Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορία αυτή της υπέρβασης ορίου ταχύτητας η οποία καταγράφηκε από το σύστημα φωτοεπισήμανσης. Δεν μπορούσε να πληρωθεί εξώδικα, αφού από τη μια ο κατηγορούμενος είχε συσσωρεύσει 12 βαθμούς ποινής και από την άλλη η ταχύτητα που καταγράφηκε ήταν διπλάσια του επιτρεπόμενου ορίου. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία, αν η Αστυνομία σε ειδοποιήσει ότι το όχημά σου καταγγέλθηκε από κάμερα, οφείλεις εντός 15 ημερών να την ενημερώσεις αν ήσουν ή όχι ο οδηγός και να υποδείξεις το άτομο που το οδηγούσε.
Η καθυστέρηση ενημέρωσης του κατηγορουμένου για το αδίκημα (μετά από σχεδόν δύο χρόνια) φάνηκε μοιραία για την υπόθεση της Αστυνομίας, αφού είναι ανθρωπίνως αδύνατο για τον ίδιο να μπορούσε να θυμηθεί αν ήταν εκείνος που οδηγούσε ή όχι. Κατά τη δίκη, η υπεράσπιση διά του δικηγόρου Αλέξανδρου Κληρίδη έθιξε τρία σημεία:
Ότι η κατηγορία όπως παρουσιάζεται στις λεπτομέρειες του αδικήματος αναφέρει ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος οδηγούσε το αυτοκίνητό του με τη συγκεκριμένη ταχύτητα, κάτι που ασφαλώς με μια φωτογραφία που απλά φαίνονται τα νούμερα του οχήματος δεν μπορεί η Αστυνομία να γνωρίζει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ποιος οδηγούσε. Όπως τονίστηκε, ο κατηγορούμενος ναι μεν ήταν ιδιοκτήτης του αυτοκίνητου αλλά είχε ακόμα τρία άτομα γραμμένα στην ασφάλεια που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το συγκεκριμένο αυτοκίνητο εκείνη την στιγμή, ενώ θα μπορούσαν να το είχαν δώσει σε τρίτο άγνωστο άτομο του κατηγορουμένου.
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και την απέρριψε.
Γράφει: Μιχάλης Χατζηβασίλης