ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ
Η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η διασφάλιση της οικονομικής ισχύος και της στρατιωτικής ετοιμότητας των κρατών προϋποθέτει την πρόσβασή τους σε ζωτικές πρώτες ύλες δεν αποτελεί κάτι το καινοφανές. Η διαθεσιμότητα αυτών
των πρώτων υλών, ορυκτών και μη ορυκτών, σε επαρκείς ποσότητες (φυσική/ποσοτική επάρκεια) και σταθερές τιμές (ποιοτική/τιμολογιακή επάρκεια) ήταν άμεσα συνυφασμένη με την ισχύ και την ασφάλεια ενός κράτους, ήδη από τις πρώτες εκφάνσεις των συντεταγμένων πολιτειών της αρχαιότητας. Η επάρκεια και σταθερότητα της ενεργειακής τροφοδοσίας εντάσσεται στην ίδια ακριβώς λογική, οριζόμενη ως η απρόσκοπτη και οικονομικά προσιτή για τον αγοραστή ροή ενεργειακών αγαθών.
Η αντίληψη αυτή της ενεργειακής ασφάλειας μολονότι αποτέλεσε τον θεμελιώδη ορισμό της στη Δύση και μεταξύ εν γένει των κρατών εισαγωγέων, αγνοεί την άλλη πλευρά του νομίσματος, εκείνου του κράτος εξαγωγού, του οποίου οι κρατικές πρόσοδοι εξαρτώνται από τη διαθεσιμότητα αγοραστών και την επάρκεια του επιπέδου τιμολόγησης αυτών των ενεργειακών αγαθών συγκριτικά με τις δικές του οικονομικές ανάγκες.
Στην πρώτη περίπτωση, η έννοια της ενεργειακής ασφάλειας σχετίζεται περισσότερο με την έννοια της ασφάλειας των εισαγωγών, η οποία σε περίπτωση κρίσης ισοσταθμίζεται αναλόγως, αφενός του βαθμού της καθαρής εισαγωγικής εξάρτησης του συγκεκριμένου κράτους και αφετέρου, αναλόγως της πρόσβασής του σε εναλλακτικούς εισαγωγείς ή την αξιοποίηση των στρατηγικών του αποθεμάτων.
Η αντίληψη αυτή της ενεργειακής ασφάλειας μολονότι αποτέλεσε τον θεμελιώδη ορισμό της στη Δύση και μεταξύ εν γένει των κρατών εισαγωγέων, αγνοεί την άλλη πλευρά του νομίσματος, εκείνου του κράτος εξαγωγού, του οποίου οι κρατικές πρόσοδοι εξαρτώνται από τη διαθεσιμότητα αγοραστών και την επάρκεια του επιπέδου τιμολόγησης αυτών των ενεργειακών αγαθών συγκριτικά με τις δικές του οικονομικές ανάγκες.
Στην πρώτη περίπτωση, η έννοια της ενεργειακής ασφάλειας σχετίζεται περισσότερο με την έννοια της ασφάλειας των εισαγωγών, η οποία σε περίπτωση κρίσης ισοσταθμίζεται αναλόγως, αφενός του βαθμού της καθαρής εισαγωγικής εξάρτησης του συγκεκριμένου κράτους και αφετέρου, αναλόγως της πρόσβασής του σε εναλλακτικούς εισαγωγείς ή την αξιοποίηση των στρατηγικών του αποθεμάτων.
Στη δεύτερη περίπτωση η έννοια της ενεργειακής ασφάλειας σχετίζεται περισσότερο με την έννοια της ασφάλειας των εξαγωγών, της διασφάλισης δηλαδή εξαγωγικών αγορών, η οποία σε περίπτωση κρίσης ισοσταθμίζεται αναλόγως (α) της πρόσβασης του συγκεκριμένου κράτους σε εναλλακτικούς αγοραστές ενέργειας και (β) της διαθεσιμότητας εναλλακτικών εξαγώγιμων πρώτων υλών ή αγαθών/υπηρεσιών που θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν την εισοδηματική απώλεια από την εξαγωγή κυρίως πετρελαίου. Η εξεύρεση εναλλακτικών αγορών εξαγωγής φυσικού αερίου είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων εξαιρετικά δυσχερής όταν χαθεί ο αρχικός αγοραστής, ιδίως όταν οι αγορές αυτές δεν είναι πλήρως απελευθερωμένες και διασυνδεδεμένες όπως ισχύει στην περίπτωση της Ασίας και σε μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών αγορών.
Η ανάγκη η ροή των ενεργειακών αγαθών να είναι απρόσκοπτη αποτελεί κοινό αντικειμενικό τόπο στον τρόπο αντίληψης της ενεργειακής ασφάλειας μεταξύ των κρατών εισαγωγέων και των κρατών εξαγωγέων. Αντικειμενική και κοινή είναι επίσης η αντίληψη μεταξύ των δύο βασικών πόλων της ενεργειακής αγοράς στην ανάγκη διαμετακομιστικής ασφάλειας των ενεργειακών αγαθών, ιδίως σε ό,τι αφορά τα choke points του διεθνούς πετρελαϊκού εμπορίου (Στενά του Ορμούζ, Διώρυγα του Σουέζ, Στενά της Μαλάκα, Στενά του Βοσπόρου) και την ασφάλεια των διεθνών αγωγών αερίου και πετρελαίου όταν διέρχονται από τρίτες χώρες. Η κρίση του Σουέζ το 1956 και οι ευρωρωσικές κρίσεις αερίου το 2006 και το 2009 αποτελούν σαφή παραδείγματα. Η διάσταση της διαμετακομιστικής ασφάλειας μας εισάγει και στην τέταρτη ή οριζόντια διάσταση της ενεργειακής ασφάλειας, εκείνης που αφορά την ασφάλεια των υποδομών τόσο σε συμβατικές απειλές όσο και σε απειλές κυβερνοπολέμου.
Ωστόσο, η μεγάλη υποκειμενικότητα στην αντίληψη ενεργειακής ασφάλειας εντοπίζεται στο επίπεδο τιμολόγησης των ενεργειακών αγαθών και κυρίως του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που καλύπτουν και θα συνεχίσουν –τουλάχιστον έως το 2040– να καλύπτουν περί τα 2/3 της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης. Θα ήταν ευχής έργον εάν η τιμολόγηση αυτή υπάκουε στους νόμους της ελεύθερης αγοράς και αυτορρυθμιζόταν αυτοματοποιημένα, αλλά η πετρελαϊκή αγορά αποτελεί ειδική περίπτωση καθώς (α) υπάρχει μεγάλη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη ανελαστικότητα στη ζήτηση πετρελαίου και (β) υπάρχει πολύ μεγάλη συγκέντρωση αποθεμάτων, εξαγωγών και χαμηλού κόστους παραγωγής στα χέρια του ΟΠΕΚ, ενός διακρατικού καρτέλ, την ίδια ώρα που και οι μεγαλύτεροι εκτός ΟΠΕΚ εξαγωγείς είναι και πάλι κρατικά ελεγχόμενες εταιρείες από τη Ρωσία, το Καζαχστάν, τη Νορβηγία και το Μεξικό.
Η ανάγκη η ροή των ενεργειακών αγαθών να είναι απρόσκοπτη αποτελεί κοινό αντικειμενικό τόπο στον τρόπο αντίληψης της ενεργειακής ασφάλειας μεταξύ των κρατών εισαγωγέων και των κρατών εξαγωγέων. Αντικειμενική και κοινή είναι επίσης η αντίληψη μεταξύ των δύο βασικών πόλων της ενεργειακής αγοράς στην ανάγκη διαμετακομιστικής ασφάλειας των ενεργειακών αγαθών, ιδίως σε ό,τι αφορά τα choke points του διεθνούς πετρελαϊκού εμπορίου (Στενά του Ορμούζ, Διώρυγα του Σουέζ, Στενά της Μαλάκα, Στενά του Βοσπόρου) και την ασφάλεια των διεθνών αγωγών αερίου και πετρελαίου όταν διέρχονται από τρίτες χώρες. Η κρίση του Σουέζ το 1956 και οι ευρωρωσικές κρίσεις αερίου το 2006 και το 2009 αποτελούν σαφή παραδείγματα. Η διάσταση της διαμετακομιστικής ασφάλειας μας εισάγει και στην τέταρτη ή οριζόντια διάσταση της ενεργειακής ασφάλειας, εκείνης που αφορά την ασφάλεια των υποδομών τόσο σε συμβατικές απειλές όσο και σε απειλές κυβερνοπολέμου.
Ωστόσο, η μεγάλη υποκειμενικότητα στην αντίληψη ενεργειακής ασφάλειας εντοπίζεται στο επίπεδο τιμολόγησης των ενεργειακών αγαθών και κυρίως του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που καλύπτουν και θα συνεχίσουν –τουλάχιστον έως το 2040– να καλύπτουν περί τα 2/3 της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης. Θα ήταν ευχής έργον εάν η τιμολόγηση αυτή υπάκουε στους νόμους της ελεύθερης αγοράς και αυτορρυθμιζόταν αυτοματοποιημένα, αλλά η πετρελαϊκή αγορά αποτελεί ειδική περίπτωση καθώς (α) υπάρχει μεγάλη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη ανελαστικότητα στη ζήτηση πετρελαίου και (β) υπάρχει πολύ μεγάλη συγκέντρωση αποθεμάτων, εξαγωγών και χαμηλού κόστους παραγωγής στα χέρια του ΟΠΕΚ, ενός διακρατικού καρτέλ, την ίδια ώρα που και οι μεγαλύτεροι εκτός ΟΠΕΚ εξαγωγείς είναι και πάλι κρατικά ελεγχόμενες εταιρείες από τη Ρωσία, το Καζαχστάν, τη Νορβηγία και το Μεξικό.
*Ο δρ Θεόδωρος Τσακίρης είναι επίκουρος καθηγητής Γεωπολιτικής και Πολιτικής Οικονομίας της Ενέργειας, επικεφαλής Ενεργειακού Προγράμματος ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη