Σε μια εποχή όπου το 50% των συμφωνιών ειρήνευσης καταρρέουν μέσα στα πρώτα 5 χρόνια, φαίνεται το λιγότερο οξύμωρο να θεωρεί κανείς το δυσκολότερο των προβλημάτων την υπογραφή παρά την εφαρμογή μιας οποιαδήποτε λύσης η οποία τροχοδρομείται για να “κλείσει” το Κυπριακό. Η επιτάχυνση της διαδικασίας διαπραγματεύσεων εν απουσία ανάλογης προετοιμασίας ή και αντίληψης για τις απαιτήσεις της επόμενης μέρας θα σφραγίσει απλώς το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου όχι μόνο του παλαιού αλλά και του νέου κράτους το οποίο θα δημιουργηθεί.
Η τυραννία των κατά κύριο λόγο ξένων τεχνοκρατών, οι οποίοι διαχειρίζονται τη διαπραγματευτική προσπάθεια ως μια οποιαδήποτε άλλη τυπική διαδικασία επιδιαιτησίας και επίλυσης προβλημάτων, παρουσιάζει σοβαρά μειονεκτήματα. Πρωτίστως, παραμένει αιωρούμενη, μακριά από το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων και στρατηγικών επιδιώξεων που οδήγησαν την Κύπρο στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα και ως εκ τούτου αδυνατεί να προσφέρει λύσεις που συνάδουν με τις πραγματικότητες, το γεωπολιτικό πλαίσιο και ισοζύγιο δυνάμεων της ευρύτερης περιοχής, ακόμα και με το κοινοτικό δίκαιο της ΕΕ, στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία ανήκει. Συζητούμε, λόγου χάρη, την εκ περιτροπής προεδρία ως προτεινόμενο σύστημα διακυβέρνησης σε ένα κράτος-μέλος της Ευρώπης, ενώ γνωρίζουμε ότι τέτοιο σύστημα υπάρχει σήμερα μόνο στην Αφρικανική ήπειρο- στις Νήσους Κομόρες και στη Νιγηρία, με την Ελβετία και τη Βοσνία να κινούνται σ΄ αυτό μόνο εθιμοτυπικά, αφού ουσιαστικά κυβερνούνται συλλογικά από το προεδρικό συμβούλιο της συνομοσπονδίας των κρατιδίων τους και όχι από ένα και μόνο πρόεδρο.
Επιπρόσθετα, παραμένει σχεδόν ευτράπελο το γεγονός ότι έχουμε φανατικά προσηλωθεί σ’ ένα παλαιομοδίτικο κρατικό μοντέλο ως νέο σχήμα εν έτη 2017, απομεινάρι συμφωνιών που σκιαγραφήθηκαν σαράντα χρόνια προηγουμένως, υπό διαφορετικές συνθήκες και προϋποθέσεις. Η πρωτοτυπία του πιο πάνω εναπόκειται περισσότερο όχι μόνο στο σχήμα που προτείνεται αυτό ως καθαυτό αλλά και στην εμμονή δικαιολόγησης μιας ξεπερασμένης δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας με καθαρά εθνικά κριτήρια, με επιλεκτικές αναφορές στον Μακάριο (!) ως ιερά αγελάδα της Κυπριακής ιστορίας, ξεχνώντας πως το τότε υπάρχον ψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα έχει εν τω μεταξύ διαμορφωθεί πλειστάκις – από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, στην πρωτοκαθεδρία της Αμερικανικής ηγεμονίας και σήμερα ,στην επαναφορά ενός διεθνούς συστήματος με διαφορετικούς πόλους, νέους και παλιούς παίκτες, συμπεριλαμβανομένων της Ρωσίας και της Κίνας.
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι το κυπριακό Υπουργείο Εξωτερικών παραμένει κομπάρσος στη διαδικασία επίλυσης του σοβαρότερου προβλήματος εξωτερικής πολιτικής που είχε να αντιμετωπίσει ποτέ το νησί. Εθελοτυφλώντας, φτάνουμε στο εξής παράδοξο- επιμένουμε ότι το πρόβλημα και δη η διαδικασία είναι δικοινοτική, με θετικό παράγοντα και καταλύτη τον Ακιντζί, ενώ κάθε φορά που συζητείται οποιοδήποτε ‘δύσκολο’ κεφάλαιο παραπέμπουμε στη γνωστή ρήση του ‘δεν θα δεχτεί η Τουρκία’, καταρρίπτοντας μόνοι μας την υπόσταση που έχουμε δώσει στην Τουρκοκυπριακή πλευρά, αλλά νιώθοντας βεβαίως λιγότερες ενοχές για τις υποχωρήσεις με τις οποίες τείνουμε να συμφωνήσουμε. Παραμένουμε διχασμένοι, ακόμα και μετά από 43 χρόνια τουρκικής κατοχής των εδαφών μας, για το αν η Τουρκία αποτελεί ακόμη ένα ‘επιτήδειο ουδέτερο’ στη διαδικασία διαπραγματεύσεων ή αν πρόκειται για το θύτη ενός σοβαρού εγκλήματος, το οποίο φαίνεται να έχει ακρωτηριάσει όχι μόνο τη γη αλλά και τη σκέψη μας.
Δεύτερο σοβαρό μειονέκτημα στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, στο οποίο οφείλουμε να αναφερθούμε, παραμένει η μυστικοπάθεια με την οποία διεξάγονται οι συνομιλίες και η έλλειψη συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία. Το γεγονός αυτό αφαιρεί από τη μελλοντική νομιμοποίηση του νέου κράτους και από τη συλλογική ανάληψη ευθυνών του αποτελέσματος μιας συμφωνίας μεταξύ ελίτ, η οποία θα έχει υπογραφεί στα πλαίσια θεσμών τους οποίους ο μέσος δημοκρατικός πολίτης εμπιστεύεται όλο και λιγότερο. Τέτοιου είδους συμφωνία θα είναι αναντίρρητα δύσκολο να επιβιώσει μακροχρόνια.
Έτσι κι αλλιώς, οι έρευνες καταδεικνύουν το αυτονόητο- το ποσοστό επιτυχίας μιας οποιασδήποτε συμφωνίας ειρήνευσης μειώνεται κατά 64%, αν ακολουθείται μη-συμμετοχική διαδικασία ως προς τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία επηρεάζονται απ’ αυτή. Τρανταχτό παράδειγμα η παντελής απουσία των γυναικών από τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, παρότι αποτελούν το 50% του κυπριακού πληθυσμού. Κι όλα αυτά ενώ ξέρουμε ότι μια οποιαδήποτε συμφωνία θα είχε 35% περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας να διαρκέσει παραπάνω από 15 χρόνια, αν όντως υπήρχε γυναικεία συμμετοχή στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή της. Καμία έκπληξη δεν πρέπει να μας προκαλεί το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις έρευνες που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια, οι ελληνοκύπριες γυναίκες παραμένουν αρνητικές σε λύση του Κυπριακού, όπως αυτή σήμερα προδιαγράφεται, με αρνητική προδιάθεση ψήφου σε μελλοντικό δημοψήφισμα. Συμπερασματικά, ο γενικότερος αποκλεισμός των ενδιαφερομένων μερών από τη προαναφερόμενη διαδικασία, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, μπορεί να οδηγήσει και στην απόρριψη ενός σχεδίου λύσης ή και σε κατοπινό στάδιο, αδυναμία εφαρμογής του.
Συνοψίζοντας, πέραν των ιστορικών ανησυχιών που έχουν ήδη σημειωθεί και το έλλειμα δημοκρατικοποίησης της διαδικασίας για την επίλυση του Κυπριακού (με τα προβλήματα που οι παράγοντες αυτοί πιθανότατα να δημιουργήσουν) και πέρα της οποιασδήποτε θεωρητικής επιθυμίας για λύση, το ζητούμενο παραμένει η δημιουργία ενός λειτουργικού και μακροχρόνια βιώσιμου κράτους και όχι η δημιουργία ενός νέου κράτους, για το οποίου τη σημαία και πάλι κανείς δεν θα είναι διατεθειμένος να πεθάνει*. Με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.
*βλ. ‘Η Κατάθεση μου’: ρήση του Γλαύκου Κληρίδη για τη δημιουργία της ΚΔ το 1960 και την έλλειψη νομιμοποίησης της ύπαρξης του νέου ανεξάρτητου κράτους στα μάτια των Ελλήνων της Κύπρου, οι οποίοι διακαώς είχαν αγωνισθεί για κάτι εντελώς διαφορετικό- την Ένωση με την Ελλάδα.
*Η Άννα Κουκκίδη-Προκοπίου είναι μέλος του Συμβουλευτικού Σώματος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Με σπουδές στην Ιστορία, στα Οικονομικά και στις Διεθνείς Σχέσεις, εξειδικεύεται σε θέματα φύλου, ασφάλειας, εξωτερικής πολιτικής και ανάλυσης πολιτικού ρίσκου.
capitalgr