λέξεων Command, Control, Communication, Coordination & Integration ή, με τον επίσημο ελληνικό τίτλο, “Ενιαίo, Ολοκληρωμένο και ΔιαλειτουργικόΣύστημα Διοίκησης, Ελέγχου, Επικοινωνίας Συντονισμού και Εναρμόνισης της Ολυμπιακής Ασφάλειας”- το 2004, το οποίο κόστισε σχεδόν 250 εκατομμύρια και δεν λειτούργησε ποτέ στο σύνολό του.
Κι διαθέτουμε τη μοναδική επίσης πρωτοτυπία να πληρώνουμε κι από πάνω. Αλλά με όσα έχουμε καταγράψει τόσα χρόνια να συμβαίνουν στις δημόσιες συμβάσεις προφανώς τίποτε δεν μπορεί πλέον να προκαλέσει εντύπωση, ούτε καν η “έκπληξη για την ανατροπή μιας απόφασης που δικαίωνε το δημόσιο στον Άρειο Πάγο”. Μα το ερώτημα δεν είναι γιατίαποφάσισε έτσι ο Άρειος Πάγος, αλλά γιατί προσέφυγε το Δημόσιο, αφού είναι προφανές – κατά δικαστικές πηγές – πως δεν είχε τέτοιο δικαίωμα. Η απάντηση προφανώς είναι “για τα μάτια του κόσμου, όπως πάντα”…
Τι είναι και τι έγινε
Ονομάζεται “σούπερ-πανοπτικό” με βάση τις υποσχόμενες τεχνικές προδιαγραφές του, με τις οποίες στόχευε να συγκεντρώνει όλες τις πληροφορίες και τη διαχείρισή τους σε εικοσιτετράωρη βάση σ’ ένα τεράστιο ενοποιημένο δίκτυο υπολογιστών με εκατοντάδες κάμερες κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης (CCTV) διατεταγμένων παντού στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, και στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις που φιλοξενούσαν αγωνίσματα. Ολοκληρωμένα δεν λειτούργησε όμως ποτέ.
Πρόσφατα το ελληνικό Δημόσιο έχασε τη “μάχη” ενώπιον του Αρείου Πάγου Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με την απόφαση του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου με την οποία κρίθηκε ότι πρέπει να καταβάλλει το ποσό των 39.818.595 ευρώ στην αμερικανική εταιρεία SAIC, υπεργολάβος της οποίας είναι η Siemens.
Το ελληνικό δημόσιο έχει καταθέσει αγωγή με την οποία ζητάει την ακύρωση της οριστικής απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου. Το οξύμωρο σύμφωνα με δικαστικές πηγές ήταν η επιλογή μιας δικαστικής μάχης για μια απόφαση ενός διαιτητικού δικαστηρίου στο οποίο είχαν προσφύγει και οι δυο πλευρές. Κι αυτό γιατί η απόφαση, δεν μπορεί να προσβληθεί δικαστικά και ο Άρειος Πάγοςαποφάσισε το αναμενόμενο.
Κι αυτό γιατί κάτι τέτοιο “ισοδυναμεί με αναδίκαση της ουσίας της υποθέσεως που εκ των πραγμάτων καταλήγει να ανατρέψει την οριστικότητα της επιλύσεως της διαφοράς από το διαιτητικό δικαστήριο, αναιρώντας το θεμέλιο στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη κατά τη συναρμολόγηση της διαιτητικής ρήτρας” και κατέληξε πως “πρέπει να αναιρεθεί η προβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο δικαστήριο που την εξέδωσε, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ)”.