ΑΠ 512/2016: Εγγραφή προσημείωσης υποθήκης για την ασφάλιση απαίτησης από κοινό ομολογιακό δάνειο. Αμοιβή του υποθηκοφύλακα για την εγγραφή που συνίσταται στην καταβολή πάγιων δικαιωμάτων ποσού 100 ευρώ. Αδικοπραξία. Πρόκληση ζημίας σε βάρος της αιτούσας την εγγραφή από την
υποθηκοφύλακα, η οποία αρνήθηκε την υπαγωγή της εγγραφής στη διάταξη του αρ. 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003, ως προς τα εισπρακτέα δικαιώματα, την οποία υπαγωγή ευχερώς μπορούσε και όφειλε ως εκ της ιδιότητάς της να διαπιστώσει, ενόψει μάλιστα και της ρητής σχετικής επισήμανσης των ενδιαφερομένων επί της αίτησης εγγραφής της προσημείωσης.
“Kατά το άρθρο 1 του ν. 325/1976 οι άμισθοι υποθηκοφύλακες εισπράττουν από τους αιτούντες την εγγραφή στα τηρούμενα από αυτούς βιβλία, ανεξαρτήτως των νομίμων τελών δικαιώματα πάγια και αναλογικά κατά τις διακρίσεις, που διαλαμβάνονται στα επόμενα άρθρα του νόμου αυτού. Τα δικαιώματα τα οποία ο άμισθος υποθηκοφύλακας δικαιούται με βάση τις διατάξεις του ως άνω νόμου δεν είναι δικαιώματα υπέρ τρίτου, αλλά ίδια αυτού δικαιώματα, τα οποία αποτελούν τις αποδοχές του, όπως ακριβώς και τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων, αποτελούν τις αποδοχές τους. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι στην ατέλεια του άρθρου 14 ν. 3156/2003 υπόκειται και η εγγραφή υποθήκης, που ασφαλίζει απαίτηση από ομολογιακό δάνειο.
Ενόψει δε του ότι ο περιορισμός του άρθρου 14 παρ. 2 του πιο πάνω νόμου δεν αφορά μόνο στα εισπραττόμενα από τον υποθηκοφύλακα δικαιώματα υπέρ τρίτων (Δημόσιο ΤΑΧΔΙΚ), αλλά και τα δικά του δικαιώματα, δηλαδή την αμοιβή του, η εγγραφή υποθήκης, εφόσον, κατά τα ανωτέρω, ασφαλίζει απαιτήσεις που απορρέουν από ομολογιακό δάνειο του ν. 3156/2003, οποιασδήποτε προβλεπόμενης σ’ αυτόν μορφής, μεταξύ των οποίων και το κοινό ομολογιακό δάνειο, υπόκειται μόνο σε πάγια δικαιώματα υποθηκοφυλάκων (εμμίσθων ή αμίσθων) ποσού 100 ευρώ και όχι στα προβλεπόμενα από το ν. 325/1976 αναλογικά δικαιώματα, ανερχόμενα σε ποσοστό τρία τοις χιλίοις επί του κεφαλαίου του ομολογιακού δανείου (Α.Π. 2252/2013, 1206/2015). Στον περιορισμό της αμοιβής του υποθηκοφύλακα για την καταχώρηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων υπόκειται, εφόσον ασφαλίζει απαίτηση από κοινό ομολογιακό δάνειο, και η εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης, η οποία αποτελεί υποθήκη υπό την αναβλητική αίρεση, της τελεσιδίκου επιδικάσεως της απαιτήσεως και της τροπής σε υποθήκη, με αναδρομικά αποτελέσματα από την ημέρα της εγγραφής της προσημειώσεως (Ολ. Α.Π. 14/2006).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1344 του Α.Κ., “ο φύλακας υποθηκών ευθύνεται σε αποζημίωση όποιου ζημιώθηκε για κάθε πράξη ή παράλειψη σχετική με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι ο υποθηκοφύλακας, εάν για την εγγραφή πράξεως στα τηρούμενα από αυτόν βιβλία ζήτησε και έλαβε αμοιβή μεγαλύτερη από αυτή που προβλέπει ο νόμος, έχει υποχρέωση, σε συνδυασμό και με την διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., να αποζημιώσει εκείνον που κατέβαλε αμοιβή μεγαλύτερη από τη νόμιμη (Α.Π. 410/1988). Αποζημίωση δε μπορεί να ζητηθεί, κατά το άρθρο 914 Α.Κ., προς αποκατάσταση κάθε ζημίας (θετικής ή αποθετικής) που έχει προκληθεί από ενέργεια (πράξη ή παράλειψη), οφειλομένη σε συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, δηλαδή συμπεριφορά που όχι μόνον είναι αντίθετη προς το νόμο, αλλά οφείλεται σε πταίσμα, δόλο ή αμέλεια. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Έτσι αν η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ιδίου του παθόντος δεν δικαιούται αποζημιώσεως, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματός του το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Με την έννοια αυτή η υπαιτιότητα, ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης, διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στη συμπεριφορά να την καθιστά συγχρόνως και παράνομη ή αντιστρόφως η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει και την ύπαρξη υπαιτιότητος υπό την μορφή της αμέλειας, που συμβαίνει όταν η προσβολή συνίσταται στην παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμέλειας, σύμφωνα με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος, του ιδίου κύκλου δραστηριότητας, ανεξαρτήτως του αν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου (Α.Π. 1361/2013, 2252/2013)…
Ενόψει δε του ότι ο περιορισμός του άρθρου 14 παρ. 2 του πιο πάνω νόμου δεν αφορά μόνο στα εισπραττόμενα από τον υποθηκοφύλακα δικαιώματα υπέρ τρίτων (Δημόσιο ΤΑΧΔΙΚ), αλλά και τα δικά του δικαιώματα, δηλαδή την αμοιβή του, η εγγραφή υποθήκης, εφόσον, κατά τα ανωτέρω, ασφαλίζει απαιτήσεις που απορρέουν από ομολογιακό δάνειο του ν. 3156/2003, οποιασδήποτε προβλεπόμενης σ’ αυτόν μορφής, μεταξύ των οποίων και το κοινό ομολογιακό δάνειο, υπόκειται μόνο σε πάγια δικαιώματα υποθηκοφυλάκων (εμμίσθων ή αμίσθων) ποσού 100 ευρώ και όχι στα προβλεπόμενα από το ν. 325/1976 αναλογικά δικαιώματα, ανερχόμενα σε ποσοστό τρία τοις χιλίοις επί του κεφαλαίου του ομολογιακού δανείου (Α.Π. 2252/2013, 1206/2015). Στον περιορισμό της αμοιβής του υποθηκοφύλακα για την καταχώρηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων υπόκειται, εφόσον ασφαλίζει απαίτηση από κοινό ομολογιακό δάνειο, και η εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης, η οποία αποτελεί υποθήκη υπό την αναβλητική αίρεση, της τελεσιδίκου επιδικάσεως της απαιτήσεως και της τροπής σε υποθήκη, με αναδρομικά αποτελέσματα από την ημέρα της εγγραφής της προσημειώσεως (Ολ. Α.Π. 14/2006).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1344 του Α.Κ., “ο φύλακας υποθηκών ευθύνεται σε αποζημίωση όποιου ζημιώθηκε για κάθε πράξη ή παράλειψη σχετική με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι ο υποθηκοφύλακας, εάν για την εγγραφή πράξεως στα τηρούμενα από αυτόν βιβλία ζήτησε και έλαβε αμοιβή μεγαλύτερη από αυτή που προβλέπει ο νόμος, έχει υποχρέωση, σε συνδυασμό και με την διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., να αποζημιώσει εκείνον που κατέβαλε αμοιβή μεγαλύτερη από τη νόμιμη (Α.Π. 410/1988). Αποζημίωση δε μπορεί να ζητηθεί, κατά το άρθρο 914 Α.Κ., προς αποκατάσταση κάθε ζημίας (θετικής ή αποθετικής) που έχει προκληθεί από ενέργεια (πράξη ή παράλειψη), οφειλομένη σε συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, δηλαδή συμπεριφορά που όχι μόνον είναι αντίθετη προς το νόμο, αλλά οφείλεται σε πταίσμα, δόλο ή αμέλεια. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Έτσι αν η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ιδίου του παθόντος δεν δικαιούται αποζημιώσεως, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματός του το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Με την έννοια αυτή η υπαιτιότητα, ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης, διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στη συμπεριφορά να την καθιστά συγχρόνως και παράνομη ή αντιστρόφως η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει και την ύπαρξη υπαιτιότητος υπό την μορφή της αμέλειας, που συμβαίνει όταν η προσβολή συνίσταται στην παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμέλειας, σύμφωνα με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος, του ιδίου κύκλου δραστηριότητας, ανεξαρτήτως του αν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου (Α.Π. 1361/2013, 2252/2013)…
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση, εξαφανίζοντας δε την πρωτόδικη απόφαση και δικάζοντας κατ’ ουσίαν την υπόθεση δέχθηκε ως νόμιμη και βάσιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της και υποχρέωσε την εναγομένη, ήδη αναιρεσείουσα, να καταβάλει ως αποζημίωση στην ενάγουσα – αναιρεσίβλητο νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής το επί πλέον του νομίμου εισπραχθέν χρηματικό των 60.095, 76 ευρώ. Έτσι κρίνοντας το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1344, 330 και 914 του Α.Κ., αφού τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα, ως άνω πραγματικά περιστατικά πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων τούτων, καθόσον στοιχειοθετούν αδικοπραξία και δη παράνομη και υπαίτια (υπό την μορφή της αμέλειας) συμπεριφορά της αναιρεσείουσας, η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την προκληθείσα στην αναιρεσίβλητη ζημία και θεμελιώνει εντεύθεν την ένδικη αξίωση της τελευταίας προς αποζημίωση. …Τούτο δε διότι αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, και επάρκεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα ότι η αναιρεσείουσα, από αμέλεια της, ήτοι από έλλειψη της επιμελείας του μέσου συνετού υποθηκοφύλακα ζημίωσε την αναιρεσίβλητη, αρνούμενη την υπαγωγή της επίμαχης εγγραφής στη διάταξη του άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003, ως προς τα εισπρακτέα δικαιώματα, την οποία (υπαγωγή) κατά τις παραδοχές της αποφάσεως ευχερώς μπορούσε και ώφειλε ως εκ της ιδιότητάς της να διαπιστώσει, από την σαφή γραμματική διατύπωση της εν λόγω διατάξεως, ενόψει μάλιστα και της ρητής σχετικής επισημάνσεως και της εγγράφου επιφυλάξεως των ενδιαφερομένων επί της αιτήσεως εγγραφής της προσημειώσεως. …
Εξάλλου, το Εφετείο, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της αποφάσεώς του, την κρίση του περί αμελούς συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας στήριξε, εκτός των άλλων στοιχείων, και στο ότι αυτή δεν υπέβαλε σχετικό ερώτημα για το συγκεκριμένο ζήτημα στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, κατ’ άρθρο 25 παρ. 2 του Ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), αλλά ενέμεινε στην άποψη της, μολονότι υπήρχε ήδη αντίθετη γνωμοδότηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών.., η οποία και είχε λάβει ευρεία δημοσιότητα. Για τη συγκεκριμένη παραδοχή της πλήττεται ειδικότερα η προσβαλλομένη με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως και προσάπτεται η εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, υπό την έννοια της εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 25 παρ. 2 του Ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), σε συνδυασμό προς το άρθρο 791 Κ.Πολ.Δ., διότι το συγκεκριμένο ζήτημα δεν εμπίπτει στην γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Εισαγγελέως αλλά στην δικαιοδοτική τοιαύτη του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως αλυσιτελής αφού η υπαιτιότητα (αμέλεια) της αναιρεσείουσας θεμελιώνεται νομικώς και με μόνες τις λοιπές μνημονευόμενες στην απόφαση πράξεις και παραλείψεις αυτής (ήτοι και χωρίς την επίμαχη) και επομένως τα αντίστοιχα περιστατικά αρκούσαν για τη στοιχειοθέτηση της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας, οι δε περί τούτων ουσιαστικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της.
Τέλος, το Εφετείο με την κρίση του ότι η παράλειψη της αναιρεσίβλητης να προσφύγει στην διαδικασία του άρθρου 791 Κ.Πολ.Δ., εναποκειμένη στην διακριτική της ευχέρεια, δεν αναιρεί την αποκλειστική υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας και δεν θεμελιώνει, ενόψει μάλιστα και της συνδρομής κατεπείγούσας περίπτωσης, λόγω της ανάγκης για ταχεία εκταμίευση του δανείου, συντρέχουσα, πολύ δε περισσότερο αποκλειστική υπαιτιότητα της ίδιας, δεν παρεβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 300, 330, 914 Α.Κ. σε συνδυασμό προς 791 Κ.Πολ.Δ.. Επομένως ο περί του αντιθέτου τρίτος και τελευταίος λόγος του αναιρετηρίου με τον οποίον προβάλλεται αιτίαση εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., λόγω παραβιάσεως, με την συγκεκριμένη παραδοχή του Εφετείου, των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί… (areiospagos.gr)
Τέλος, το Εφετείο με την κρίση του ότι η παράλειψη της αναιρεσίβλητης να προσφύγει στην διαδικασία του άρθρου 791 Κ.Πολ.Δ., εναποκειμένη στην διακριτική της ευχέρεια, δεν αναιρεί την αποκλειστική υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας και δεν θεμελιώνει, ενόψει μάλιστα και της συνδρομής κατεπείγούσας περίπτωσης, λόγω της ανάγκης για ταχεία εκταμίευση του δανείου, συντρέχουσα, πολύ δε περισσότερο αποκλειστική υπαιτιότητα της ίδιας, δεν παρεβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 300, 330, 914 Α.Κ. σε συνδυασμό προς 791 Κ.Πολ.Δ.. Επομένως ο περί του αντιθέτου τρίτος και τελευταίος λόγος του αναιρετηρίου με τον οποίον προβάλλεται αιτίαση εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., λόγω παραβιάσεως, με την συγκεκριμένη παραδοχή του Εφετείου, των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί… (areiospagos.gr)
Legalnews24.gr