόλο παρεμβαίνοντας ώστε να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο. Ο στόχος μιας νέας μεταπολεμικής πραγματικότητας, με έμφαση στην οικονομική αλλά και κοινωνική ανασυγκρότηση, αποτέλεσε πανευρωπαϊκά την κοινή συνισταμένη για όλες τις πολιτικές δυνάμεις σε όλο το μήκος του πολιτικού φάσματος. Σε αυτό το πλαίσιο κρίνεται και η πολιτική κρατικοποιήσεων του συντηρητικού Καραμανλή για τον εξηλεκτρισμό της χώρας, σε μια εποχή που η κοινή γνώμη δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες πολιτικές.
Οποιες και να είναι σήμερα οι ενστάσεις για τη λειτουργία της ΔΕΗ, είναι αξιοσημείωτο ότι το ποσοστό του ηλεκτροδοτούμενου πληθυσμού της χώρας το 1976 έφθανε το 98,6%, όταν το 1950 δεν ξεπερνούσε το 55%.
Το σκηνικό αλλάζει το 1999 με τον νόμο 2773 περί απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ο οποίος έθεσε το περίγραμμα για τη μετατροπή ενός μονοπωλιακού συστήματος σε καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού. Το 2003 έρχεται και μια νέα κοινοτική οδηγία (αναθεώρηση της 96/92/ΕΚ) για την επίσπευση της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Ομως, η απελευθέρωση της συγκεκριμένης αγοράς στην Ελλάδα έχει μπλεχτεί στις συμπληγάδες των τριών Μνημονίων, των πολιτικών αντιπαραθέσεων και των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων για το κλίμα με την επίτευξη των στόχων του λεγόμενου 20-20-20 (20% μείωση αερίων θερμοκηπίου, 20% περιορισμός ενεργειακής κατανάλωσης, κάλυψη του 20% των ενεργειακών αναγκών από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας).
Σε αυτό το σκηνικό η ΔΕΗ θα πρέπει τουλάχιστον να υλοποιήσει τις προγραμματισμένες αποσύρσεις των παλαιών ρυπογόνων μονάδων και να προσαρμόσει τους όρους εκμετάλλευσης του λιγνιτικού δυναμικού, δεδομένου ότι τουλάχιστον ένα ποσοστό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη, για λόγους ασφάλειας εφοδιασμού και συγκράτησης του κόστους έναντι των διεθνών τιμών πετρελαίου, αποτελεί για τη χώρα αναγκαιότητα.
Στο λιανεμπόριο η ΔΕΗ επιχειρεί με νύχια και με δόντια, και έως σήμερα το έχει καταφέρει, να συγκρατήσει τον μεγάλο όγκο των καταναλωτών. Αν και οι εναλλακτικοί πάροχοι προσφέρουν ιδιαιτέρως ανταγωνιστικά πακέτα, προσελκύουν κυρίως επαγγελματίες (μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις), ενώ οι οικιακοί καταναλωτές εμφανίζονται ακόμη επιφυλακτικοί, ίσως λόγω της κατάρρευσης εταιρειών που είχαν δραστηριοποιηθεί στο λιανεμπόριο ρεύματος στις αρχές της δεκαετίας και έχουν ακόμη εκκρεμότητες με τη Δικαιοσύνη.
Καταιγισμός διαφημίσεων
Πάρε κόσμε ρεύμα…
Ενας καταιγισμός διαφημίσεων ακολούθησε την εξαγορά των ηλεκτρικών εταιρειών από τη ΔΕΗ. Οι κάτοικοι στις επαρχιακές και αγροτικές περιοχές δεν γνώριζαν τις δυνατότητες που έδινε η ηλεκτρική ενέργεια. Οι προωθητικές ενέργειες που υλοποιούνταν, εκτός πρωτευούσης, ήταν πρωτόγνωρες για την εποχή.
Ηλεκτρικές οικιακές συσκευές, ηλεκτροκινητήρες και ηλεκτρικές αντλίες ελληνικής κατασκευής δίδονταν με πίστωση στους πολίτες και η ΔΕΗ αναλάμβανε να εισπράττει τις δόσεις μαζί με τους λογαριασμούς του ρεύματος. Οι βιομηχανίες, οι οποίες συμμετείχαν στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, όπως αναφέρει ο Σπύρος Βασιλακόπουλος, λάμβαναν μέρος και στις επιδείξεις κατασκευής ηλεκτρικών συσκευών και εφαρμογών ηλεκτρικής ενέργειας που οργάνωνε η ΔΕΗ. «Τις επιδείξεις αυτές το 1959 τις παρακολούθησαν 83.000 άτομα και το 1961 έφθασαν τα 121.000 άτομα» υπογραμμίζεται στο βιβλίο «Η εξαγορά των ηλεκτρικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα».
Επίσης, οργανώθηκαν Κέντρα Εξυπηρετήσεως Πελατών στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις με βασικό σκοπό την προώθηση των πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας και την προβολή του έργου της ΔΕΗ. Ετσι, το 1976 η μέση ετήσια κατανάλωση ανά κάτοικο έφτασε τις 1.720 κιλοβατώρες, από τις 88 κιλοβατώρες το 1950. Αντίστοιχα, σε μια 25ετία (1950-1976) το ποσοστό του ηλεκτροδοτούμενου πληθυσμού της χώρας από 55% εκτοξεύθηκε στο 98,8% του πληθυσμού.
Λιανική αγορά ηλεκτρισμού: ΔΕΗ και νέοι παίκτες
- Elpedison (σύμπραξη των ΕΛΠΕ, Edison, ΕΛΛΑΚΤΩΡ)
- Ηρων (ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Gaz De France Suez)
- Protergia (όμιλος Μυτιληναίου)
- Green (Αφοί Βασιλειάδη)
- Volterra (σύμπραξη της ιταλικής Sorgenia και της J&Ρ Aβαξ)
- NRG Trading (όμιλος Χανδρής)
- Watt & Volt (Αφοί Παπαναγιώτου)
Αναμένεται η δραστηριοποίηση στο λιανεμπόριο ρεύματος των ΕΛΤΑ και της σύμπραξης των ομίλων ΟΤΕ – Μυτιληναίου, ενώ τελευταίως στο παιχνίδι ανακοινώθηκε ότι μπαίνει και νέος πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας, η ΚΕΝ ΑΕ, θυγατρική της εισηγμένης εταιρείας Καράτζη ΑΕ.
Εργάτες στο εργαστάσιο του Φαλήρου το 1930 (Πηγή: Ιστορικό Αρχείο ΔΕΗ)
Εργάτες της Ελληνικής Ηλεκτρικής Εταιρείας στον κεντρικό σταθμό Νέου Φαλήρου, το 1917 (Πηγή: Ιστορικό Αρχείο ΔΕΗ)
Ο κεντρικός σταθμός του Νέου Φαλήρου, το 1950 (Πηγή: Ιστορικό Αρχείο ΔΕΗ)
Εργάτες στο εργαστάσιο του Φαλήρου το 1949 (Πηγή: Ιστορικό Αρχείο ΔΕΗ)
Το εργοστάσιο και τα γραφεία της Ηλεκτρικής Εταιρείας Καλαμάτας. Την ηλεκτροδότηση της πόλης ανέλαβε από το 1901 η Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρεία (Πηγή: Ιστορικό Αρχείο ΔΕΗ)
Ανακοίνωση τησ ΔΕΗ στον ημερήσιο Τύπο για την έναρξη της διαδικασίας εξαγοράς της ηλεκτρικής εταιρείας στο Κοπανάκι Μεσσηνίας, εφ. «Απογευματινή», 16 Απριλίου 1959 (Πηγή: Ιστορικό Αρχείο ΔΕΗ)
«Εγώ κυρία πηγαίνω μόνο σε σπίτια που έχουν ηλεκτρική ενέργεια». Διαφήμιση της Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς τη δεκαετία του 1930 (Πηγή: Ιστορικό Αρχείο ΔΕΗ)
Η δημοτική εκμετάλλευση «Γλαύκος» των Πατρών είχε καταβάλει προσπάθειες να εξαιρεθεί από τον νόμο του 1957 για την εξαγορά όλων των εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας από τη ΔΕΗ.
Μεταγενέστερος νόμος του 1966 καθόριζε την εξαίρεση του «Γλαύκου», την οποία όμως δεν αναγνώρισε η ΔΕΗ. Τελικά, τον Αύγουστο του 1967 νέος νόμος κατήργησε τον προηγούμενο και το 1968 η εταιρεία εξαγοράστηκε (Πηγή: Ιστορικό Αρχείο ΔΟΛ)
ΒΗΜΑ