Αφάντου, δράστης της θρασύτατης ληστείας στο υποκατάστημα Φαληρακίου της Eurobank, κατηγορούμενος για ληστεία και παράβαση του νόμου περί όπλων.
Στην προσφυγή του διατείνεται ότι αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και ότι δεν είναι ύποπτος φυγής.
Υποστηρίζει ότι έχει σταθερή εργασία και γνωστή διαμονή τονίζοντας ότι από την πρώτη στιγμή αποδέχτηκε τις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν επαναλαμβάνοντας την ειλικρινή του μεταμέλεια ζητώντας συγγνώμη από τους υπαλλήλους και πελάτες του υποκαταστήματος της τράπεζας.
Ισχυρίστηκε ότι προ τριετίας ο πατέρας του του έδωσε ένα σημαντικό ποσό όταν πώλησε ένα αυτοκίνητο δημόσιας χρήσεως, ιδιοκτησίας του.
Δάνεισε χρήματα σε φίλους και συγγενείς οι οποίοι τα είχαν ανάγκη, λόγω της κρίσης τα οποία δεν του έχουν ακόμη επιστρέψει, ενώ δαπάνησε χρήματα για τον εκσυγχρονισμό της οικογενειακής του επιχείρησης.
Πλήρωσε ακόμη οφειλές της οικογένειας και την συντηρούσε με αποτέλεσμα να μείνει χωρίς χρήματα και να μην μπορεί να δανειστεί από εκείνους που είχε ευεργετήσει.
Αδυνατούσε να εξοφλήσει οφειλή ύψους 10.000 ευρώ από την κατανάλωση ρεύματος με αποτέλεσμα να τους κόψει η ΔΕΗ το ρεύμα και στην απόγνωση του αποφάσισε να ληστέψει την τράπεζα.
Πήρε, όπως είπε, μία περούκα των αποκριών, που είχε και ένα ψεύτικο περίστροφο κρότου και μετέβη πεζός στην τράπεζα χωρίς μέσο διαφυγής και χωρίς σχέδιο.
Μπήκε στην τράπεζα κι αφού επεξεργάστηκε, όπως περιέγραψε, κάτι φυλλάδια, γύρισε προς το ένα ταμείο και βάζοντας το όπλο πάνω στον γκισέ ζήτησε από την ταμία να γεμίσει την σακούλα που της έδωσε και να την δώσει μετά στο διπλανό ταμείο.
Κάποια στιγμή, όπως είπε, που διαπίστωσε ότι ανησύχησε η ταμίας, την διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται να κάνει κακό σε κανένα και έβαλε το πιστόλι στην τσέπη του, ζητώντας να τον αφήσουν να βγει από την πίσω έξοδο ασφαλείας. Επειδή ήταν κλειδωμένη, ζήτησε να του την ανοίξει ο διευθυντής και εκείνος αν και τον προειδοποίησε ότι θα κτυπούσε ο συναγερμός ο ίδιος επέμεινε, μη αντιλαμβανόμενος ουσιαστικά τι κάνει.
Περιέγραψε στην απολογία του ότι όταν άνοιξε η πόρτα, κτύπησε ο συναγερμός και βγήκε ο ίδιος πεζός περπατώντας και μονολογώντας.
Όταν εντοπίστηκε από την αστυνομία συνεργάστηκε μαζί τους, ομολόγησε και τους οδήγησε στο σημείο που είχε κρύψει τα χρήματα.
Θυμίζουμε ότι ο 30χρονος, ύψους 1,70 μέτρων περίπου, εύσωμος με μούσια, φορώντας καφέ καπέλο, περούκα, αθλητικά παπούτσια και μαύρη φόρμα στα πλάγια της οποίας υπήρχε μια άσπρη ρίγα και σκουρόχρωμο μπουφάν, εισήλθε περί ώραν 13.44 της 13ης Δεκεμβρίου 2016 στο υποκατάστημα της τράπεζας στην περιοχή «Πλάτανος» στο Φαληράκι, επί της Εθνικής Οδού Ρόδου – Λίνδου.
Από την αξιοποίηση του βιντεοληπτικού υλικού που είχαν στην διάθεσή τους οι αστυνομικοί από το σύστημα εσωτερικής μαγνητοσκόπησης της τράπεζας και από μαρτυρίες δύο ατόμων που διατηρούν καταστήματα πλησίον της τράπεζας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για τον 30χρονο και πραγματοποίησαν έφοδο στην οικία του κοντά στο Γκόλφ Αφάντου.
Την ώρα εκείνη ο δράστης πλησίαζε την οικία του με ένα μοτοποδήλατο και όταν ακινητοποιήθηκε και ελέγχθηκε ομολόγησε ότι ήταν ο δράστης της ληστείας.
Παρέδωσε στους αστυνομικούς ένα πιστόλι κρότου, που έφερε 7 φυσίγγια, 35 ακόμη φυσίγγια, τα ρούχα που φορούσε και μια περούκα που είχε χρησιμοποιήσει.
Από την αυλή της οικίας του παρέδωσε στους αστυνομικούς σε «καβάτζα» στον κορμό ενός δέντρου τα κλοπιμαία και συγκεκριμένα το χρηματικό ποσό των 16.680 ευρώ και ένα χαρτονόμισμα 100 δολαρίων.
Ως συνήγορος υπεράσπισής του παρίσταται ο δικηγόρος κ. Ακης Δημητριάδης.
Πηγή:www.dimokratiki.gr