Η πολιτική αστάθεια στην Ιταλία δεν είναι κάτι νέο. Αλλά η απόρριψη των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων στο δημοψήφισμα από τους ιταλούς ψηφοφόρους δεν οδήγησε μόνο σε παραίτηση τον πρωθυπουργό
Ματέο Ρέντσι. Κατάφερε άλλο ένα πλήγμα στην Ευρωπαϊκή Ενωση που μαστίζεται από την
κρίση. Στο άμεσο μέλλον, η συνεχιζόμενη τραπεζική κρίση στην Ιταλία θα μπορούσε να ξαναφουντώσει και να απειλήσει την ευρωπαϊκή σταθερότητα. Μακροπρόθεσμα, η Ιταλία μπορεί να χρειαστεί να φύγει από την ευρωζώνη, κάτι που θα θέσει σε κίνδυνο το ίδιο το ενιαίο νόμισμα.
Το «Οχι» ήταν ευρέως αναμενόμενο να κερδίσει. Αλλά η κλίμακα της νίκης του – ένα επιβλητικό 59% των ψήφων – ήταν συγκλονιστική, και σε μεγάλο βαθμό ένας θρίαμβος για τις δυνάμεις που αντιτίθενται στο κατεστημένο, ιδιαίτερα για το Κίνημα Πέντε Αστέρων. Το κίνημα, με επικεφαλής τον κωμικό Μπέπε Γκρίλο, ηγείται στις δημοσκοπήσεις, στηρίζει τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την αποχώρηση από την ευρωζώνη και απαιτεί γενικές εκλογές εδώ και τώρα.
Οι περισσότεροι ιταλοί σχολιαστές υποβάθμισαν τη σημασία του δημοψηφίσματος για την υπόλοιπη Ευρώπη.
Υποστηρίζουν ότι μια νέα υπηρεσιακή κυβέρνηση θα μεταρρυθμίσει τους εκλογικούς νόμους για να κρατήσει το Κίνημα Πέντε Αστέρων μακριά από την εξουσία. Ακόμα και αν το κίνημα αυτό συγκεντρώσει την πλειοψηφία στην κάτω βουλή του ιταλικού Κοινοβουλίου, δεν θα έχει την πλειοψηφία στη Γερουσία, οπότε δεν θα μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση, αν δεν αθετήσει την υπόσχεσή του να μη συμμετάσχει σε συνασπισμό. Σε κάθε περίπτωση, λέει αυτό το επιχείρημα, ένα δημοψήφισμα για την ευρωζώνη θα ήταν δύσκολο να διεξαχθεί, γιατί αυτό θα απαιτούσε συνταγματική τροποποίηση.
Ολα αυτά μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά παραβλέπουν τη μεγάλη εικόνα. Ο Ρέντσι ήταν η καλύτερη – και ίσως η τελευταία – ελπίδα του φιλοευρωπαϊκού κατεστημένου για την υλοποίηση των αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων που χρειάζονται για να εξασφαλιστεί το μακροπρόθεσμο μέλλον της Ιταλίας στην ευρωζώνη.
Το άμεσο πρόβλημα είναι οι τράπεζες-ζόμπι της Ιταλίας, οι οποίες είναι ανεπαρκώς κεφαλαιοποιημένες, ανεπαρκώς κερδοφόρες, και γεμάτες με επισφαλή δάνεια. Αυτές οι τράπεζες θα πρέπει να αντλήσουν νέα κεφάλαια, κάτι που είχε ήδη αποδειχθεί δύσκολο πριν από το δημοψήφισμα, και τώρα μπορεί να είναι αδύνατο εν μέσω της αυξημένης πολιτικής αβεβαιότητας.
Το κεφάλαιο φεύγει από την Ιταλία. Και, επειδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ήδη αγοράσει πολλά ιταλικά ομόλογα μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), δεν θα μπορούσε εύκολα να παρέμβει περαιτέρω. Η πιο απειλούμενη τράπεζα είναι η Monte dei Paschi di Siena (MPS), η οποία προσπαθεί να αντλήσει 5 δισ. ευρώ σε νέα κεφάλαια. Εάν δεν τα καταφέρει, η κυβέρνηση μάλλον θα τη διασώσει με δημόσιο χρήμα για να αποτρέψει την κατάρρευση. Αυτό, με τη σειρά του, θα απαιτούσε από ομολογιούχους της MPS να αναλάβουν τις ζημίες, εκτός και αν η κυβέρνηση παραβιάσει τους κανόνες του «bail-in» (διάσωση με ίδια μέσα) της ΕΚΤ, κάτι που θα μπορούσε να υπονομεύσει τη νέα τραπεζική ένωση της ευρωζώνης.
Η μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, η UniCredit, η οποία είναι σε καλύτερη θέση από την MPS, θα πασχίσει να καταφέρει την αύξηση των 10 δισ. ευρώ που επιδιώκει. Επειδή πολλές τράπεζες της ευρωζώνης παραμένουν αδύναμες, η κρίση θα μπορούσε στη συνέχεια να εξαπλωθεί.
Πιο μακροπρόθεσμα, η ένταξη την Ιταλίας στην ευρωζώνη θα μπορούσε να είναι σε κίνδυνο. Εκτός εάν η Ιταλία θεσπίσει ριζικές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της αρτηριοσκληρωτικής ανάπτυξής της, είναι δύσκολο να δούμε πώς θα μπορούσε να έχει ποτέ ένα βιώσιμο μέλλον σε μια δυσλειτουργική νομισματική ένωση που κυριαρχείται από μια μερκαντιλιστική, αποπληθωριστική Γερμανία.
Η οικονομία της Ιταλίας δεν είναι μεγαλύτερη σήμερα από ό,τι ήταν το 2000. Το μερίδιό της στις παγκόσμιες εξαγωγές έχει πέσει κατακόρυφα. Και παρά την ώθηση από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ, το αδύναμο ευρώ και τις πιο χαλαρές δημοσιονομικές πολιτικές των τελευταίων ετών, η παραγωγή αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό μικρότερο του 1%. Επιπλέον, η Ιταλία φαίνεται να μην μπορεί να σταθεροποιήσει το δημόσιο χρέος της – το οποίο ανέρχεται τώρα σε 133% του ΑΕΠ – και η πολιτική κατάσταση μοιάζει εξίσου μη βιώσιμη.
Η ανεργία των νέων είναι στο 37%. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της ευρωζώνης εξακολουθούν να είναι σκληροί, και οι κυβερνήσεις της ΕΕ έχουν κάνει ελάχιστα για να βοηθήσουν την Ιταλία να αντιμετωπίσει την κρίση των προσφύγων. Οι Ιταλοί ήταν επί πολλά χρόνια ενθουσιώδεις ευρωπαϊστές, θεωρώντας τη διακυβέρνηση της ΕΕ ως προτιμότερη από τη διεφθαρμένη, εγχώρια κακοδιαχείριση. Αλλά σήμερα η στήριξη για το ευρώ, για την ΕΕ, και για το φιλοευρωπαϊκό κατεστημένο της χώρας έχει βυθιστεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
*Ο κ. Φιλίπ Λεγκρέν είναι πρώην οικονομικός σύμβουλος του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.