ΜΑΙΡΗ ΜΠΟΣΗ
Στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, όπως αυτό σταδιακά εξελίσσεται μετά τις συντριπτικές αλλαγές που επέφερε στην έννοια της παγκόσμιας ασφάλειας η 11η Σεπτεμβρίου του 2001, εντάσσονται και η θαλάσσια πειρατεία και η τρομοκρατία, φαινόμενα τόσο παλαιά όσο και η παρουσία του ανθρώπινου είδους. Η δε εξάλειψή τους, στο πλαίσιο της οικουμενικής ανισομέρειας και ανισοκατανομής,
Στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, όπου δρα το φαινόμενο της θαλάσσιας πειρατείας (βλέπε μεταξύ άλλων κρατών τη Σομαλία, τη Νιγηρία κ.ο.κ.) σε συνδυασμό με την τρομοκρατία (βλ. μεταξύ άλλων και οργανώσεις τύπου al-Shabaad), οι μελέτες έχουν δείξει ότι αυτές καλύπτουν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά κενά στο επίπεδο της ανάπτυξης, των θεσμών, του πολιτισμού και του δικαίου.
Η θαλάσσια πειρατεία αντιμετωπίζεται ως εγκληματική δραστηριότητα ενώ οι τρομοκρατικές οργανώσεις συνήθως αντιμετωπίζονται εντασσόμενες στη διερεύνηση του ιδεολογικού και πολιτικού πιστεύω τους, πάντα σε συνδυασμό με τις εγκληματικές πράξεις τους. Ετσι, παρά το γεγονός των διαφορών τους, δηλαδή της διαφορετικότητας των πειρατών και των τρομοκρατών, η διεθνής εγρήγορση εστιάζεται στο δυνητικό αποτέλεσμα της συνεργασίας τους.
Το ενδεχόμενο μιας στενότερης συνεργασίας τους θα σήμαινε την ανατροπή ή τη δημιουργία σημαντικών προβλημάτων στο διεθνές εμπόριο το οποίο κινείται μέσω των θαλασσίων οδών, επιφέροντας πλήγμα στη διεθνή αγορά και απειλή στην ευημερία του Δυτικού πολίτη. Τουλάχιστον προς το παρόν, οι εξτρεμιστές του ισλαμισμού που δρουν στις εν λόγω περιοχές επωφελούνται από την πειρατεία, αλλά οι πειρατές δεν ασπάζονται τον εξτρεμισμό σε θέματα θρησκείας. Αντίθετα, παραμένουν κοσμικοί πολιτικά και διαθέτουν τους πόρους των ληστειών τους σε άλλες επιλογές από αυτές των μελών των τρομοκρατικών οργανώσεων. Επί της ουσίας, οι τρομοκράτες έχουν τη δυνατότητα να ανανεώνουν τον οπλισμό τους, ενώ οι πειρατές συναλλασσόμενοι με τους εξτρεμιστές έχουν την απαραίτητη προστασία για να συνεχίσουν τις πειρατικές επιχειρήσεις τους. Με λίγα λόγια, η συνεργασία είναι προς όφελος και των δύο, αλλά οι ρόλοι παραμένουν διακριτοί.
Από την άλλη πλευρά, ο δυτικός «…και όχι μόνο» παρεμβατισμός, συλλογικά ή κατά μόνας, επέδρασε καταστροφικά στις πλείστες των αντιπαραθέσεων, οξύνοντας τις διαμάχες παρά επιλύοντας προβλήματα. Πέραν της πολιτικής ή και επιχειρησιακής εμπλοκής πολλών χωρών της Δύσης, η διάθεσή τους για διεύρυνση της καθ’ οιονδήποτε τρόπο διακίνησης οπλισμού υπερβαίνει πλέον τις συρράξεις της αφρικανικής ηπείρου.
Τα μέτρα που έχει λάβει η διεθνής κοινότητα για την αντιμετώπιση του φαινόμενου της πειρατείας προσιδιάζουν σε πολεμικές επιχειρήσεις. Συμπεριλαμβάνουν την αύξηση της πολεμικής ναυτικής παρουσίας πολλών κρατών, η οποία έφτασε να κινητοποιήσει ακόμη και την Ευρωπαϊκή Ενωση στην επιχείρηση «Αταλάντα» υπό την αιγίδα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής Ασφάλειας και Αμυνας της Ε.Ε., της πρώτης και μοναδικής αυτοτελούς πολυεπίπεδης επιχείρησης στην έως τώρα ιστορία της.
Γενικότερα, οι προσπάθειες αντιμετώπισης της θαλάσσιας πειρατείας είτε εστιάστηκαν σε στρατιωτικού χαρακτήρα επιχειρήσεις, με κίνδυνο την κλιμάκωση των συρράξεων και την ενεργό εμπλοκή εξτρεμιστικών δικτύων, είτε στη δημιουργία εξειδικευμένης νομοθεσίας, η οποία, για την αντίληψη πολλών, θεωρείται πανάκεια στην επίλυση όλων των πολιτικών προβλημάτων που ενσκήπτουν. Οι πειρατικού χαρακτήρα επιχειρήσεις αποτελούν θελκτικό πεδίο δράσης για μια αμεσότερη εμφάνιση του αμιγούς εξτρεμισμού, θρησκευτικού εν προκειμένω, αλλά πολιτικού στην ουσία του. Μια μαζικότερης κλίμακας εμπλοκή της Δύσης αναμφίβολα θα λειτουργούσε ως πρόσφορο έδαφος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από τις ένοπλες δυνάμεις πολλών κρατών, στη δράση για την ασφάλεια των εμπορικών πλοίων συμμετείχε ενεργά και το ΝΑΤΟ (βλ. επιχείρηση Ocean Shield) το οποίο παρ’ όλα αυτά δήλωσε ότι σταδιακά θα αποχωρήσει από το επιχειρησιακό σκέλος.
Η θαλάσσια πειρατεία αντιμετωπίζεται ως εγκληματική δραστηριότητα ενώ οι τρομοκρατικές οργανώσεις συνήθως αντιμετωπίζονται εντασσόμενες στη διερεύνηση του ιδεολογικού και πολιτικού πιστεύω τους, πάντα σε συνδυασμό με τις εγκληματικές πράξεις τους. Ετσι, παρά το γεγονός των διαφορών τους, δηλαδή της διαφορετικότητας των πειρατών και των τρομοκρατών, η διεθνής εγρήγορση εστιάζεται στο δυνητικό αποτέλεσμα της συνεργασίας τους.
Το ενδεχόμενο μιας στενότερης συνεργασίας τους θα σήμαινε την ανατροπή ή τη δημιουργία σημαντικών προβλημάτων στο διεθνές εμπόριο το οποίο κινείται μέσω των θαλασσίων οδών, επιφέροντας πλήγμα στη διεθνή αγορά και απειλή στην ευημερία του Δυτικού πολίτη. Τουλάχιστον προς το παρόν, οι εξτρεμιστές του ισλαμισμού που δρουν στις εν λόγω περιοχές επωφελούνται από την πειρατεία, αλλά οι πειρατές δεν ασπάζονται τον εξτρεμισμό σε θέματα θρησκείας. Αντίθετα, παραμένουν κοσμικοί πολιτικά και διαθέτουν τους πόρους των ληστειών τους σε άλλες επιλογές από αυτές των μελών των τρομοκρατικών οργανώσεων. Επί της ουσίας, οι τρομοκράτες έχουν τη δυνατότητα να ανανεώνουν τον οπλισμό τους, ενώ οι πειρατές συναλλασσόμενοι με τους εξτρεμιστές έχουν την απαραίτητη προστασία για να συνεχίσουν τις πειρατικές επιχειρήσεις τους. Με λίγα λόγια, η συνεργασία είναι προς όφελος και των δύο, αλλά οι ρόλοι παραμένουν διακριτοί.
Από την άλλη πλευρά, ο δυτικός «…και όχι μόνο» παρεμβατισμός, συλλογικά ή κατά μόνας, επέδρασε καταστροφικά στις πλείστες των αντιπαραθέσεων, οξύνοντας τις διαμάχες παρά επιλύοντας προβλήματα. Πέραν της πολιτικής ή και επιχειρησιακής εμπλοκής πολλών χωρών της Δύσης, η διάθεσή τους για διεύρυνση της καθ’ οιονδήποτε τρόπο διακίνησης οπλισμού υπερβαίνει πλέον τις συρράξεις της αφρικανικής ηπείρου.
Τα μέτρα που έχει λάβει η διεθνής κοινότητα για την αντιμετώπιση του φαινόμενου της πειρατείας προσιδιάζουν σε πολεμικές επιχειρήσεις. Συμπεριλαμβάνουν την αύξηση της πολεμικής ναυτικής παρουσίας πολλών κρατών, η οποία έφτασε να κινητοποιήσει ακόμη και την Ευρωπαϊκή Ενωση στην επιχείρηση «Αταλάντα» υπό την αιγίδα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής Ασφάλειας και Αμυνας της Ε.Ε., της πρώτης και μοναδικής αυτοτελούς πολυεπίπεδης επιχείρησης στην έως τώρα ιστορία της.
Γενικότερα, οι προσπάθειες αντιμετώπισης της θαλάσσιας πειρατείας είτε εστιάστηκαν σε στρατιωτικού χαρακτήρα επιχειρήσεις, με κίνδυνο την κλιμάκωση των συρράξεων και την ενεργό εμπλοκή εξτρεμιστικών δικτύων, είτε στη δημιουργία εξειδικευμένης νομοθεσίας, η οποία, για την αντίληψη πολλών, θεωρείται πανάκεια στην επίλυση όλων των πολιτικών προβλημάτων που ενσκήπτουν. Οι πειρατικού χαρακτήρα επιχειρήσεις αποτελούν θελκτικό πεδίο δράσης για μια αμεσότερη εμφάνιση του αμιγούς εξτρεμισμού, θρησκευτικού εν προκειμένω, αλλά πολιτικού στην ουσία του. Μια μαζικότερης κλίμακας εμπλοκή της Δύσης αναμφίβολα θα λειτουργούσε ως πρόσφορο έδαφος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από τις ένοπλες δυνάμεις πολλών κρατών, στη δράση για την ασφάλεια των εμπορικών πλοίων συμμετείχε ενεργά και το ΝΑΤΟ (βλ. επιχείρηση Ocean Shield) το οποίο παρ’ όλα αυτά δήλωσε ότι σταδιακά θα αποχωρήσει από το επιχειρησιακό σκέλος.
Σε ιδιωτικό επιχειρησιακό επίπεδο, η ασφάλεια της ναυσιπλοΐας ενισχύθηκε μεταξύ άλλων με ένοπλους φρουρούς προερχομένους κυρίως από στρατιωτικούς κύκλους και με στελέχη ειδικών μονάδων ασφαλείας, ενώ υπήρξε και έντονη κινητικότητα στις μετασκευές χώρων των πλοίων (βλ. χώροι ασφαλείας για τους ναυτικούς, σωλήνες εκτόξευσης νερού κ.ά.). Κατ’ αυτόν τον τρόπο αυξήθηκε υπέρμετρα στο κόστος των θαλάσσιων μεταφορών, τόσο σε κόστος εξοπλισμού και προσωπικού ασφαλείας όσο και σε κόστος ναυλοσυμφώνων και ασφαλίστρων.
Η πειρατεία και η τρομοκρατία συνεχίζουν και θα συνεχίσουν, καθώς τα αίτια που τις προκαλούν όχι μόνο δεν επιλύονται, αλλά αντίθετα οξύνονται, καθώς οι γεωστρατηγικές αντιπαραθέσεις δημιουργούν ζώνες απόλυτης εξαθλίωσης και καταστροφής. Επισημαίνεται ότι η πειρατεία στο Κέρας της Αφρικής προέκυψε αρχικά ως αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων (βλ. εν προκειμένω, εκμετάλλευση θάλασσας/αλιεία) από εταιρείες της Δύσης.
*Η κ. Μαίρη Μπόση είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη