Σε άλλες εποχές και τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η Κομισιόν και η Ευρωβουλή στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο, μαζί με τις κυβερνήσεις των 28 χωρών-μελών
της Ε.Ε. (ή, έστω, των περισσότερων εξ αυτών), θα ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τον εορτασμό της 60ής επετείου, ενός γεγονότος το οποίο, αναμφίβολα, έχει σφραγίσει τη μεταπολεμική ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου: Την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, στις 25 Μαρτίου 1957, που αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας -η οποία, το 1992 στο Μάαστριχτ, μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση, υιοθετώνταας μάλιστα και κοινό νόμισμα, το ευρώ.
Αναμφίβολα, μάλιστα, η υπόθεση θα αφορούσε πρωτίστως τα έξι ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚ -τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τις αποκαλούμενες χώρες της Μπενελούξ (Ολλανδία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο)- που αποφάσισαν να κάνουν το επόμενο και πιο ουσιαστικό βήμα προς την κατεύθυνση της «ευρωπαϊκής ενοποίησης», μετά το επιτυχημένο (και ημιτελές) πείραμα της Ένωσης Άνθρακα και Χάλυβα.
Μόνο που σήμερα, οι πέντε από τις έξι -πλην Λουξεμβούργου, δηλαδή- έχουν να αντιμετωπίσουν τόσο σοβαρά προβλήματα στο εσωτερικό τους, ώστε δεν τους μένει ιδιαίτερος χρόνος για να ασχοληθούν με… πανηγύρια. Πολύ περισσότερο, καθώς δεν γνωρίζουν σε ποια μορφή θα βρει την Ε.Ε. η επόμενη δεκαετής επέτειος, εάν φυσικά υπάρξει!
Για του λόγου το αληθές, στις τρεις από αυτές τις χώρες είναι ήδη προγραμματισμένο να διεξαχθούν εθνικές εκλογές στη διάρκεια του 2017 -πρώτα στην Ολλανδία στις 15 Φεβρουαρίου, στη συνέχεια στη Γαλλία στις 23 Απριλίου και 7 Μαΐου και τέλος στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο (στις 17 ή τις 24 του μήνα).
Εξαιρετικά πιθανό είναι, επίσης, με βάση τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, να στηθούν κάλπες και στην Ιταλία στη διάρκεια του έτους. Όσο για το Βέλγιο, αν και η δική του εκλογική… καμπάνα θα χτυπήσει κανονικά το 2018, ουδείς μπορεί να αποκλείσει εκπλήξεις, μιας και το πολιτικό σκηνικό είναι ασταθές και η κοινωνία του «βράζει». Ακόμη και η Ισπανία, που παρουσιάζεται από ορισμένους ως «success story», δεν αποκλείεται να ακολουθήασει την ίδια ατραπό, καθώς η κυβέρνησή της είναι μειοψηφική και εύθραυστη.
Στη διάρκεια του έτους, βεβαίως, κάτι ανάλογο ενδέχεται να συμβεί ανά πάσα στιγμή σε αρκετές από τις μικρότερες χώρες της Ε.Ε.. Όπως, για παράδειγμα, στην Πολωνία (των 38,5 εκατομμυρίων κατοίκων), η οποία «βράζει» εδώ και αρκετό καιρό εξαιτίας της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, η οποία πραγματοποιεί καθημερινές διαδηλώσεις, ενώ οι βουλευτές της έχουν καταλάβει την κεντρική αίθουσα του Κοινοβουλίου.
Αλλά και στη Ρουμανία (των 20 εκατομμυρίων), της οποίας ο πρόεδρος ασκεί βέτο στην πρόταση των πλειοψηφούντων κομμάτων για την πρωθυπουργία ή τη Βουλγαρία, που παραμένει με υπηρεσιακή κυβέρνηση.
Το σκηνικό καθίσταται ακόμη πιο επικίνδυνο για την Ευρώπη και το μέλλον της καθώς οι αναμετρήσεις αυτές θα διεξαχθούν στο σκοτεινό φόντο πολλών παράλληλων κρίσεων, με άδηλη εξέλιξη: Του Brexit, που φέρνει για πρώτη φορά μια χώρα στην έξοδο της Ε.Ε., αποτυπώνοντας με τον πλέον αδιάψευστο τρόπο την αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Της παρουσίας ενός νέου και αδίστακτου προέδρου στον Λευκό Οίκο, ο οποίος θέτει υπό αμφισβήτηση όλο το διεθνές οικοδόμημα, μαζί και τη σχέση των ΗΠΑ με την Ε.Ε. Του οικονομικού «λαχανιάσματος» που τείνει να μετατραπεί σε χρόνια ανεπάρκεια. Αλλά και των πολεμικών συγκρούσεων που συνεχίζονται στη γειτονιά της Ευρώπης, προκαλώντας αλλαγές συνόρων, γεωπολιτικές ανακατατάξεις και κύματα προσφύγων.
Προσδεθείτε!
Αποδοκιμασία…
Η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων θεωρούν ότι η χώρα τους οδεύει προς τη λάθος κατεύθυνση. Και το 36%, σύμφωνα με άλλη δημοσκόπηση, θα ψήφιζε υπέρ της εξόδου της χώρας του από την Ε.Ε.
ΓΕΡΜΑΝΙΑ (17 ή 24 Σεπτεμβρίου)
Τελειώνει η εποχή Μέρκελ;
Η Γερμανία θα γράψει τον επίλογο του εκλογικού μαραθωνίου που θα διεξαχθεί φέτος στην Ευρώπη (τουλάχιστον βάσει του υπάρχοντος προγραμματισμού…), όμως το αποτέλεσμα στην υπερδύναμη της Γηραιάς Ηπείρου είναι αυτό που αναμφίβολα θα δώσει την τελική και πιο αποφασιστική ώθηση στο «τρένο» της Ευρώπης, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Σχεδόν όλες οι εκτιμήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Αγκελα Μέρκελ -η οποία διεκδικεί την τέταρτη συνεχόμενη θητεία της και, εφόσον το καταφέρει, θα γίνει η μακροβιότερη καγκελάριος στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας- παραμένει κυρίαρχος των πολιτικών εξελίξεων και έχει το απόλυτο προβάδισμα. Άλλωστε, ο θεωρητικά πιο επικίνδυνος αντίπαλός της, οι Σοσιαλδημοκράτες συνεχίζουν να μην εμπνέουν εμπιστοσύνη και, μετά από δύο τετραετίες συγκυβέρνησης, δεν πείθουν ότι αντιπροσωπεύουν κάτι διαφορετικό.
Η μεγάλη πρόκληση, όμως -όχι μόνο για τη Μέρκελ, αλλά για ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο- προέρχεται από το πιο νεαρό κόμμα. Πρόκειται, βεβαίως, για την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) της Φράουκε Πέτρι, η οποία έχει καταφέρει να «καβαλήσει» ταυτόχρονα πάνω και στα τρία ισχυρά κοινωνικά ρεύματα αυτής της περιόδου: Της ξενοφοβίας και του εθνικισμού, του σκεπτικισμού απέναντι στην Ε.Ε. και το ευρώ, αλλά και του λεγόμενου «αντισυστημισμού». Το ποσοστό που θα συγκεντρώσει είναι πιθανό να του διασφαλίσει την τρίτη θέση και να το αναδείξει σε ρυθμιστή των εξελίξεων, ακόμη και σε κυβερνητικό επίπεδο.
Όσο για τις θέσεις του, «μπολιάζουν» διαρκώς την πολιτική της Μέρκελ, ενώ συγγενεύουν προκλητικά με το πρόγραμμα των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών.
ΟΛΛΑΝΔΙΑ (15 Μαρτίου)
Πολιτικό βαρόμετρο
Η Ολλανδία του Μαρκ Ρούτε και του Γερούν Ντάισελμπλουμ ανήκει στις πιο πλούσιες χώρες της Ευρώπης και συγκαταλέγεται στους χρηματοδότες του κοινοτικού προϋπολογισμού, ενώ από τα έξι ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚ είναι αυτή που συνδυάζει καλύτερα δύο μοντέλα -αφενός το λεγόμενο «αγγλοσαξονικό» και αφετέρου το γερμανικό: Όσο το δυνατόν μικρότερος κρατικός τομέας και συρρικνωμένες κοινωνικές παροχές, επιθετικά εξαγωγικός προσανατολισμός, αλλά και αυστηρή στάση απέναντι στα φτωχότερα και απείθαρχα κράτη-μέλη του Νότου. Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δεν συνιστούν εμπόδιο στην άνοδο του Γκέερτ Βίλντερς, του ηγέτη του ακροδεξιού Κόμματος Ελευθερίας, ο οποίος έχει βάλει πλώρη για την πρωτιά στις εκλογές της 15ης Μαρτίου.
Σε περίπτωση δε που τα καταφέρει, τότε είναι προφανές ότι θα λειτουργήσει ως πολιτικό βαρόμετρο και για τις υπόλοιπες χώρες στις οποίες θα διεξαχθούν εκλογές στη διάρκεια του έτους, «σβήνοντας» το δειλό χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα αρκετών στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μετά την επικράτηση του υποψηφίου των Πρασίνων στις προεδρικές εκλογές της Αυστρίας, στις 4 Δεκεμβρίου. Πάνω από όλα, όμως, θα ανοίξει διάπλατα τον δρόμο στη μεγάλη του σύμμαχο, τη Μαρίν Λεπέν, η οποία θα μπει με ακόμη μεγαλύτερη ορμή στη δική της εκλογική αρένα.
ΓΑΛΛΙΑ (23 Απριλίου-7 Μαΐου)
Η Λεπέν στον δρόμο προς τα Ηλύσια
Όταν, το 2002, ο Ζαν-Μαρί Λεπέν άφηνε εκτός του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών τον Σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν, το σοκ που προκλήθηκε στη Γαλλία και την Ευρώπη ήταν μεγάλο, αλλά προσωρινό. Άλλωστε, η συσπείρωση του «δημοκρατικού τόξου» έδωσε μια ξεκάθαρη νίκη με το εκκωφαντικό ποσοστό του 82,2%, κάνοντας τους περισσότερους να αισθανθούν ασφαλείς ότι σε κάθε παρόμοια περίπτωση, ούτε οι πολίτες ούτε οι πολιτικές ελίτ θα επιτρέψουν στους απόγονους του Μουσολίνι και του Χίτλερ να αναλάβουν τη διακυβέρνηση μιας ευρωπαϊκής χώρας. Από τότε μέχρι σήμερα, ωστόσο, έχουν μεσολαβήσει πολλά και η παραπάνω βεβαιότητα έχει εξαφανιστεί. Σε πολλές χώρες, η Ακροδεξιά προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Στις τρεις από τις τέσσερις σκανδιναβικές χώρες συγκυβερνά.
Όσο για τη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν, αφού πήρε την πρωτιά στις ευρωεκλογές του 2014, τώρα έχει βάλει τον πήχυ πολύ ψηλά και στην περίπτωση που τον περάσει, θα βρεθεί στο Μέγαρο των Ηλυσίων, προκαλώντας ένα σεισμό μεγατόνων από τον οποίο είναι μάλλον απίθανο να γλιτώσει το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ευρώ.
Ακόμη και αν δεν τα καταφέρει, όμως, χάνοντας τη μάχη από τον «θατσεριστή» Φρανσουά Φιγιόν, θα έχει καταφέρει να μπολιάσει ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό με τις αντιδραστικές θέσεις της, βάζοντας σοβαρή υποθήκη για το μέλλον. Είτε για την ίδια είτε για το πρόσωπο που θα τη διαδεχθεί -όπως, για παράδειγμα, για τη νεαρή Μαριόν-Μαρεσάλ Λεπέν…
ΙΤΑΛΙΑ (;)
Πόσο θα αντέξει η κυβέρνηση;
Μετά το αρνητικό αποτέλεσμα στο δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου και την παραίτηση του Ματέο Ρέντσι, όλα όσα συμβαίνουν στην Ιταλία «μυρίζουν» εκλογές. Από τις δηλώσεις που κάνει ο τέως πρωθυπουργός (ο οποίος ιδιωτεύει μόνο προσωρινά…) και οι επικεφαλής των υπόλοιπων κομμάτων, μέχρι τα σκάνδαλα που αποκαλύπτονται σε βάρος της δημάρχου της Ρώμης, Βιρτζίνια Ράγκι, η οποία θεωρείται ένα από τα «πουλέν» του Κινήματος των Πέντε Αστέρων και του Μπέπε Γκρίλο, οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι κάλπες εντός του 2017 αποτελούν ουσιαστικά μονόδρομο για τη χώρα και οι πάντες «ζεσταίνουν τις μηχανές τους» για την επικείμενη αναμέτρηση. Εξάλλου, ούτε ο νέος πρωθυπουργός, ο Πάολο Τζεντιλόνι, δεν κρύβει πως θεωρεί τη θητεία του προσωρινή και μεταβατική, γνωρίζοντας ότι οι Δημοκρατικοί διαθέτουν μεν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όχι όμως και την κοινωνική.
Είναι γεγονός, μάλιστα, πως οι Βρυξέλλες και πολύ περισσότερο το Βερολίνο δεν δείχνουν ιδιαίτερη διάθεση να στηρίξουν τη Ρώμη σε αυτή τη δύσκολη φάση, όπως αποδεικνύεται στην υπόθεση της διάσωσης της Monte dei Paschi και των άλλων προβληματικών και καταχρεωμένων ιταλικών τραπεζών. Προφανώς, βεβαίως, γνωρίζουν ότι με τη στάση τους οξύνουν την κρίση και διακινδυνεύουν ένα εκλογικό αποτέλεσμα το οποίο θα οδηγήσει αντικειμενικά την Ιταλία στην πόρτα της εξόδου από την Ευρωζώνη και, ενδεχομένως, από την Ε.Ε. Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, όμως, φαίνεται ότι σε αρκετούς επικρατεί η λογική «γαία πυρί μειχθήτω»…
ΗΜΕΡΗΣΙΑ