κτηματολογικών τόμων, που ακολουθείτο επί σειράν ετών από δικηγόρους της Ρόδου κι όχι μόνο, στα πλαίσια της ασκήσεως των καθηκόντων τους.
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη πρακτική «ανεπίτρεπτη» και καθιστά σαφές ότι θα πρέπει να ελέγχεται αυστηρά τόσο αυτός που παραβιάζει κατάφωρα τις σχετικές διατάξεις του νόμου όσο και ο συμμέτοχος στην παραβίαση αυτή.
Ουσιαστικά δηλαδή η απαγόρευση, που τέθηκε το τελευταίο διάστημα αρμοδίως στο Κτηματολόγιο Ρόδου και προκάλεσε αντιδράσεις στους κόλπους των δικηγόρων της Ρόδου, «θωρακίζεται» και με γνωμοδότηση ανώτατου Εισαγγελικού Λειτουργού.
Στο μεταξύ η προαναγγελία που υπήρξε για την πραγματοποίηση γενικής συνέλευσης των δικηγόρων με αποκλειστικό θέμα τα προβλήματα που έχουν ανακύψει στη λειτουργία του κτηματολογίου, δεν υλοποιήθηκε καθώς διαπιστώθηκε ότι προς τούτο δεν υπήρξε συνεννόηση μεταξύ των μελών της διοίκησης του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου, κι ότι ανελήφθησαν μεμονωμένες πρωτοβουλίες που δεν τελεσφόρησαν.
Στην γνωμοδότηση αναφέρονται συγκεκριμένα τα εξής:
«Προς Τον Δικαστή του Κτηματολογικού Γραφείου Ρόδου
Σχετ. Το 6854/119/22-11-2016 έγγραφο σας.
Θέμα: Για την νομιμότητα της φωτογράφησης των Κτηματικών Τόμων του Κτηματολογικού Γραφείου Ρόδου .
Ι. Με το άρθρο 8 τταρ. 2 του Ν. 510/1947 διατηρήθηκε σε ισχύ το 132/1929 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη της Δωδεκανήσου με το οποίο κυρώθηκε ο Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου, του οποίου οι διατάξεις είναι δημοσίας τάξεως.
Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου είναι ο εκάστοτε Πρόεδρος Πρωτοδικών ή ο δικαστής που αυτός ορίζει, του οποίου οι διατάξεις έχουν δικαιοδοτικο χαρακτήρα (Π. Θεοδωρόπουλος: Το ισχύον εν Δωδεκανήσω Δίκκαιον Έκδοση 1981 του Υπουργείου Δικαιοσύνης σελ. 119 και επ.).
II. Σύμφωνα με το άρθρο 79 του Κτηματολογικού αυτού Κανονισμού:
«Το Κτηματικόν Βιβλίον είναι δημόσιον και πας τις δύναται να λάβη γνώσιν Δύνανται να χορηγώνται εις τον αποδεικνύοντα έννομον συμφέρον πιστοποιητικά περί εγγραφών και περί γενομένης καταχωρίσεως εν τω Κτηματικό Βιβλίω. Ο αιτών δέον να καθορίζη το αίτιον και την σκοπουμένην χρήσιν αυτών.
Τα πιστοποιητικά εν ουδεμία περιπτώσει Θα δύνανται να υποκαταστήσωσι τους Κτηματικούς Τίτλους ως προς τας διά τούτους καθορισθείσας συνεπείας.
Επιτρέπεται εις πάντα να λάβη γνώσιν του περιεχομένου τον κτηματολογικού τεύχους. Αντίγραφα των εν αυτώ φυλασσομένων εγγράφων και των προσαχθέντων είτε διά την βεβαίωσιν είτε διά τας διαδοχικάς καταχωρίσεις ως και των διαταγών αποφάσεων και διατάξεων δύνανται να χορηγώνται κατόπιν αιτήσεως εις του έχοντας έννομον συμφέρον και μόνον εις αυτούς. Τα αντίγραφα των εγγράφων δεν δύνανται να εκδίδωνται υπό τύπον αποσπασμάτων.
Το Κτηματολογικόν Γραφείον οφείλει τη αιτήσει του νομίμου κατόχου ενός Κτηματικού Τίτλου να εκδώσει βεβαίωσιν περί ενημερότητος και συμφωνίας του Τίτλου προς το Κτηματικόν Βιβλίον ένθα η εγγραφή του ακινήτου. Η έρευνα του Κτηματικού Βιβλίου οφείλει τη αιτήσει του νομίμου κατόχου ενός Κτηματικού Τίτλου να εκδώση βεβαίωσιν περί ενημερότητος και συμφωνίας του Τίτλου προς το Κτηματικόν Βιβλίον ένθα η εγγραφή του ακινήτου.
Η έρευνα του Κτηματικού Βιβλίου ή των κτηματολογικών τευχών και αι αιτήσεις περί οιασδήποτε εργασίας σχετικής προς κτηματικό, δικαιώματα επιτρέπονται εις ώρας καθορισθείσας υπό του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου.
Κατά την μελέτην παρίστανται πάντοτε εις υπάλληλος. Απασαι αι προειρημέναι εργασίαι εκτελούνται κατόπιν αιτήσεως επί φύλλου χαρτοσήμου και μετά καταβολήν των νενομισμένων δικαιωμάτων.
Κατά της διατάξεως του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου ήτις απορρίπτει αίτησιν σχετικήν προς τας προαναφερόμενος πράξεις επιτρέπεται ιεραρχική προσφυγή».
Έτσι πρόσβαση στα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία έχουν όσοι έχουν συγκεκριμένο έννομο συμφέρον που κρίνεται σε περίπτωση αμφισβήτησης τελειωτικά από τον Προϊστάμενο Κτηματολογικό Δικαστή. Επίσης πρόσβαση σε αυτά έχουν οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι και τα όργανα εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων.
Οι παραπάνω μπορούν να λαμβάνουν πιστοποιητικά ή αντίγραφα από τα τηρούμενα στοιχεία. Μάλιστα για την χορήγηση αυτή προβλέπεται και η επικόλληση από τον αιτούντα συγκεκριμένων τελών για κάθε σχετική αίτηση, αντίγραφο ή πιστοποιητικό, με βάση την ειδική για το κεφάλαιο αυτό 1505525/26-9-2002 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που αφορά τα Κτηματολογικά Γραφεία Ρόδου, Κώ και Λέρου.
Η μορφή αυτή λήψεως αντιγράφων είναι δεσμευτική για όλους τους ενδιαφερόμενους και πάντοτε σε αυτή εμπλέκεται η Διοίκηση του Κτηματολογίου αφού σκοπός του νομοθέτη είναι η διαφύλαξη της ακεραιότητας των τηρούμενων στοιχείων και η αυστηρή πρόσβαση σε αυτά γι’ αυτό και έχει ορισθεί η παρουσία υπαλλήλου ακόμα και κατά την μελέτη αυτών.
III. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η φωτογράφιση των στοιχείων αυτών με συνήθεις φωτογραφικές μηχανές, κινητά τηλέφωνα ή άλλη συσκευή που έχει τέτοια δυνατότητα είναι ανεπίτρεπτη διότι στην ουσία ισοδυναμεί με αυθαίρετη λήψη αντιγράφων των βιβλίων και λοιπών στοιχείων και μάλιστα χωρίς καταβολή των ανάλογων τελών. Τα έγγραφα που λαμβάνονται με τον τρόπο αυτό (φωτογράφηση) μπορεί εύκολα να εκτυπωθούν και να χρησιμοποιηθούν, ενώ επίσης είναι εύκολη και η αλλοίωση τους μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία του Κτηματολογίου αποτελούν αρχείο, με την έννοια του α. 2 περ. ε! του Ν. 2472/1997, όπως αντ. από το άρθρο 18 παρ. 2 του 3471/2006 , και κολάζεται από το άρθρου 22 παρ. 4 του ίδιου Νόμου (Α. Κουτσουράδης Η ροή πληροφοριών στις αστικές έννομες σχέσεις 1997 σελ. 397).
Η συμπεριφορά αυτή σαφώς είναι ανεπίτρεπτη και πρέπει να ελέγχεται αυστηρά τόσο αυτός που παραβιάζει κατάφωρα με τον τρόπο αυτό τις παραπάνω σαφείς διατάξεις όσο ο συμμέτοχος στην παραβίαση αυτή, ο οποίος ενδεχομένως ενθαρρύνει την παραβίαση αυτή ή παρεμβαίνει κατά την υλοποίηση τους. Επίσης είναι αυτονόητο ότι πρέπει να ελέγχεται αντίστοιχα και ο υπάλληλος που επιτρέπει ή ανέχεται τέτοιες πρακτικές.
IV. Ο νομοθέτης έχει βέβαια την ευχέρεια να ρυθμίσει το κεφάλαιο αυτό διαφορετικά και να ορίσει ως τρόπο λήψης αντιγράφων και την φωτογράφηση των σχετικών εγγραφών ή και την λήψη αυτών μέσω του διαδικτύου. Αυτός όμως μέχρι τώρα για το κεφάλαιο αυτό δεν έχει προβεί σε κάποια σχετική ειδική ρύθμιση , εκτός από αυτή του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 2624/1998, όπως αντ. από το άρθρο 2 παρ. 17 του Ν. 4164/2013, για το Εθνικό Κτηματολόγιο που επιτρέπει την λήψη αντιγράφων ηλεκτρονικά, δηλαδή και με την μορφή αυτή . Αλλά και η ρύθμιση αυτή είναι ατελής αφού δεν έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα η σχετική υπουργική απόφαση , που προβλέπεται από την διάταξη αυτή , για τον τρόπο εφαρμογής αυτής της σύγχρονης ρύθμισης.
Ο Αντεισαγγελέας τού Αρείου Πάγου
Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης».
Πηγή:www.dimokratiki.gr