Ρώσοι αναλυτές πετρελαίου και φυσικού αερίου, παρακινούμενοι από το υπουργείο Ενέργειας, προσπαθούν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι οι
ενεργειακές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ κινείται ολοταχώς προς τα εμπρός. Στα συνέδρια και στα σεμινάρια στη Μόσχα, αναφέρονται στις υποτιθέμενες επιτυχίες των Ρώσων διαπραγματευτών, οι οποίοι φέρεται να είναι σε θέση να πείσουν τους Ευρωπαίους ομολόγους τους για την λανθασμένη ερμηνεία από πλευράς ΕΕ, των βασικών στοιχείων του Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου, το νομοθετικό θεμέλιο για την αντιμετώπιση των μονοπωλίων και την προώθηση του ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας.
Το πρόβλημα είναι πως αυτές οι επιτυχίες δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική λήψη αποφάσεων στο επίπεδο της Κομισιόν ή άλλων ρυθμιστικών οργανισμών της ΕΕ, όπου οι διαπραγματευτές μπορούν πραγματικά να λάβουν αποφάσεις αντί να υπεκφεύγουν για μικρές ρυθμιστικές ατέλειες: προς το παρόν, οι διαπραγματεύσεις Ρωσίας-ΕΕ δεν προχωρούν πέρα από την επικοινωνία σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και ως εκ τούτου είναι απολύτως άσκοπες. Για αρκετά χρόνια τώρα, αξιωματούχοι της ΕΕ και της Ρωσίας έχουν κάνει δηλώσεις κατά κύριο λόγο για την προοπτική επανέναρξης του διαλόγου σε υψηλό επίπεδο, όχι για τις επιτυχίες της διαδικασίας διαπραγμάτευσης.
Το κύριο εμπόδιο στις ενεργειακές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και της ΕΕ, είναι η σύγκρουση των αντιλήψεών τους για την ενεργειακή ασφάλεια. Η Μόσχα ισχυρίζεται ότι η μεγαλύτερη απειλή για την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια είναι η αναξιοπιστία της Ουκρανίας ως χώρα διέλευσης αερίου, ενώ οι Βρυξέλλες εκτιμούν πως η κατασκευή νέων ρωσικών αγωγών παρακάμπτοντας την Ουκρανία, δεν θα κάνουν τίποτα για να βελτιώσουν την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ.
Η ΕΕ υπογραμμίζει ότι η Ουκρανία δεν έχει παραβιάσει ποτέ τις υποχρεώσεις της διαμετακόμισης ενώ η Ρωσία είχε διακόψει την παροχή σε κάποιες από τις πιο κρύες ημέρες το 2006 και το 2009, και στη συνέχεια μείωσε σημαντικά τον όγκο των εξαγωγών προς την Ευρώπη στα τέλη του 2014, κάθε φορά για πολιτικούς λόγους. Οι Βρυξέλλες εκτιμούν ότι η πραγματική απειλή για την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια δεν είναι η Ουκρανία αλλά μάλλον η μη προβλεψιμότητα των ρωσικών αρχών. Η ΕΕ είναι επομένως πρόθυμη να επιβαρυνθεί με επιπλέον έξοδα και να λάβει αποφασιστικά μέτρα για να μειώσει την εξάρτηση των μελών της ΕΕ από την Gazprom.
Ως αποτέλεσμα, η ΕΕ ψάχνει και αλλού για το φυσικό της αέριο. Η κατασκευή του Νότιου Διαδρόμου φυσικού αερίου έχει ξεκινήσει προκειμένου να μεταφέρει αέριο στην Ευρώπη μέσω της Τουρκίας από νέες πηγές, συμπεριλαμβανομένου του Αζερμπαϊτζάν. Αργότερα, το αέριο θα εισάγεται κατά μήκος αυτού του διαδρόμου από το Ιράν, το Κουρδιστάν του Ιράκ και πιθανώς το Τουρκμενιστάν. Τα ρυθμιστικά όργανα της ΕΕ έχουν επίσης εγκρίνει ένα ψήφισμα για την υποστήριξη νέων οδών παράδοσης αερίου από τη Μεσόγειο και για την ανάπτυξη ενός δικτύου τερματικών υγροποίησης φυσικού αερίου. Ακόμη περισσότερο, οι αγωγοί συνδέονται κατά μήκος των εθνικών συνόρων έτσι ώστε το αέριο να μπορεί να μεταφέρεται από τη μία χώρα στην άλλη εάν η Μόσχα αποφασίσει να αναστείλει ξανά τις παραγγελίες.
Το επόμενο βήμα, το οποίο θα υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής του Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου, είναι η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ενεργειακής ένωσης που θα θεσπίζει πρότυπα για την πώληση αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας και προσφέρει ένα σύστημα για τον συντονισμό της δράσης σε περίπτωση μιας κρίσης εφοδιασμού. Ορισμένοι εμπειρογνώμονες έχουν αρχίσει να μιλάνε για ένα νέο μοντέλο για την ευρωπαϊκή αγορά στην οποία η ΕΕ θα ενοποιήσει τα δίκτυά της μεταφοράς αερίου και θα διαμορφώσει ένα ενιαίο και διαφανές σύστημα δασμών για το εισαγόμενο αέριο, το οποίο θα ισχύσει την στιγμή της εισόδου στο δίκτυο μεταφορών και θα υπολογίζεται ανεξάρτητα από τις συμφωνίες εφοδιασμού και εμπορίου. Αυτού του είδους οι ιδέες γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς στην Ευρώπη, αλλά συναντούν αντιδράσεις στη Ρωσία.
Στα επόμενα έτη, η αγορά αερίου θα διαμορφώνεται ολοένα και περισσότερο από το υγροποιημένο φυσικό αέριο, το οποίο μπορεί να διαπραγματεύεται ως ένα κανονικό εμπόρευμα σε όλο τον κόσμο, χωρίς συμβόλαια που να συνδέονται με τη διαθεσιμότητα αγωγών μεγάλων αποστάσεων. Η προσφορά LNG θα υπερβεί σε μεγάλο βαθμό την ζήτηση μέχρι 2022-2024, σημείο στο οποίο νέα projects LNG θα εισαχθούν και δεξαμενές LNG θα υπερβούν τους αγωγούς φυσικού αερίου.
Η Ευρώπη είναι καλά προετοιμασμένη να αντικαταστήσει το φυσικό αέριο του αγωγού με LNG: τα ισχύοντα τερματικά αυτή τη στιγμή λειτουργούν με λιγότερο από το 20% της χωρητικότητας. Τα εμπόδια για την μεγιστοποίηση της δυναμικότητας περιλαμβάνουν την ασυνεπή κατανομή των τερματικών σταθμών ανά την ήπειρο και την απουσία διασυνοριακών συνδέσμων μεταξύ των εθνικών δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου. Και τα δύο αυτά προβλήματα θα επιλυθούν σταδιακά, σημείο ύστερα από το οποίο ο ανταγωνισμός με το φυσικό αέριο θα βασίζεται στο κόστος. Η Gazprom, η οποία έχασε το πλοίο του LNG, έχει ήδη αναγκαστεί να στηριχθεί στο ντάμπινγκ των τιμών προκειμένου να διατηρήσει την θέση της στην Ευρώπη και είναι ασαφές πόσο το ρωσικό μονοπώλιο αντέχει οικονομικά να πουλά αέριο με ζημιά.
Η Gazprom αποφάσισε να ακολουθήσει την συνήθη προσέγγισή της και να αποκρούσει την επίθεση του LNG: στέλνοντας ομιλητές στα διεθνή συνέδρια προκειμένου να υποστηρίξουν ότι το αμερικανικό αέριο χάνει τον πόλεμο των τιμών με το ρωσικό αέριο στην Ευρώπη. Υπάρχουν δύο προβλήματα με αυτή την θέση: οι υπολογισμοί που κάνουν για να εκτιμήσουν το αρχικό κόστος του ρωσικού αερίου, είναι αρκετά “τραβηγμένοι” και οι προμηθευτές εκτός των ΗΠΑ αγνοούνται. Ακόμη και αν το αέριο από τη Βόρεια Αμερική χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο σε άλλες αγορές, όπως η Βραζιλία, και η Ιαπωνία, οι παραγωγοί της Μέσης Ανατολής θα στραφούν στην Ευρώπη για να πουλήσουν το πλεονάζον φυσικό αέριο. Επομένως η Ευρώπη είναι πιθανό να κατακλυστεί με φθηνό αέριο τα επόμενα χρόνια. Στην Ευρώπη, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, η στρατηγική της Gazprom είναι αδιέξοδη.
capitalgr