«Καμπανάκι» κρούει η ΤτΕ για την επέκταση της ακούσιας μερικής απασχόλησης η οποία μπορεί – όπως σημειώνει στην ενδιάμεση έκθεση- να απορροφά ποσοστό της ανεργίας αλλά αν παγιωθεί ως τάση θα αποτελέσει μηχανισμό ανάσχεσης για την
αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας και τα δημόσια οικονομικά.
Σύμφωνα με την έκθεση η μετάβαση από την απασχόληση στην ακούσια μερική απασχόληση αυξήθηκε σημαντικά την περίοδο της κρίσης. Συγκεκριμένα, από 1,9% κατά μέσο όρο την περίοδο 2002-2009, ενισχύθηκε σταδιακά από το 2010 και έπειτα και ανήλθε σε 5,8% το πρώτο εξάμηνο του 2016. Δηλαδή το ποσοστό των εργαζόμενων που αναγκαστικά στρέφονται στην μερική απασχόληση χάνοντας θέσεις πλήρους απασχόλησης τριπλασιάστηκε.
Από την άλλη πλευρά η μετάβαση από την ανεργία σε κατάσταση ακούσιας μερικής απασχόλησης διατηρήθηκε κατά μέσο όρο στο 2,9% την περίοδο 2002-2010. Έπειτα υποχώρησε έως τις αρχές του 2014 (μέσος όρος 2011-αρχές 2014: 1,7%), για να επανέλθει την πρόσφατη περίοδο στα προ του 2011 επίπεδα (β τρίμηνο 2016: 2,9%).
Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι μετά τα δραματικά ποσοστά ανεργίας που σημειώθηκαν το 2013 (πάνω από 27,5%) η ανεργία άρχισε να υποχωρεί σταδιακά. Ωστόσο οι νέες θέσεις που δημιουργήθηκαν από το 2014 και μετά είναι θέσεις ευέλικτης απασχόλησης οι οποίες έχουν κατακλύσει την αγορά ( 54,4% σύμφωνα με το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ).
Η έκθεση της ΤτΕ θεωρεί θετικό ότι σημειώθηκαν αυξημένες ροές από την ανεργία προς την ακούσια μερική απασχόληση. Επισημαίνει ωστόσο τον κίνδυνο η διατήρηση της ανοδικής τάσης του ποσοστού ακούσιας μερικής απασχόλησης και μετά την ανάκαμψη της οικονομίας δύναται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο μεσομακροπρόθεσμο δυνητικό προϊόν της οικονομίας. Αυτό οφείλεται στο ότι (λειτουργώντας με όμοιο τρόπο όπως η μακροχρόνια ανεργία) θα καταστήσει μόνιμη την υποαπασχόληση σημαντικού τμήματος των διαθέσιμων ανθρώπινων πόρων.
Επιπρόσθετα, επιδρά δυσμενώς στα δημόσια οικονομικά και στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Αφενός περιορίζει τα δημόσια έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές και αφετέρου οδηγεί στην ανάγκη εισοδηματικής ενίσχυσης και φοροαπαλλαγών, καθώς και σε αύξηση των δαπανών για παροχές κοινωνικής ασφάλισης και υγείας προκειμένου να υποστηριχθούν οι εισοδηματικές ομάδες και οι μελλοντικοί συνταξιούχοι που δεν θα μπορούν να συμπληρώσουν επαρκή αριθμό ενσήμων μέσω της μερικής απασχόλησης.
Εν κατακλείδι, η καθιέρωση ευέλικτων μορφών εργασίας που διευκολύνουν τη μερική απασχόληση κρίνεται ότι δύναται να συμβάλει στην ανάκαμψη της οικονομίας και στον περιορισμό της ανεργίας μέσω της μετατροπής συμβάσεων πλήρους σε μερικής απασχόλησης και μέσω των αυξημένων ροών από την ανεργία ή την αργία προς την κάλυψη νέων θέσεων μερικής απασχόλησης. Ωστόσο, η παγίωση της αυξητικής τάσης της υποαπασχόλησης και η αδυναμία αυτών που το επιθυμούν να βρουν πλήρη απασχόληση προβλέπεται μεσομακροπρόθεσμα να έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην οικονομία όσο και στα δημόσια οικονομικά.
Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε με αφορμή τις επισημάνσεις της ΤτΕ ότι αυτές οι θέσεις μερικής απασχόλησης δίνουν μισθούς πείνας και χαμηλές συντάξεις στο μέλλον. Πρόσφατα το newmoney.gr είχε αποκαλύψει ότι η ευτελής σύνταξη ύψους 80 ευρώ (κύρια) και 29 ευρώ επικουρική μετά από 20 χρόνια δουλειάς που εκδόθηκε βάσει του νόμου Κατρούγκαλου αφορούσε θέση μερικής απασχόλησης . Δηλαδή ο φτωχός εργαζόμενος θα εξελιχθεί σε έναν ακόμα φτωχότερο συνταξιούχο.
newmoney