Κίνδυνο να μετατραπεί η μερική απασχόληση από μεσοπρόθεσμη λύση περιορισμού της ανεργίας σε δομικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας,
αντίστοιχο με αυτό της μακροχρόνιας ανεργίας, διαβλέπει στην ενδιάμεση έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος. Παράλληλα, αναγνωρίζει τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στην ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας και επισημαίνει ότι δεν έχει επιτευχθεί αντίστοιχη πρόοδος στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας σε όρους τιμών.
Η κεντρική τράπεζα επιλέγει να αναδείξει στην έκθεσή της την πορεία της μερικής απασχόλησης ως ειδικό θέμα, επισημαίνοντας, βέβαια, ότι παρά την αυξητική της τάση, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά (9,4% το 2015) στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Υπογραμμίζει όμως ότι τα τελευταία έτη, το μεγαλύτερο μέρος χαρακτηρίζεται ως ακούσια, καθώς η πλειονότητα των εργαζομένων απασχολείται μερικώς λόγω αδυναμίας εύρεσης πλήρους απασχόλησης. Συγκεκριμένα, το ποσοστό της ακούσιας μερικής απασχόλησης στο σύνολο της μερικής απασχόλησης αυξήθηκε από περίπου 46% το 2000 σε 71,6% το 2015 και είναι το μεγαλύτερο στην Ε.Ε. Τα στοιχεία αυτά προβληματίζουν πολλές διεθνείς οργανώσεις και ερευνητές, καθώς η άνοδος της ακούσιας μερικής απασχόλησης ενδεχομένως οφείλεται σε μακροχρόνιους διαρθρωτικούς και όχι μόνο σε κυκλικούς ή προσωρινούς παράγοντες, γεγονός που μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η διατήρηση της ανοδικής τάσης του ποσοστού ακούσιας μερικής απασχόλησης και μετά την ανάκαμψη της οικονομίας ενδέχεται να έχει αρνητικές συνέπειες στο μεσομακροπρόθεσμο δυνητικό προϊόν της οικονομίας. Αυτό οφείλεται στο ότι θα καταστήσει μόνιμη την υποαπασχόληση σημαντικού τμήματος των διαθέσιμων ανθρώπινων πόρων. Επιπρόσθετα, επιδρά δυσμενώς στα δημόσια οικονομικά και στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Αφενός περιορίζει τα δημόσια έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές και αφετέρου οδηγεί στην ανάγκη εισοδηματικής ενίσχυσης και φοροαπαλλαγών, καθώς και σε αύξηση των δαπανών για παροχές κοινωνικής ασφάλισης και υγείας, προκειμένου να υποστηριχθούν κοινωνικές ομάδες και οι μελλοντικοί συνταξιούχοι που δεν θα μπορούν να συμπληρώσουν επαρκή αριθμό ενσήμων μέσω της μερικής απασχόλησης. Στην πράξη, η ΤτΕ επισημαίνει ότι η παγίωση της αυξητικής τάσης της υποαπασχόλησης μεσομακροπρόθεσμα θα έχει αρνητικές συνέπειες τόσο στην οικονομία όσο και στα δημόσια οικονομικά.
αντίστοιχο με αυτό της μακροχρόνιας ανεργίας, διαβλέπει στην ενδιάμεση έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος. Παράλληλα, αναγνωρίζει τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στην ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας και επισημαίνει ότι δεν έχει επιτευχθεί αντίστοιχη πρόοδος στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας σε όρους τιμών.
Η κεντρική τράπεζα επιλέγει να αναδείξει στην έκθεσή της την πορεία της μερικής απασχόλησης ως ειδικό θέμα, επισημαίνοντας, βέβαια, ότι παρά την αυξητική της τάση, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά (9,4% το 2015) στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Υπογραμμίζει όμως ότι τα τελευταία έτη, το μεγαλύτερο μέρος χαρακτηρίζεται ως ακούσια, καθώς η πλειονότητα των εργαζομένων απασχολείται μερικώς λόγω αδυναμίας εύρεσης πλήρους απασχόλησης. Συγκεκριμένα, το ποσοστό της ακούσιας μερικής απασχόλησης στο σύνολο της μερικής απασχόλησης αυξήθηκε από περίπου 46% το 2000 σε 71,6% το 2015 και είναι το μεγαλύτερο στην Ε.Ε. Τα στοιχεία αυτά προβληματίζουν πολλές διεθνείς οργανώσεις και ερευνητές, καθώς η άνοδος της ακούσιας μερικής απασχόλησης ενδεχομένως οφείλεται σε μακροχρόνιους διαρθρωτικούς και όχι μόνο σε κυκλικούς ή προσωρινούς παράγοντες, γεγονός που μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η διατήρηση της ανοδικής τάσης του ποσοστού ακούσιας μερικής απασχόλησης και μετά την ανάκαμψη της οικονομίας ενδέχεται να έχει αρνητικές συνέπειες στο μεσομακροπρόθεσμο δυνητικό προϊόν της οικονομίας. Αυτό οφείλεται στο ότι θα καταστήσει μόνιμη την υποαπασχόληση σημαντικού τμήματος των διαθέσιμων ανθρώπινων πόρων. Επιπρόσθετα, επιδρά δυσμενώς στα δημόσια οικονομικά και στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Αφενός περιορίζει τα δημόσια έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές και αφετέρου οδηγεί στην ανάγκη εισοδηματικής ενίσχυσης και φοροαπαλλαγών, καθώς και σε αύξηση των δαπανών για παροχές κοινωνικής ασφάλισης και υγείας, προκειμένου να υποστηριχθούν κοινωνικές ομάδες και οι μελλοντικοί συνταξιούχοι που δεν θα μπορούν να συμπληρώσουν επαρκή αριθμό ενσήμων μέσω της μερικής απασχόλησης. Στην πράξη, η ΤτΕ επισημαίνει ότι η παγίωση της αυξητικής τάσης της υποαπασχόλησης μεσομακροπρόθεσμα θα έχει αρνητικές συνέπειες τόσο στην οικονομία όσο και στα δημόσια οικονομικά.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ