Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) αποσαφηνίζει τη θέση του, στέλνοντας μηνύματα προς την ελληνική κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους για το τι περιμένει.
Με άρθρο που συνυπογράφουν ο κ. Μ. Ομπστφελντ, επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ και ο διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος του Ταμείου, κ. Π. Τόμσεν, το Ταμείο αποκρούει τις επικρίσεις της ελληνικής κυβέρνησης ότι είναι το ΔΝΤ που ζητεί περισσότερη λιτότητα. Αναφέρει πως θα μπορούσε να δεχθεί για λίγα χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα του 1,5% του ΑΕΠ, αλλά τονίζει πως το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο και καλεί την Ευρωζώνη να λάβει μέτρα για σημαντική ελάφρυνσή του.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, τονίζουν οι συγγραφείς του άρθρου, η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει σε περικοπές των συνταξιοδοτικών της δαπανών και σε διεύρυνση της φορολογικής της βάσης (μέσω αύξησης του αφορολόγητου ορίου), ανεξαρτήτως των δημοσιονομικών στόχων που θα κληθεί να επιτύχει. Παράλληλα, αναφέρουν πως η ελληνική οικονομία και δημόσια διοίκηση χρειάζονται εκ βάθρων εκσυγχρονισμό (π.χ. στο θέμα των ομαδικών απολύσεων), ο οποίος δεν μπορεί να επιτευχθεί σε μία νύχτα.
Από τις θέσεις που διατυπώνουν οι δύο εκπρόσωποι του ΔΝΤ είναι σαφές ότι η απόσταση που υπάρχει μεταξύ του Ταμείου και των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά και με την Αθήνα είναι τεράστια. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι οι θέσεις του Ταμείου δεν διατυπώνονται μόνο από τον κ. Τόμσεν, αλλά και από τον επικεφαλής οικονομολόγου του, απαντώντας με αυτόν τον τρόπο και στις επικρίσεις για διαφορετικές απόψεις στο εσωτερικό του ΔΝΤ αναφορικά με τη διαχείριση της κατάστασης με την Ελλάδα.
Ειδικότερα, οι κ. Ομπστφελντ και Τόμσεν αναφέρουν στο άρθρο τους:
• Σχετικά με το ότι το ΔΝΤ ζητεί περισσότερη λιτότητα: «Το αντίθετο. Οταν η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με τους Ευρωπαίους εταίρους της, στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM, να πιέσουν την ελληνική οικονομία να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018, είχαμε προειδοποιήσει ότι αυτό θα οδηγήσει σε ένα μέγεθος λιτότητας που θα αποτρέψει την εκκολαπτόμενη ανάκαμψη. Προβλέπουμε ότι τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα του ESM θα οδηγήσουν σε πλεόνασμα μόλις 1,5% του ΑΕΠ και αυτό είναι αρκετό για εμάς ώστε να στηρίξουμε το πρόγραμμα. Δεν ζητούμε επιπρόσθετα μέτρα για να επιτευχθούν υψηλότερα πλεονάσματα. Αλλά, αντίθετα από ό,τι συμβουλέψαμε, η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να συμπιέσουν προσωρινά περαιτέρω τις δαπάνες, εάν χρειαστεί, ώστε να διασφαλιστεί η επίτευξη πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.
Δεν έχει αλλάξει η άποψή μας σχετικά με το ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται περισσότερη λιτότητα αυτή τη στιγμή. Το να υποστηρίζει κανείς ότι το ΔΝΤ είναι αυτό που ζητεί κάτι τέτοιο, δίνει ψευδή εντύπωση».
• Σχετικά με το γιατί ο υφιστάμενος προϋπολογισμός δεν είναι φιλικός προς την ανάπτυξη:
«Ενώ η Ελλάδα έχει επιτύχει τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, το επιτυγχάνει ολοένα και περισσότερο χωρίς να αντιμετωπίζει δύο βασικά προβλήματα, μία φορολογία εισοδήματος που εξαιρεί περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά από κάθε υποχρέωση (ο μέσος όρος στην υπόλοιπη Ευρωζώνη είναι 8%) και ένα εξαιρετικά γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα, το οποίο κοστίζει στον προϋπολογισμό κοντά στις 11 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως (σε αντίθεση με τον μέσο όρο της υπόλοιπης Ευρωζώνης που είναι 2,5 ποσοστιαίες μονάδες μονάδες του ΑΕΠ). Αντί να αντιμετωπίσει αυτά τα δύσκολα προβλήματα, η Ελλάδα έχει καταφύγει σε βαθιές περικοπές δαπανών για επενδύσεις και τις αποκαλούμενες μη διακριτές δαπάνες. Το έχει πράξει σε τέτοιο βαθμό, που οι προβληματικές υποδομές εμποδίζουν την ανάπτυξη και την παροχή βασικών δημοσίων υπηρεσιών, με αποτέλεσμα για παράδειγμα οι μεταφορές και η υγειονομική περίθαλψη να τίθενται σε κίνδυνο.
Θεωρούμε ότι αυτές οι περικοπές έχουν ήδη πάει σε μεγάλο βάθος, αλλά το πρόγραμμα του ESM υποθέτει ακόμα περισσότερες, με την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ να επιτυγχάνεται μέσω περισσότερων περικοπών στις επενδυτικές και μη διακριτές δαπάνες. Ισως, μέσω μιας ηράκλειας προσπάθειας η Ελλάδα να καταφέρει να κάνει τις περικοπές που απαιτούνται για να επιτύχει 3,5% του ΑΕΠ πλεόνασμα στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Αλλά η εμπειρία έχει δείξει ότι δεν μπορεί να είναι διατηρήσιμο και δεν συμβαδίζει με τους φιλόδοξους μακροπρόθεσμους στόχους για την ανάπτυξη.
Η ελληνική οικονομία χρειάζεται εκτεταμένο εκσυγχρονισμό σε όλους τους τομείς. Πάνω από όλα, η Ελλάδα δεν διαθέτει το είδος του επιδόματος ανεργίας και άλλων καλά στοχευμένων κοινωνικών επιδομάτων που αποτελούν κοινή πρακτική στην υπόλοιπη Ευρώπη και τα οποία είναι σημαντικά για ευρεία στήριξη της κοινωνίας στη σύγχρονη οικονομία που είναι προσανατολισμένη στις αγορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απροθυμία της κυβέρνησης να άρει τους περιορισμούς στις ομαδικές απολύσεις – μία ξεπερασμένη απαραίτητη προέγκριση που δεν ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η διστακτικότητά της δεν πηγάζει στο γεγονός ότι ο περιορισμός στις απολύσεις αποτελεί μία καλή ιδέα, αλλά στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει επαρκές επίδομα ανεργίας. Ετσι, η κυβέρνηση αντί να παρέχει στήριξη στους απολυμένους εργαζομένους, προτιμά να εμποδίζει τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να τους απολύουν. Για να το πούμε απλά, η Ελλάδα δεν μπορεί να εκσυγχρονίσει την οικονομία της μέσω της ενίσχυσης της χρηματοδότησης για υποδομές και καλά στοχευμένα κοινωνικά προγράμματα, όταν την ίδια ώρα εξαιρεί περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά από τον φόρο εισοδήματος και καταβάλει συντάξεις που αντιστοιχούν στα επίπεδα των πλουσιότερων ευρωπαϊκών χωρών».
«Ολα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν απαιτείται περισσότερη δουλειά από την Ελλάδα στο δημοσιονομικό σκέλος. Η Ελλάδα συνεχίζει να χρειάζεται μεταρρύθμιση της δομής των φόρων και δαπανών της –πώς η κυβέρνηση διασφαλίζει έσοδα και πού τα δαπανά– καθώς και οι δύο τομείς είναι μη φιλικοί προς την ανάπτυξη και τη δικαιοσύνη. Αλλά ο λόγος που ζητάμε μέτρα δεν είναι για να υπάρξει περισσότερη λιτότητα και υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Αντιθέτως, τα οφέλη από αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν πλήρως για να αυξηθούν οι δαπάνες ή να μειωθούν οι φόροι ώστε να στηριχθεί η ανάπτυξη. Κατά την άποψή μας, μεταρρυθμίσεις σαν αυτές που προτείνουμε είναι απαραίτητες: δεν πιστεύουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί κοντά στο να επιτύχει διατηρήσιμα ακόμα και μέτρια πρωτογενή πλεονάσματα και να επιτύχει τους φιλόδοξους μακροπρόθεσμους στόχους για την ανάπτυξη χωρίς ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα της. Αυτό δεν πρέπει –και δεν μπορεί– να γίνει μέσα σε μία νύχτα, αλλά είναι κρίσιμης σημασίας να υπάρχει ένα σχέδιο που θα υιοθετηθεί τώρα και το οποίο θα δημιουργεί περισσότερο φιλικές προς την ανάπτυξη και τη δικαιοσύνη δομές των δημόσιων οικονομικών σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα».
«Το χρέος της Ελλάδας είναι άκρως μη βιώσιμο και κανένα μέγεθος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων δεν μπορεί να το καταστήσει βιώσιμο ξανά, χωρίς σημαντική ελάφρυνσή του. Παρομοίως, κανένα μέγεθος ελάφρυνσης του χρέους δεν μπορεί να επιτρέψει στην Ελλάδα να επιστρέψει σε εύρωστη ανάπτυξη χωρίς μεταρρυθμίσεις. Αλλά από τη στιγμή που όσο η Ελλάδα διατηρεί υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τόσο μειώνεται το μέγεθος της ελάφρυνσης του χρέους που είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του, το ερώτημα είναι πώς θα μοιραστεί το βάρος μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της. Εχουμε προτείνει ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ελάφρυνσης χρέους να τεθεί στο 1,5% του ΑΕΠ. Αλλά αναγνωρίζουμε ότι η διστακτικότητα των κρατών-μελών να το δεχθούν (και κατ’ επέκταση τα περισσότερα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους) έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι ορισμένα από αυτά θα πρέπει τα ίδια να επιτύχουν υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από εκείνα που προβλέπονται για την Ελλάδα, ενώ άλλα παρέχουν λιγότερο γενναιόδωρες συντάξεις και φορολογικές απαλλαγές απ’ ό,τι η Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό, ο συμβιβασμός μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαίων εταίρων θα μπορούσε να περιλαμβάνει υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για κάποιο διάστημα, αν και αυτό δεν αποτελεί την πρώτη μας επιλογή.
Ωστόσο, αν και μπορούμε να επιδείξουμε ευελιξία για το πώς θα μπορούσε να μοιραστεί το βάρος μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαίων σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, η λύση θα πρέπει να οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα με αξιόπιστο τρόπο. Εχοντας ήδη επιχειρηματολογήσει ότι ούτε ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ μπορεί να συμβαδίσει με την ισχυρή ανάπτυξη χωρίς μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό και το φορολογικό σύστημα, θα έπρεπε να είναι προφανές ότι πιέζοντας τον προϋπολογισμό να επιτύχει πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, αυτό θα επιφέρει ένα ακόμα μεγαλύτερο βάρος στην ανάπτυξη. Θα μειώσει τη ζήτηση σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και αυτός είναι ο λόγος που σε κάθε περίπτωση δεν θα προτείνουμε την αύξηση του πλεονάσματος πάνω από 1,5% του ΑΕΠ μέχρι η ανάκαμψη να είναι σταθερή. Κατ’ επέκταση, μία χωρίς τέλος μακροπρόθεσμη δέσμευση σε πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι απλώς μη αξιόπιστη. Επιπροσθέτως, η ύπαρξη αξιοπιστίας προϋποθέτει ότι τα επιπλέον μέτρα που απαιτούνται για να επιτευχθούν πλεονάσματα πέραν του 1,5% του ΑΕΠ θα πρέπει να νομοθετηθούν εμπροσθοβαρώς, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για την πολιτική βούληση της Ελλάδας να ξεπεράσει την αντίσταση των κεκτημένων συμφερόντων, τα οποία στο παρελθόν έχουν εμποδίσει την εφαρμογή του προγράμματος».
• Συμπεράσματα
«Συμπερασματικά, δεν είναι το ΔΝΤ που απαιτεί περισσότερη λιτότητα, ούτε τώρα, ή ως τρόπο για να μειωθεί η ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Για να το θέσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια, αν η Ελλάδα συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους εταίρους της σε φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, μην ασκείτε κριτική στο ΔΝΤ ότι είναι αυτό που επιμένει στη λιτότητα, όταν ζητάμε να δούμε τα μέτρα που απαιτούνται για να διασφαλιστεί η αξιοπιστία τέτοιων στόχων».
Έντυπη