Διεκδίκησε αποζημίωση 1,6 εκατ. ευρώ, αλλά το Ελληνικό Δημόσιο και η Δικαιοσύνη του την αρνήθηκαν – Το υπ. Εθνικής Άμυνας αρνήθηκε να προβεί σε μετρήσεις ραδιενέργειας πριν την εγκατάσταση της ελληνικής μονάδας στο Κόσοβο
Έναν αρχίατρο του 424 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Εκπαίδευσης (Θεσσαλονίκη) έστειλε η πατρίδα το 1999 στο Κόσοβο, χωρίς προηγουμένως να γίνει έλεγχος για ραδιενεργά κατάλοιπα στην περιοχή που «έστησε» υγειονομική μονάδα για τους Έλληνες στρατιωτικούς, και λόγω του απεμπλουτισμένου ουράνιου που ήταν διάχυτο παραμορφώθηκε το πρόσωπό του, διογκώθηκαν τα χέρια και τα πόδια, κ.λπ.
Παρ’ όλα αυτά, τόσο το Δημόσιο όσο και οι δικαστές, δείχνοντας αδιαλλαξία και το σκληρό τους πρόσωπο, δεν του επιδίκασαν ούτε ένα ευρώ ως αποζημίωση για την καταστροφή της ζωή του.
Ο αρχίατρος (χειρουργός) το Σεπτέμβριο του 1999 πήγε στο Πόλιε του Κοσόβου και εγκατέστησε υγειονομική μονάδα για τους Έλληνες στρατιωτικούς οι οποίοι είχαν αποσπαστεί στην πολυεθνική δύναμη του Κοσσυφοπεδίου και ορίστηκε διοικητής του Τάγματος Υγειονομικού.
Η περιοχή που επρόκειτο να εγκατασταθεί η υγειονομική μονάδα ήταν ιδιαίτερα βεβαρημένη, από πυρηνικά απόβλητα λόγω των βομβών που είχαν χρησιμοποιηθεί και περιείχαν απεμπλουτισμένο ουράνιο, ενώ είχε επέλθει και ρύπανση της ατμόσφαιρας λόγω της καύσης αποβλήτων (βιομηχανικών και οικιακών).
Παρ’ όλα αυτά το υπουργείο Εθνικής Άμυνας αρνήθηκε κατηγορηματικά να εγκρίνει τη διενέργεια μετρήσεων για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει ραδιενέργεια στο έδαφος, έτσι ώστε εάν ανιχνευόταν ουράνιο, κ.λπ., η εγκατάσταση της μονάδα να γινόταν σε άλλη περιοχή.
Με το που έφτασε ο αρχίατρος στο Κόσοβο ζήτησε κατ’ επανάληψη με εμπιστευτικά σήματα να του σταλεί φορητό μηχάνημα ανίχνευσης ραδιενεργών καταλοίπων.
Όμως, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε το μηχάνημα κατόπιν εορτής, δηλαδή 5 μήνες αφότου είχε γίνει η στρατοπέδευση των Ελλήνων και αφού είχαν αρχίσει οι χιονοπτώσεις. Αποτέλεσμα της καθυστέρηση αυτής ήταν τα ραδιενεργά κατάλοιπα να εισχωρήσουν στο υπέδαφος και οι μετρήσεις να είναι αρνητικές.
Tον Ιούλιο του 2000 ο αρχίατρος επαναπατρίστηκε από το Κόσοβο και 6 μήνες μετά υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις. Δυστυχώς όμως, λόγω των ραδιενεργών αποβλήτων είχε προσβληθεί από τη δυσίατο νόσο «μικροαδένωμα υπόφυσης με ενεργό μεγαλακρία». Η ασθένεια αυτή επιφέρει μετάλλαξη των κυττάρων και δημιουργεί νεοπλάσματα. Αυτό έχει ως συνέπεια το γιγαντισμό (σωματική μετάλλαξη) του πάσχοντα σε σημεία του σώματος του όπως είναι τα χέρια και τα πόδια (αύξηση της διαμέτρου των δακτύλων και του πέλματος), την παραμόρφωση του προσώπου (διαπλάτυνση και πάχυνση της μύτης, αύξηση των ζυγωματικών οστών, αύξηση του μεγέθους των χειλιών, της γλώσσας και της κάτω γνάθου κάτι που προκαλεί αραίωση των δοντιών), παραμόρφωση των σπονδύλων, με αποτέλεσμα την κύφωση (καμπούριασμα), πονοκεφάλους, συχνές και άφθονες εφιδρώσεις, κ.λπ.
Αμέσως, άρχισε θεραπεία με σωματοστατίνη, η οποία αναστέλλει πολλές κυτταρικές λειτουργίες, όπως είναι ο πολλαπλασιασμός των κυττάρων, ενώ την ίδια στιγμή προκαλεί σοβαρές παρενέργειες, όπως είναι διάρροια, κοιλιακά άλγη, κ.λπ.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να αποστρατευθεί με ποσοστό ανικανότητας 50%. Από την ασθένεια προσβλήθηκε ενώ ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία και χωρίς να έχουν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα προστασίας των Ελλήνων που είχαν αποσπαστεί στην πολυεθνική δύναμη του Κοσσυφοπεδίου.
Ο άτυχος γιατρός διεκδίκησε δικαστικά αποζημίωση περίπου 1,6 εκατ. ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις παράνομες πράξεις και παραλείψεις του Δημοσίου, επισημαίνοντας ότι ακόμη πέντε μέλη της Ελληνικής ειρηνευτικής δύναμης στο Κοσσυφοπέδιο είχαν προσβληθεί από την ιδία νόσο. Επίσης, επισημάνθηκε από την πλευρά του ότι πριν αλλά και κατά το διάστημα που «έστηνε» και επάνδρωνε την υγειονομική μονάδα είχε γίνει εξοντωτική χρησιμοποίηση των δυνατοτήτων του και είχε έντονο στρες, κάτι που κατέστησε τον οργανισμό του ευάλωτο στην εκδήλωση της επίμαχης νόσου.
Στα δικαστήρια κατατέθηκαν γνωμοδοτήσεις γιατρών και ιατρικών επιστημονικών φορέων που περιέγραφαν λεπτομερώς τόσο τις βεβαρημένες περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούσαν στο Κόσοβο, όσο και τις προϋποθέσεις που μπορεί να ευδοκιμήσει η επίμαχη νόσος, αλλά και τις τραγικές επιπτώσεις που έχει στη σωματική διάπλαση και στην υγεία του ασθενούς. Επίσης, σε κάθε τόνο ανέφεραν ότι η εκδήλωση της νόσου οφείλεται «πρόδηλα και αναμφισβήτητα στην στρατιωτική του υπηρεσία».
Το Δημόσιο υπεραμύνθηκε ότι «δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του δημοσίου και του ζημιογόνου γεγονότος της βλάβης της υγείας του αρχίατρο» και συνεπώς δεν δικαιούται αποζημίωση.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο και Εφετείο, αλλά και η Ένορκη Διοικητική Εξέταση που προηγήθηκε επισήμαναν, μεταξύ των άλλων, ότι: 1) ο αρχίατρος ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία, 2) το περιβάλλον στο οποίο εγκαταστάθηκε η υγειονομική μονάδα ήταν ιδιαίτερα βεβαρημένο από πυρηνικά απόβλητα λόγω των βομβών που περιείχαν απεμπλουτισμένο ουράνιο, 3) το υπουργείο Εθνικής Άμυνας δεν διενήργησε έρευνα για την ύπαρξη ή όχι ραδιενέργειας πριν την εγκατάσταση της μονάδας, ενώ έστειλε φορητούς μετρητές ραδιενέργειας 5 μήνες μετά την εγκατάσταση, 4) υπήρχαν όλες «οι προϋποθέσεως για την εμφάνιση της νόσου» και 5) υπήρχε «παράνομη συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων του Δημοσίου».
Παρ’ όλα αυτά τόσο το Πρωτοδικείο όσο και το Εφετείο δέχθηκαν τους ισχυρισμούς του Δημοσίου και αποφάνθηκαν δεν μπορεί να του δοθεί αποζημίωση. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την σειρά απέρριψε την αίτηση αναίρεσης, επικαλούμενο ότι δεν προέβαλε τους κατάλληλους ισχυρισμούς που προβλέπει η νομοθεσία (νόμος 3900/2010).