Φθινοπωρινό απόγευμα στον Βόσπορο και ένα από τα καραβάκια που μεταφέρουν χιλιάδες επιβάτες καθημερινά από την ευρωπαϊκή πλευρά της
Κωνσταντινούπολης προς την ασιατική και «τα νησιά» κατευθύνεται με συνοδεία γλάρων και φόντο τον ήλιο που σβήνει στη θάλασσα του Μαρμαρά προς τη νήσο Χάλκη. Τα νησιά, όπως τα αποκαλούν οι Ρωμιοί της Πόλης, υπήρξαν τόπος εξορίας για τους Βυζαντινούς πρίγκιπες και αργότερα τόπος αναψυχής και διαμονής κατά τους καλοκαιρινούς μήνες της εύπορης ρωμαίικης κοινότητας. Σήμερα κατοικούνται από ελάχιστες οικογένειες Ρωμιών και Τούρκων που έχουν επιλέξει να παραμείνουν εκεί, μακριά από την πολύβουη Κωνσταντινούπολη των 15 και πλέον εκατομμυρίων.
Πλησιάζοντας το νησί, μπορεί κανείς να διακρίνει στην κορυφή του πευκόφυτου λόφου «Ελπίδα» το μεγαλοπρεπές κτίριο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που υπήρξε η κύρια θεολογική σχολή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως από το 1844, οπότε ιδρύθηκε από τον Πατριάρχη Γερμανό Δ΄, έως το 1971 που έκλεισε ύστερα από νόμο του τουρκικού κράτους ο οποίος προέβλεπε το κλείσιμο των ανώτερων και ανώτατων χριστιανικών και ισλαμικών θεολογικών σχολών στη χώρα.
Εχει πλέον σκοτεινιάσει και ανηφορίζοντας μέσα από τα σοκάκια του νησιού και τις ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής ξύλινες κατοικίες με την περίτεχνη διακόσμηση, φτάνω στο κατώφλι της Σχολής, όπου με υποδέχεται ο πατήρ Γεδεών –ένας από τους τέσσερις μοναχούς που με ηγούμενο τον μητροπολίτη Προύσης κ. Ελπιδοφόρο αποτελούν την κοινότητα της μονής–που θα με ξεναγήσει στις εγκαταστάσεις της σχολής τις επόμενες μέρες.
Η Σχολή είναι χτισμένη γύρω από τον Ναό της Αγίας Τριάδος, που θεμελιώθηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους και σήμερα, ύστερα από την παύση των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, λειτουργεί ως μοναστήρι με τις εγκαταστάσεις της Σχολής ανοιχτές στο κοινό για επίσκεψη. Γύρω από το κτίριο εκτείνονται θεματικοί κήποι με φυτά από όλο τον κόσμο, αλλά και κάποια που αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Η ανάπλαση των κήπων και η δημιουργία θεματικών ενοτήτων έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια και αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας του Πατριαρχείου να ανοίξει τις εγκαταστάσεις στο κοινό, δημιουργώντας έναν αειφόρο και αυτοδιαχειριζόμενο μοναστηριακό κήπο με έντονους συμβολισμούς και αισθητικό ενδιαφέρον. Οι εγκαταστάσεις της Σχολής λειτουργούν πλέον ως μουσείο επισκέψιμο για το κοινό. Ελληνες αλλά και Τούρκοι επισκέπτες περνούν καθημερινά το κατώφλι της, για να περπατήσουν στους κήπους, να ξεναγηθούν στις εγκαταστάσεις και να προσκυνήσουν στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος.
Περπατώντας κανείς στους διαδρόμους με τα χρωματιστά περίτεχνα πλακάκια, τις αίθουσες διδασκαλίας με τα ξύλινα θρανία και τους μαυροπίνακες, και πάντα υπό το βλέμμα του Κεμάλ Ατατούρκ, πορτρέτα και προτομές του οποίου κοσμούν όλες τις αίθουσες διδασκαλίας, έχει την εντύπωση πως ο χρόνος έχει σταματήσει σε μια άλλη εποχή. Πολύ πριν από το καλοκαίρι του 1971, όταν οι τελευταίοι απόφοιτοι άφησαν τα ξύλινα θρανία και τους κοιτώνες ύστερα από το τέλος της λειτουργίας της Σχολή. Μια εποχή που κουβαλά τις μνήμες και αναδίδει το άρωμα των εκατό και πλέον χρόνων, διάστημα στο οποίο έζησαν και σπούδασαν εκεί διαπρεπείς θεολόγοι, μητροπολίτες και πατριάρχες.
Ολα αυτά τα χρόνια και μέχρι πρότινος που άρχισε πλέον να συζητείται επίσημα το ζήτημα της επαναλειτουργίας της, ο χώρος της Σχολής θα παραμείνει κλειστός, κρύβοντας μέσα του ιστορία και αναμνήσεις και διατηρώντας άσβεστη την ελπίδα και την αναμονή για την επαναλειτουργία της. Η συντήρηση του κτιρίου και των πολύτιμων κειμηλίων, η καταλογογράφηση και ψηφιοποίηση της βιβλιοθήκης, που θεωρείται από τις πιο πλούσιες στον κόσμο σε παλαιότυπα και σπάνια βιβλία, η περιποίηση των κήπων και των οικόσιτων ζώων αποτελούν το καθημερινό διακόνημα των τεσσάρων μοναχών, που με την καθοδήγηση του ηγούμενου και σχολάρχη μητροπολίτη Ελπιδοφόρου έχουν αναλάβει να συντηρήσουν το κτίριο και να το καταστήσουν έτοιμο να δεχτεί τους πρώτους σπουδαστές.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Περιοδικό “Κ”