Εφετείο Καλαμάτας (μον.) 26/2016: Καταγγελία σύμβασης έμμισθης εντολής δικηγόρου εκ μέρους του Δήμου, λόγω μη τήρησης ωραρίου. Άκυρη η καταγγελία καθώς δεν συνιστά σπουδαίο λόγο, αφού η επιβολή του ωραρίου αντίκειται στον Κώδικα Δικηγόρων.
Επιδίκαση μισθών και ποσού ηθικής βλάβης.
«Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 38, 63 παρ. 4 και 5, 94, 170 του ν. 3026/1954, όπως το άρθρο 63 συμπληρώθηκε με το άρθρο 22 του ν. 723/1977 και το άρθρο 94 τροπ. με το άρθρο 3 ν. 1093/1980, 17 ν. 1183/1981 και 23 παρ. 1 ν. 1366/1983, προκύπτει ότι ο δικηγόρος, ο οποίος είναι άμισθος δημόσιος υπάλληλος και ασκεί δημόσιο λειτούργημα, μπορεί κατ’ εξαίρεση να συνάπτει σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια, ετήσια ή μηνιαία, αμοιβή, η σύμβαση δε αυτή, η οποία λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της είναι σύμβαση έμμισθης εντολής, πρέπει να καταρτίζεται για αόριστη διάρκεια και λύνεται ελεύθερα με έγγραφη καταγγελία του εντολέα ή του εντολοδόχου, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ρητή διάταξη…
Ο χαρακτήρας της σύμβασης αυτής ως έμμισθης εντολής δεν μεταβάλλεται σε περίπτωση που δικηγόρος συμβάλλεται με ΝΠΔΔ, οι δε αναφυόμενες διαφορές δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας, αλλά υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (αρθρ. 94 παρ 3 Συντ, 1 εδαφ α’ΚΠολΔ) και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών…
Περαιτέρω αντίκειται στην αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία του δικηγορικού λειτουργήματος η επιβολή στον δικηγόρο και η αποδοχή από αυτόν υποχρεωτικού ωραρίου απασχόλησης και μάλιστα εκείνου που ισχύει για το υπαλληλικό προσωπικό του εντολέα, έστω και αν παρέχει τις υπηρεσίες του με πάγια ή / ετήσια μηνιαία αντιμισθία (ΕΑ 2402/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)…
Αν η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή έμμισθης εντολής από τον εργοδότη ή τον εντολέα αντιστοίχως συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου ή εντολοδόχου (μείωση της υπολήψεως αυτού, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή υπό. συνθήκες που συνιστούν αδικοπραξία, ο εργοδότης ή ο εντολέας μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στο μισθωτό και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281 του Α.Κ. και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση…
Την 23.04.2007 καταρτίστηκε εγγράφως μεταξύ του ενάγοντος ως δικηγόρου και του εναγομένου Δήμου, για τον οποίο ισχύει Κανονισμός που προβλέπει μόνιμη υπηρεσία, σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου, με την οποία ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει τις νομικές του υπηρεσίες με πάγια αντιμισθία και με τους ειδικότερους όρους που αναφέρονται σ’ αυτήν…
Στη συνέχεια, τον Αύγουστο του 2007, ο εναγόμενος συνήψε σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια μηνιαία αντιμισθία με δύο ακόμη δικηγόρους. Με την υπ’ αριθ. 17953/06-08-2007 απόφασή του ο Δήμαρχος όρισε τετράωρο καθημερινό ωράριο παρουσίας για τους τρεις δικηγόρους αυτούς. Όμως, επειδή αυτοί δεν ακολούθησαν το ωράριο αυτό, ο Δήμαρχος συναντήθηκε δύο φορές μαζί τους και τους ζήτησε την απαρέγκλιτη εφαρμογή της απόφασής του αυτής, τους κάλεσε δε να προσδιορίσουν οι ίδιοι ποιες ώρες επιλέγουν να βρίσκονται στο κατάστημα του Δήμου, διαφορετικά το πρόγραμμα παρουσίας τους θα το προσδιόριζε ο Γενικός Γραμματέας του Δήμου. Οι άλλοι δύο δικηγόροι δεν υπέβαλαν κάποια πρόταση, ο ενάγων όμως κατέθεσε τις δικές του προτάσεις, χωρίς όμως αυτές να γίνουν δεκτές από τον Δήμαρχο και γι’ αυτό εν τελεί το πρόγραμμα καθορίστηκε από τον Γενικό Γραμματέα του Δήμου.
Σύμφωνα με αυτό προβλεπόταν συγκεκριμένη χρονικά κάθε μέρα υπηρεσία για τους δυο από τους τρεις δικηγόρους, ενώ για τον τρίτο δικηγόρο προβλεπόταν ότι αυτός θα προσδιόριζε ελεύθερα το ωράριό του, με υποχρεωτική σε κάθε περίπτωση τετράωρη παρουσία του στο δημοτικό κατάστημα του εναγόμενου. Όμως, ο ενάγων αρνήθηκε να ακολουθήσει το ως άνω πρόγραμμα και κατόπιν αυτού ο Δήμαρχος εξέδωσε την με αριθμό πρωτ. 12808/03-06-2008 πράξη περικοπής των αποδοχών του. Ακολούθησε η 082/2009 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγομένου στη συνεδρίαση της 20-02-2009, με την οποία αποφασίστηκε η λύση της έμμισθης εντολής με τον ενάγοντα με καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσής του, για τον λόγο ότι ο εναγών δεν παρείχε τις υπηρεσίες του στο κατάστημα του εναγόμενου Δήμου σε χρόνο που να ανταποκρίνεται στις υπάρχουσες υπηρεσιακές συνθήκες και ανάγκες αυτού.
Σύμφωνα με το άρθρο 165 του Ν. 3584/2007, οι δικηγόροι που προσλαμβάνονται από τους Δήμους με σχέση έμμισθης εντολής υποχρεούνται σε παροχή υπηρεσίας στο κατάστημα του οικείου ΟΤΑ για χρόνο που ανταποκρίνεται στις εκάστοτε υπάρχουσες υπηρεσιακές συνθήκες, εφόσον δεν παρίσταται ανάγκη παράστασης ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών. Η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει την υποχρεωτική τήρηση ωραρίου εκ μέρους των δικηγόρων, οι οποίοι συνδέονται με τον ΟΤΑ με σχέση έμμισθης εντολής. Η παροχή υπηρεσιών υπό καθεστώς ελεγχόμενου ωραρίου, υποχρεωτικού και εκ των προτέρων καθορισμένου, προσιδιάζει σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 63 του Κώδικα περί Δικηγόρων είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του δικηγόρου.
Ωστόσο, παρά την έλλειψη της υποχρέωσης αυτής, ο δικηγόρος οφείλει να παρέχει τις υπηρεσίες του στα γραφεία του εντολέα του, όχι μεν σε ωράριο υποχρεωτικό κατά τις ώρες εργασίας των υπαλλήλων αυτού (του εντολέα του) και εκ των προτέρων καθορισμένο, αλλά σε χρόνο εύλογο και απαραίτητο, αναλόγως των υπαρχουσών αναγκών για την καταλληλότερη εξυπηρέτηση και διεκπεραίωση των δικαστικών και εξωδίκων υποθέσεων του εντολέα του.
Εν προκειμένω, ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα της θητείας του στον εναγόμενο Δήμο εξέδιδε γνωμοδοτήσεις, συμμετείχε σε συσκέψεις υπηρεσιακών παραγόντων εκείνου, πραγματοποιούσε παραστάσεις στα αρμόδια Δικαστήρια για υποθέσεις του Δήμου και υπεράσπιζε τα συμφέροντα εκείνου με υπευθυνότητα, επάρκεια και ευσυνειδησία. Γι’ αυτό και απολάμβανε της εμπιστοσύνης του εναγομένου Δήμου προς το πρόσωπο του, παρά δε την άρνησή του να τηρήσει το καθημερινό ωράριο, ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις του Δήμου και παρείχε τις υπηρεσίες του ακόμη και εκτός του ωραρίου, που του είχε επιβληθεί από τον εναγόμενο, καθώς αυτός εργαζόταν για τις υποθέσεις του Δήμου και στο ιδιωτικό του γραφείο. Όσον δε αφορά την απόφαση του Δημάρχου για καθημερινή τετράωρη παρουσία του κατά τις πρωινές ώρες στο κατάστημα του Δήμου, η τήρησή της, πέραν των όσων ήδη αναφέρθηκαν, θα καθιστούσε αδύνατη στον ενάγοντα τόσο την άσκηση του δικηγορικού του λειτουργήματος ως αυτοαπασχολούμενου όσο και την παροχή του διδακτικού του έργου στα εκπαιδευτικά ιδρύματα με τα οποία συνεργάζεται.
Εξ άλλου, δεν αποδείχθηκε ότι είχε επέλθει σοβαρή διαταραχή στη συνεργασία ενάγοντος και εναγομένου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, ώστε, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η συνέχιση της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης να παρίσταται κατ’ αντικειμενική κρίση, αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής και να δικαιολογείται η καταγγελία της σχέσης τους αυτής. Οι ισχυρισμοί του εναγομένου ότι α) ο ενάγων ζητούσε να ορίζεται ως δικηγόρος μόνο σε διοικητικά δικαστήρια, β) ότι είχε ζητήσει την απαλλαγή του από τον χειρισμό υποθέσεων, γ) ότι είχε ζητήσει την απαλλαγή του από όποιες υποθέσεις εκδικάζονταν ημέρα Πέμπτη, δεν συνιστούν άρνηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του, αλλά πρόταση προς τον εντολέα του, αφενός μεν για καλύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων του Δήμου λόγω της εξειδίκευσης που έχει αυτός (ενάγων) στο Διοικητικό Δίκαιο, αφετέρου δε προς θεμιτή διευκόλυνσή του για την εκτέλεση και των ακαδημαϊκών του καθηκόντων ως καθηγητή σε ΑΕΙ…
Η μόνη αιτία, επομένως, της καταγγελίας της έμμισθης εντολής εκ μέρους του εναγομένου Δήμου ήταν η άρνηση του ενάγοντος στην τήρηση του ωραρίου, η οποία δεν συνιστά σπουδαίο λόγο, αφού η επιβολή του ωραρίου αντίκειται στον Κώδικα Δικηγόρων, γι’ αυτό καί η καταγγελία αυτή είναι, κατά τα ως άνω, άκυρη…
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από τον τρόπο που μεθοδεύτηκε και έλαβε χώρα η ως άνω άκυρη απόλυση του ενάγοντος, σε συνδυασμό με την έως τότε άψογη εκτέλεση των εργασιακών καθηκόντων του και της εμπιστοσύνης και εκτίμησης που απολάμβανε ως ενεργό μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Καλαμάτας και μάλιστα σε πολυετή βάση, προσβλήθηκε αυτός στην προσωπικότητά του παράνομα και υπαίτια και υπέστη μείωση της επαγγελματικής του αξίας και τιμής, αφού δημιουργηθήκαν δυσμενή σχόλια γι’ αυτόν, και δοκίμασε άγχος και στενοχώρια και, συνεπώς, δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, για την οποία, αν ληφθούν υπόψη, οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η άκυρη καταγγελία, το είδος της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, οι συνέπειες αυτής στην επαγγελματική και προσωπική ζωή του, η ηλικία του και οι συγκεκριμένες βιοτικές του συνθήκες, όπως προκύπτουν από το αποδεικτικό υλικό και τέλος η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, εύλογο κρίνεται το ποσό των τριών χιλιάδων (3000) ευρώ». (Δικαστής Ανδρέας Κράνης, Εφέτης)