Ο «ιερός πόλεμος» γύρω από το μάθημα των Θρησκευτικών «καλά κρατεί», ακόμα και μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων
Η όλη υπόθεση εξελίσσεται σε έναν πολυμέτωπο δικαστικό αγώνα, καθώς οι γνωστές διαμάχες και αντιπαραθέσεις δεν περιορίζονται μόνο σε ιδεολογικό επίπεδο και σε αντιδράσεις για σχεδιασμούς της πολιτείας, αλλά φέρνουν και θεολόγους αντιμέτωπους μεταξύ τους σε σκληρές «κόντρες» ενώπιον της
δικαιοσύνης, που λειτουργεί μάλλον «πυροσβεστικά».
Πρόσφατα η Πανελλήνια Ενωση Θεολόγων, μεμονωμένα μέλη της και γονείς μαθητών «άνοιξαν τον χορό» της δικαστικής πλέον αντιπαράθεσης με την πολιτεία , προσφεύγοντας στο Συμβούλιο της Επικρα-
τείας για τα Θρησκευτικά, ενώ εντείνοντας στο δικαστικό πεδίο τον «ιερό πόλεμο», η ΠΕΘ προσέφυγε και στο Πρωτοδικείο, προσπαθώντας να βάλει «λουκέτο» στο «αντίπαλο» θεολογικό σωματείο, με το οποίο «βρίσκεται στα μαχαίρια» για τις διαφορετικές αντιλήψεις τους γύρω από τα Θρησκευτικά.
Στην ασυνήθιστη δικαστική διαμάχη μεταξύ θεολόγων, το Πρωτοδικείο Αθηνών αρνήθηκε να ανακαλέσει την προ 5ετίας απόφαση Ειρηνοδικείου, που επέτρεψε να ιδρυθεί ο «Πανελλήνιος Θεολογικός
Σύνδεσμος ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης», ενώ ταυτόχρονα απέρριψε
αίτηση της ΠΕΘ να διαταχθεί η διάλυση του αντίπαλου σωματείου με τις «νεωτερίζουσες» απόψεις περί
Θρησκευτικών.
Σύνδεσμος ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης», ενώ ταυτόχρονα απέρριψε
αίτηση της ΠΕΘ να διαταχθεί η διάλυση του αντίπαλου σωματείου με τις «νεωτερίζουσες» απόψεις περί
Θρησκευτικών.
Χριστιανικό μήνυμα
Η Δικαιοσύνη απευθύνοντας ουσιαστικά στους αντιδίκους το χριστιανικό μήνυμα «ειρήνη υμίν», εξήγησε ότι η διαφορά ανάμεσα στα δύο σωματεία ανάγεται σε επίπεδο ιδεολογικήςεπιστημονικής διαμάχης τους και ότι δεν θα μπορούσε να γίνει δίκη προθέσεων ούτε να εμποδιστεί ευθύς εξ αρχής η λειτουργία ενός σωματείου, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με προληπτική παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και του συνταγματικού δικαιώματος για σύσταση ενώσεων.
Η Δικαιοσύνη απευθύνοντας ουσιαστικά στους αντιδίκους το χριστιανικό μήνυμα «ειρήνη υμίν», εξήγησε ότι η διαφορά ανάμεσα στα δύο σωματεία ανάγεται σε επίπεδο ιδεολογικήςεπιστημονικής διαμάχης τους και ότι δεν θα μπορούσε να γίνει δίκη προθέσεων ούτε να εμποδιστεί ευθύς εξ αρχής η λειτουργία ενός σωματείου, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με προληπτική παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και του συνταγματικού δικαιώματος για σύσταση ενώσεων.
Περνώντας στην επίθεση, η ΠΕ Θ επικαλούμενη την 65ετή λειτουργία της και τα τουλάχιστον 3.000 μέλη της, ζήτησε την ανάκληση της ίδρυσης και τη διάλυση του άλλου σωματείου, υποστηρίζοντας ότι έχει παράνομη δράση και σκοπό, δηλαδή την κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών, καθώς αποδύθηκε σε αγώνα να εισαχθεί το νέο πρόγραμμα σπουδών, του οποίου η συγγραφή και προώθηση στοιχειοθετούν το αδίκημα του αθέμιτου προσηλυτισμού, Ρόλο «πυροσβέστη» ανέλαβε η Θέμιδα στη δικαστική διαμάχη που έχει ξεσπάσει μεταξύ των δύο θεολογικών σωματείων, με το παλιό να απαιτεί «λουκέτο» στο νέο, λόγω των διαφορετικών αντιλήψεών τους σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών Το Πρωτοδικείο απέρριψε αίτηση της ΠΕΘ να διαταχθεί η διάλυση του αντίπαλου σωματείου με
τις «νεωτερίζουσες» απόψεις περί Θρησκευτικών.
τις «νεωτερίζουσες» απόψεις περί Θρησκευτικών.
Η Δικαιοσύνη λέει «ειρήνη υμίν» στον… πόλεμο των θεολόγων με συνέπεια να βάλλει ευθέως κατά της δημόσιας τάξης. Χαρακτήρισε επίσης καταχρηστική τη λειτουργία του, γιατί, ενώ έχει μικρό αριθμό μελών, εμφανίζεται να εκπροσωπεί τους θεολόγους της χώρας (μολονότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ανήκουν στην ΠΕΘ), διατυπώνοντας αντίθετες απόψεις προς την πλειοψηφία των θεολόγων, αναπτύσσοντας συκοφαντική ρητορική κατά της ΠΕΘ, θεωρώντας τη σωματείο παρωχημένο, σκοταδιστικό, ανίκανο να συμμετάσχει στη διαμόρφωση θρησκευτικής παιδείας, χρησιμοποιώντας την ιδιότητα των μελών του ως ορθοδόξων θεολόγων για προώθηση πολιτικών θέσεων, περιθωριοποιώντας παράλληλα τα μέλη της ΠΕΘ από τον διάλογο με κυβερνητικούς φορείς για τη διαμόρφωση των Θρησκευτικών.
Η δικαστική απόφαση
Το Πρωτοδικείο σημείωσε ότι ο δικαστικός έλεγχος αφορά το κατά πόσον το καταστατικό είναι σύμφωνο με τον νόμο, τη δημόσια τάξη, τα χρηστά ήθη και όχι τις υποκρυπτόμενες προθέσεις που αποδίδονται στους
ιδρυτές του και πως, με βάση αυτό, προκύπτει ότι το αντίδικο σωματείο δεν ευαγγελίζεται τον εξοβελισμό
της θρησκευτικής εκπαίδευσης, ούτε επιδιώκει να επιβάλει στους μαθητές απόψεις θρησκευτικές ή αθεϊσμού.
Το Πρωτοδικείο σημείωσε ότι ο δικαστικός έλεγχος αφορά το κατά πόσον το καταστατικό είναι σύμφωνο με τον νόμο, τη δημόσια τάξη, τα χρηστά ήθη και όχι τις υποκρυπτόμενες προθέσεις που αποδίδονται στους
ιδρυτές του και πως, με βάση αυτό, προκύπτει ότι το αντίδικο σωματείο δεν ευαγγελίζεται τον εξοβελισμό
της θρησκευτικής εκπαίδευσης, ούτε επιδιώκει να επιβάλει στους μαθητές απόψεις θρησκευτικές ή αθεϊσμού.
Αντίθετα, κατά τις διακηρυκτικές του αρχές, τα μέλη του εμφανίζονται προβληματισμένα από την αποστασιοποίηση των νέων από τις θρησκευτικές κοινότητες και τις παραδόσεις τους και γι’ αυτό επιδιώκουν να αναμορφωθεί το περιεχόμενο των Θρησκευτικών, με εμπλουτισμό της ύλης του, δίχως στοιχεία κατηχισμού, για να εκσυγχρονιστεί και να γίνει -κατά τη γνώμη τους-πιο λειτουργικό και ωφέλιμο.
Στη δικαστική απόφαση (1796/16) τονίζεται ότι δεν προκύπτει αντίθεση στον νόμο ή στα χρηστά ήθη, αντί-
θετα προς όσα υποστηρίζει η ΠΕΘ, ότι η άμιλλα και ο ανταγωνισμός δύο σωματείων με πνευματικόεπιστημονικό χαρακτήρα σχετικά με αντικρουόμενες απόψεις τους, δεν μπορεί να θεμελιώσει καταχρηστικότητα της ίδρυσης ενός εξ αυτών, ούτε η μετέπειτα συγκυριακή, μεγαλύτερη τυχόν αποδοχή του από τους εκάστοτε πολιτικούς και κυβερνητικούς φορείς.
θετα προς όσα υποστηρίζει η ΠΕΘ, ότι η άμιλλα και ο ανταγωνισμός δύο σωματείων με πνευματικόεπιστημονικό χαρακτήρα σχετικά με αντικρουόμενες απόψεις τους, δεν μπορεί να θεμελιώσει καταχρηστικότητα της ίδρυσης ενός εξ αυτών, ούτε η μετέπειτα συγκυριακή, μεγαλύτερη τυχόν αποδοχή του από τους εκάστοτε πολιτικούς και κυβερνητικούς φορείς.
Προστίθεται ότι οι διαφορές των δύο σωματείων ανάγονται σε επίπεδο ιδεολογικής επιστημονικής διαμάχης, στην οποία επέλεξε να μην παρέμβει ούτε η Εκκλησία της Ελλάδος, όπως προκύπτει από επιστολή του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, όπου αναφέρει: «Τα μαθήματα των Θρησκευτικών, Ελληνικής Γλώσσας, Λογοτεχνίας, Ιστορίας αποτελούν αναγκαία μαθήματα ταυτότητας, διαδραματίζουν σοβαρό ρόλο στη διαμόρφωση του φρονήματος των αυριανών Ελλήνων πολιτών, γι’ αυτό οι απόψεις της Εκκλησίας υπερβαίνουν τις συγκυριακές διαφωνίες επιστημονικών ή πολιτικών χώρων», καταλήγοντας πως «η Ι. Σύνοδος συνειδητά δεν τοποθετήθηκε στη σχετική επιστημονική διαφωνία των δύο ενώσεων θεολόγων» και ότι «οι απόψεις μας δεν σημαίνουν τη συμπαράταξη ή αντιπαράθεση της Εκκλησίας με τις προτάσεις εκατέρας των επιστημονικών ενώσεων ή πολιτικών κομμάτων επί του θέματος».
Το δικαστήριο επικαλείται τη νομολογία για την υποχρεωτική διδασκαλία των Θρησκευτικών με τις αρχές
της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας επί ικανό αριθμό ωρών, με παράλληλη απαλλαγή από αυτό αλλόθρησκων, άθρησκων μαθητών, υπογραμμίζοντας ότι η διαμόρφωση ενός προγράμματος σπουδών, τα
ποιοτικά και ποσοτικά του στοιχεία κλπ. αποτελούν κυρίως έργο διαλόγου ανάμεσα στους εμπλεκόμενους
φορείς, στον οποίο μπορούν να συμβάλουν δημιουργικά και τα δύο σωματεία, ακόμα και μέσω αντίθετων απόψεων, όπως άλλωστε επιβάλλει ο δημοκρατικός και φιλελεύθερος χαρακτήρας του πολιτεύματός μας.
της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας επί ικανό αριθμό ωρών, με παράλληλη απαλλαγή από αυτό αλλόθρησκων, άθρησκων μαθητών, υπογραμμίζοντας ότι η διαμόρφωση ενός προγράμματος σπουδών, τα
ποιοτικά και ποσοτικά του στοιχεία κλπ. αποτελούν κυρίως έργο διαλόγου ανάμεσα στους εμπλεκόμενους
φορείς, στον οποίο μπορούν να συμβάλουν δημιουργικά και τα δύο σωματεία, ακόμα και μέσω αντίθετων απόψεων, όπως άλλωστε επιβάλλει ο δημοκρατικός και φιλελεύθερος χαρακτήρας του πολιτεύματός μας.
Αλέξανδρος Αυλωνίτης
Μονόδρομος ο διάλογος
Η Δικαιοσύνη «πυροσβεστικά» υπέδειξε να συμμετάσχουν όλοι σε γόνιμο διάλογο, που είναι η πεμπτουσία
της δημοκρατίας, με τις αντιτιθέμενες απόψεις τους, χωρίς να είναι βέβαιο ότι η παραίνεσή της θα εισακουστεί, λόγω και της έντασης των παθών.
Η Δικαιοσύνη «πυροσβεστικά» υπέδειξε να συμμετάσχουν όλοι σε γόνιμο διάλογο, που είναι η πεμπτουσία
της δημοκρατίας, με τις αντιτιθέμενες απόψεις τους, χωρίς να είναι βέβαιο ότι η παραίνεσή της θα εισακουστεί, λόγω και της έντασης των παθών.
ΕΘΝΟΣ