Οι δικηγόροι υπογραμμίζουν ότι «η αύξηση παραβόλων και τελών -ενδεικτικά η θεσμοθέτηση «αναβολόσημου» και η αύξηση του ποσού των μεγαρόσημων παρεμποδίζει την ευχερή πρόσβαση του πολίτη στη Δικαιοσύνη
Η επιβολή του «αναβολόσημου» και η αύξηση του μεγαρόσημου, που προβλέπει το νομοσχέδιο για τον Πτωχευτικό Κώδικα, κ.λπ., που έχει κατατεθεί ήδη στη Βουλή, θίγει τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, επισημαίνει ο δικηγορικός κόσμος και υπογραμμίζει ότι «δεν πρέπει να επιβληθούν, πολύ δε περισσότερο να αυξηθούν -εν είδει δημοσιονομικού αντίμετρου- τα υφιστάμενα παράβολα, τέλη και λοιπά έξοδα της δικαστικής διαδικασίας».
Ειδικότερα, διαβιβάστηκαν στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής, οι παρατηρήσεις του δικηγορικού σώματος επί του νομοσχεδίου «Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, τέλη – παράβολα, οικειοθελής αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων, ηλεκτρονικές συναλλαγές, κ.λπ.»
Κατ΄ αρχάς, οι δικηγόροι υπενθυμίζουν ότι η κατάργηση των οικονομικών εμποδίων κατά την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη αποτελεί πάγιο αίτημα του δικηγορικού σώματος και κάθε πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση οδηγεί στην συρρίκνωση του συνταγματικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας των πολιτών όπως αυτό καταγράφεται στο άρθρο 20 του Συντάγματος.
Παράλληλα, οι δικηγόροι υπογραμμίζουν ότι «η αύξηση παραβόλων και τελών -ενδεικτικά η θεσμοθέτηση «αναβολόσημου» και η αύξηση του ποσού των μεγαρόσημων, λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση, αφού παρεμποδίζει την ευχερή πρόσβαση του πολίτη στη Δικαιοσύνη, κυρίως δε, θίγει τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα. Κάτι εξάλλου που έει επισημάνει από 5.7.2016 η Ολομέλειας των προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας.
Ακόμη, σημειώνεται ότι «η διάταξη για το «αναβολόσημο» είναι ισοπεδωτική αφού –ενδεικτικά- αγνοεί τόσο τον λόγο της αναβολής, όσο και την δικονομική θέση του αιτούντος».
Απαράδεκτη χαρακτηρίζουν οι δικηγόροι τη διάταξη του νομοσχεδίου με την οποία μπορεί να επιβάλλεται αυξημένη δικαστική δαπάνη όταν ο δικαστής κρίνει την έκταση του δικογράφου υπερβολική. Και αυτό γιατί με τον τρόπο αυτό παρεμποδίζεται «η ελευθερία κατά την ενάσκηση του λειτουργήματος του δικηγόρου, ο οποίος εμπραγματώνει, για λογαριασμό του εντολέα του, το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη».
Αυτονόητο, θεωρούν οι δικηγόροι, ότι «δεν πρέπει να επιβληθούν, πολύ δε περισσότερο να αυξηθούν -εν είδει δημοσιονομικού αντίμετρου- τα υφιστάμενα παράβολα, τέλη και λοιπά έξοδα της δικαστικής διαδικασίας, όπως συμβαίνει με πλείονες διατάξεις που αφορούν όλες τις δικαιοδοσίες». Μάλιστα προσθέτουν ότι «παρά το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις επέρχεται μείωση των παραβόλων και τελών (π.χ. μείωση του παραβόλου μήνυσης και πολιτικής αγωγής, μείωση του υποχρεωτικώς προκαταβαλλόμενου ποσοστού επί του κυρίου φόρου από 50% σε 20% στις εφέσεις επί φορολογικών διαφορών), το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα είναι άγνωστο διότι εξαρτάται από τον όγκο των υποθέσεων ανά κατηγορία και δικαιοδοσία, στοιχεία που δεν χορηγήθηκαν από το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Θετικές κατά το δικηγορικό κόσμο είναι οι διατάξεις του νομοσχεδίου που προβλέπουν κατάργηση του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές και τη μείωσή του στις εργατικές διαφορές.
Τέλος, θετικά αποτιμάται η διάταξη εκείνη του νομοσχεδίου για τη συμμετοχή δικηγόρων ως δικαστικών αντιπροσώπων σε αρχαιρεσίες συλλογικών οργάνων (σε συνδικαλιστικές οργανώσεις κ.λπ.) και σημειώνουν ότι «οι δικηγόροι -οι οποίοι ασκούν παρόμοια καθήκοντα στο πλαίσιο των εθνικών εκλογών- παρέχουν πράγματι, εχέγγυα διασφάλισης του αδιάβλητου των αρχαιρεσιών και ενίσχυσης των δημοκρατικών διαδικασιών».
Υπενθυμίζεται ότι για την τελευταία αυτή ρύθμιση η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων έχει αντιδράσει, καθώς αποκλείστηκαν οι δικαστές ως δικαστικοί αντιπρόσωποι στις εκλογές των Σωματείων, κ.λπ. και θα μπορούν πλέον να πηγαίνουν μόνο δικηγόροι.