Ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση το Εφετείο της Κύπρου και επιδίκασε αποζημίωση ύψους 735.000 ευρώ συν τόκους από το 2011, κρίνοντας επί σοβαρού ατυχήματος που είχε Κύπριος όταν έπεσε από ύψος 17 μέτρων στο
πηγάδι ανελκυστήρα οι θύρες του οποίου είχαν ανοίξει χωρίς να ήταν εκεί ο κλωβός, σε νυχτερινό κέντρο της Λευκωσίας. Το δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε αμέλεια από μέρους επιχείρησης και των διευθυντών της, που είχε σαν συνέπεια ο νεαρός να υποστεί
πηγάδι ανελκυστήρα οι θύρες του οποίου είχαν ανοίξει χωρίς να ήταν εκεί ο κλωβός, σε νυχτερινό κέντρο της Λευκωσίας. Το δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε αμέλεια από μέρους επιχείρησης και των διευθυντών της, που είχε σαν συνέπεια ο νεαρός να υποστεί
σοβαρές σωματικές βλάβες. Από την πτώση ο νεαρός είχε κατάγματα σε πολλά σημεία του σώματός του με πιο σοβαρό στο αριστερό πόδι, στο οποίο έχει προκληθεί μόνιμο πρόβλημα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε πως δεν υπήρχε αμέλεια από μέρους της επιχείρησης και των δύο διευθυντών της, απόφαση που κρίθηκε εσφαλμένη σε δεύτερο βαθμό. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η απόφαση «η αμέλεια ως έννοια είναι νομικά πασίγνωστη και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Χάριν υπενθύμισης και μόνο, να λεχθεί ότι στο Κυπριακό σύστημα δικαίου αυτή οριοθετείται από το άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 149, όπως έχει βέβαια ερμηνευθεί καθοδηγητικά από τη νομολογία στη βάση της Αγγλικής προσέγγισης του κοινοδικαίου, (Κωνσταντίνου ν. Χατζηκυριάκου (1993) 1 Α.Α.Δ. 864 και Καλαθά ν. Πουλλίτα (2006) 1 Α.Α.Δ. 480). Το καθήκον επιμέλειας, η διάρρηξη του καθήκοντος αυτού και η επέλευση ζημιάς ως αποτέλεσμα αποτελούν τα τρία κλασσικά συστατικά ή παράγοντες που ο ενάγων πρέπει να αποδείξει για να στοιχειοθετήσει ισχυριζόμενη αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου. Δεν είναι όμως η έλευση κάθε ζημιάς από τρίτο που καθιερώνει αξίωση αμέλειας. Κατά τη νομολογιακή προσέγγιση της έννοιας της αμέλειας είναι απαραίτητη πρωταρχικά η απόδειξη ότι το άτομο, φυσικό ή νομικό, που προκάλεσε τη ζημιά, όφειλε καθήκον επιμέλειας, έναντι του ζημιωθέντος («duty of care») που περικλείεται στη ρήση του Lord Atkin στην πασίγνωστη υπόθεση Donoghue v. Stevenson (1932) AC 562, με τη χρήση της έννοιας ή κριτηρίου του γείτονα («neighbour principle»). Όπου πρόσωπο βρίσκεται σε τέτοια γειτνίαση με άλλο ώστε το τελευταίο να αντιλαμβάνεται ως θέμα εύλογης αποτίμησης των δεδομένων («reasonable foreseeability»), ότι πράξη ή παράλειψη του πιθανόν να επιφέρει στο πρώτο ζημιά, τότε αναδύεται καθήκον επιμέλειας.
Οι κατηγορίες ή συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να εγερθεί τέτοιο καθήκον αναγνωρίστηκε ήδη από την Donoghue v. Stevenson, από τον Lord McMillan, ότι δεν είναι ποτέ στεγανοποιημένες. Η αμέλεια ως έννοια μπορεί να επιδεικνύεται σε μια μεγάλη κατηγορία συνθηκών. Δεν είναι αναγκαίο τα εξεταζόμενα γεγονότα να εντάσσονται σε υποθέσεις όπου και προηγουμένως είχε στοιχειοθετηθεί αμέλεια. Το θέμα εξετάζεται, σύμφωνα με την Anns ν. Merton London Borough Council (1978) AC 728, σε δύο στάδια: Πρώτον, κατά πόσο υπάρχει η αναγκαία γειτνίαση ώστε να εγείρεται το ερώτημα ότι η έλλειψη φροντίδας δυνατόν να προκαλέσει ζημιά ως θέμα εύλογης πρόβλεψης. Δεύτερον, αν η απάντηση είναι καταφατική, κατά πόσον υπάρχουν δεδομένα που αδρανοποιούν ή περιορίζουν την έκταση αυτής της επιμέλειας.
Η έννοια της επιμέλειας περιορίστηκε στο χρόνο ώστε να αναχαιτιστεί η ανεξέλεγκτη επέκταση και ένταξη των διαφόρων περιπτώσεων στην έννοια, ώστε με την έλευση και μόνο της ζημιάς να εγείρεται έστω εκ πρώτης όψεως αναζήτηση αποζημιώσεων από τρίτους, κυρίως ασφαλιστικές εταιρείες και κρατικές ή κοινωφελείς υπηρεσίες, (Stovin v.Wise (1996) AC 923. Σήμερα, η έννοια της επιμέλειας οριοθετείται από το Caparo test, από την υπόθεση Caparo Industries plc v. Dickman (1990) 1 All E.R. 568 και τη σύγχρονη της, Marc Rich & Co. AG v. Bishop Rock Marine Co Ltd (1996) 1 AC 211, ώστε θα πρέπει: (1) ο ενάγων να δείξει ότι εμπίπτει στα πρόσωπα που ευλόγως μπορούσαν να επηρεαστούν, ανάλογα με τη ζημιά που έγινε, (2) ότι ενάγων και εναγόμενος βρίσκονται σε σχέση γειτνίασης («proximity») και (3) να είναι δίκαιο, ορθό και εύλογο («fair, just and reasonable») να εναποτεθεί καθήκον επιμέλειας υπό τις περιστάσεις…
Οι εφεσίβλητοι… είναι παρομοίως συνυπεύθυνοι διότι είχαν την ευθύνη ελέγχου και συντήρησης του ανελκυστήρα και της λειτουργίας. Γνωρίζοντας ότι ο χώρος διασκέδασης ήταν πολυσύχναστος και μάλιστα από άτομα που αδιακρίτως διασκέδαζαν, όφειλαν να διασφάλιζαν κατά πάντα χρόνο το ασφαλές του συστήματος λειτουργίας του ανελκυστήρα ώστε να αποκλείονταν τέτοια περιστατικά. Η συντήρηση ή τα εξαρτήματα ήσαν στην αποκλειστική ευθύνη τους και για το συμβάν δεν δόθηκε κάποια εκ μέρους τους λογική εξήγηση. Στην ολότητα των δεδομένων και της νομικά εφαρμοστέας αρχής, η ευθύνη όλων των εφεσιβλήτων είναι ενιαία και αδιαχώριστη. Ιδιαιτέρως για τους εφεσίβλητους…, τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα του res ipsa loquitur, το οποίο δεν είναι ουσιαστικής υφής ούτε έχει αναχθεί σε αρχή ουσιαστικού δικαίου. Το δόγμα είναι στην ουσία μια κοινής λογικής προσέγγιση της όλης μαρτυρίας και της επίπτωσης της εκεί όπου ο ενάγων στην προσπάθεια του να στοιχειοθετήσει αμέλεια δεν είναι σε θέση να αποδείξει με ακρίβεια ποιο ήταν το σχετικό γεγονός ή παράλειψη που έθεσε σε τροχιά τα γεγονότα που οδήγησαν στο ατύχημα. Και ότι στη δομή των συγκεκριμένων γεγονότων είναι πιο πιθανό παρά όχι η γενεσιουργός αιτία να ήταν κάποια παράλειψη ή πράξη του εναγόμενου (Lloyde v. Wast Midlanch Gas Board (1971) 2 All ER 1240). Λόγω του ότι το δόγμα είναι αποδεικτικής σημασίας, η δικογράφηση του δεν είναι αναγκαία, (Bennett v. Chemical Constructions (G.B) Ltd (1971) 1 WLR 1571, Bullen & Leake andJacob’s: Precedents of Pleadings 12η έκδ. σελ. 685-686 και Odgers’ Principles of Pleading and Practice 21η έκδ. σελ. 474., πρότυπο δικογράφησης αρ. 25), παρόλο που ως θέμα πρακτικής είναι ορθότερο να αναφέρεται η επίκληση του δόγματος. Η δικογράφηση του δόγματος δεν αντιμάχεται την ένθεση λεπτομερειών αμέλειας, η οποία γίνεται πάντοτε σ΄ αυτές τις περιπτώσεις με γενικότητα (δέστε Bullen & Leak & Jacob’s σελ. 690-691, πρότυπο αρ. 400)».
(cylaw.com/philenews.com)