Απόφαση 3902/2016 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
Με την 3902/2016 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 28ο Τριμελές), το Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή της προσφεύγουσας εταιρείας κατά αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας και
Κοινωνικής Ασφάλισης περί επιβολής χρηματικού προστίμου ύψους 600.000 ευρώ σε βάρος της, η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση του άρθρου 13α παρ. 2 του ν. 2251/1994, λόγω διαπιστώσεως παραβάσεως του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 εδ. ε και ια του ίδιου νόμου καθώς και της Ζ1-798/25.6.2008 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, τη μεταρρύθμισε και περιόρισε το πρόστιμο που της επιβλήθηκε στο ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ.
Κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, αρμοδίως εκδόθηκε η ως άνω απόφαση από τον Υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθώς με βάση την οικ. 21738/78/25-11-2011 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Ε.Κ. Β΄2741/25-11-2011) ανατέθηκε η άσκηση των αρμοδιοτήτων της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή στον Υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, η δε προσβαλλόμενη απόφαση, στο προοίμιο της οποίας αναφέρονται οι ανωτέρω διατάξεις, εμπίπτει στο αντικείμενο της Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή.
Εξάλλου, κρίθηκε ότι, η κρίση της Δ.Ε.Ι.Α. της Τραπέζης της Ελλάδος δεν είναι δεσμευτική για το όργανο το οποίο εκδίδει την πράξη επιβολής προστίμου, αντιθέτως, συνιστά απλή και όχι σύμφωνη γνώμη ή πρόταση, είναι δε δυνατόν ο Υφυπουργός να επιβάλει διοικητική κύρωση, παρά την αρνητική γνωμοδότηση της Δ.Ε.Ι.Α, αιτιολογώντας, όμως, ειδικώς, τους λόγους της απόκλισης, όπως εν προκειμένω.
Επίσης, κρίθηκε ότι ενόψει του ότι η εφαρμογή του επίδικου εθνικού μέτρου, το οποίο επιβλήθηκε κατ’ επίκληση των εθνικών διατάξεων με τις οποίες ενσωματώθηκαν οι Οδηγίες 93/13/ΕΟΚ και 2005/29/ΕΚ, δεν στερεί τις θυγατρικές των αλλοδαπών ασφαλιστικών εταιρειών, όπως η προσφεύγουσα, από τη δυνατότητα να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τις ημεδαπές ασφαλιστικές εταιρείες, ούτε τις θέτει σε δυσμενέστερη έναντι αυτών θέση και ως εκ τούτου δεν αντίκειται στις περί ελευθερίας εγκαταστάσεως διατάξεις των άρθρων 49 επ. Σ.Λ.Ε.Ε. Άλλωστε, κρίθηκε ότι, οι επίδικοι γενικοί όροι των συναλλαγών είναι αντίθετοι στις απαγορευτικές ρήτρες των εδαφίων ε και ια του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994 και, ως εκ τούτου, “per se” καταχρηστικοί, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω εξέταση του εάν εμπίπτουν στη γενική ρήτρα της παρ. 6 του ιδίου άρθρου, ενώ εξάλλου, η καταχρηστικότητα αυτή δεν αίρεται από την επίκληση, στα ασφαλιστήρια συμβόλαια, της «δίκαιης κρίσης» σε κάθε περίπτωση που η προσφεύγουσα προβαίνει σε αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων (κωδικός Π-38 άρθρο 9 παρ. 4 και κωδικός Π-41 άρθρο 8 παρ.4), αφού η πρόβλεψη αυτή παραπέμπει στη διάταξη του άρθρου 371 Α.Κ., η οποία, όμως, δεν αρκεί για την εκπλήρωση των προβλεπόμενων στις προαναφερόμενες ειδικές διατάξεις του ν. 2251/1994.
Περαιτέρω δε, η καταχρηστικότητα των προειρηθέντων όρων δεν αίρεται ούτε με την παρεχόμενη στους καταναλωτές δυνατότητα να καταγγείλουν τη σύμβαση μέσα σε ορισμένη προθεσμία.
Τέλος, το Δικαστήριο, ενόψει και της αρχής της αναλογικότητας, η οποία επιβάλλει το ύψος του προστίμου να τελεί σε εύλογη σχέση αναγκαιότητας με τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό και αφού έλαβε υπόψη του τη σπουδαιότητα και τις συνέπειες της παράβασης και συνεκτιμώντας ότι το επιβληθέν στην υπό κρίση περίπτωση πρόστιμο κείται πλησίον του ανώτατου προβλεπόμενου από το νόμο ορίου αλλά και το γεγονός ότι η προσφεύγουσα εταιρεία δεν είναι υπότροπη, έκρινε ότι, το επιβληθέν πρόστιμο πρέπει να περιορισθεί στο ποσό των 300.000 ευρώ, τροποποιούμενης αναλόγως της προσβαλλόμενης απόφασης.