Μισθό που δεν ξεπερνά τα κατώτατα όρια που ίσχυαν το 2012, ήτοι έως 800 ευρώ μεικτά παίρνει ένας στους δύο εργαζομένους με σχέση ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, όπως αυτά προκύπτουν από τις ετήσιες καταστάσεις προσωπικού που υποχρεούνται να υποβάλουν κάθε έτος στο σύστημα Εργάνη όλοι οι εργοδότες. Παρά την αύξηση των θέσεων εργασίας κατά 82.679, μέσα σε ένα χρόνο, η εικόνα κάθε άλλο παρά ευοίωνη είναι: δύο στις τέσσερις νέες θέσεις αφορούν εργαζομένους που προσλαμβάνονται με μισθούς κάτω των 600 ευρώ. Επίσης, το 25% των νέων εργαζομένων, αναγκάζεται να υπογράψει πρόσληψη με ευέλικτες μορφές εργασίας και μισθό κάτω των 500 ευρώ μεικτά. Τα στοιχεία αφορούν το 2016 κι ενδέχεται να είναι πολύ χειρότερα, εάν απομονωθεί ο αμιγώς ιδιωτικός τομέας, δεν συμπεριληφθούν δηλαδή οι επιχειρήσεις του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, που κατά κανόνα αφορούν εργαζομένους με ευνοϊκότερους όρους αμοιβής.
Αναλυτικά, οι επιχειρήσεις που απασχολούν εργαζομένους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και κατέθεσαν τους σχετικούς πίνακες στο υπουργείο, ανέρχονταν στο τέλος του προηγούμενου έτους σε 233.151 από 222.281 που είχαν καταθέσει αντίστοιχους πίνακες το 2015 (αύξηση κατά 10.870 επιχειρήσεις ή 4,89%). Ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολείται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε αυτές ανέρχεται σε 1.702.524, αυξημένος κατά 82.679 νέους εργαζομένους σε σχέση με το 2015 (1.619.845) ή κατά 5,1%. Να σημειωθεί εδώ, ότι η μεγάλη διαφορά που παρατηρείται σε σχέση με τις ροές απασχόλησης που κατέγραψε το σύστημα Εργάνη κατά το 2016 (+136.260 νέες θέσεις εργασίας) είναι γιατί τα στοιχεία των ροών απασχόλησης αποτυπώνουν τις προσλήψεις – αποχωρήσεις και το αρνητικό ή θετικό ισοζύγιο απασχόλησης κατά τη συγκεκριμένη στιγμή και όχι την πραγματική εικόνα της αγοράς. Οπως παραπλανητική είναι και η εικόνα αύξησης κατά 9,34% που παρουσιάζει σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας ο μέσος όρος των μεικτών μηνιαίων αποδοχών. Και αυτό γιατί, το +9,34% αντιστοιχεί στην αύξηση της μισθολογικής δαπάνης, με δεδομένη και την αύξηση της απασχόλησης και όχι των μέσων αποδοχών των εργαζομένων. Βάσει των πινάκων, ο μέσος μισθός ανήλθε σε 1.060 ευρώ έναντι 1.019 ευρώ το 2015 και συνεπώς η μέση αύξηση των αποδοχών δεν ξεπερνά το 4%.
Μάλιστα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο της τεράστιας μισθολογικής απόστασης που χωρίζει τους μισθωτούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο μέσος μισθός ανέρχεται σε 1.060 ευρώ, 849.896 εργαζόμενοι, ήτοι σχεδόν οι μισοί, λαμβάνουν μισθούς έως 800 ευρώ μεικτά, που αντιστοιχεί στον κατώτατο μισθό που ίσχυε το 2012, πριν από τη μείωσή του στα 586 ευρώ με νομοθετική διάταξη. Το 2016, η μερική απασχόληση αυξήθηκε κατά 19.019 άτομα, με αποτέλεσμα, συνολικά, το 22,48% των μισθωτών (382.729 άτομα) να εργάζεται –ή να δηλώνεται πως εργάζεται– με ευέλικτες μορφές απασχόλησης και να λαμβάνει έως 500 ευρώ μεικτά.
Τα στοιχεία δείχνουν επίσης τη σημαντική συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού σε πολύ λίγες μεγάλες επιχειρήσεις. Αναλυτικά, το 44% των εργαζομένων, ήτοι 781.745 άτομα, απασχολείται στο 1,6% των επιχειρήσεων (3.790 σε σύνολο 233.151). Το 88,79% των επιχειρήσεων (207.030) έχει από 1 έως 10 εργαζομένους. Το 73,76% ή 171.977 επιχειρήσεις απασχολεί από 1 έως 4 εργαζομένους η κάθε μία και συνολικά το 17,129% του συνόλου των εργαζομένων (303.362 άτομα). Υπάρχουν και 68.560 εργαζόμενοι, οι οποίοι απασχολούνται σε περισσότερες από μία επιχειρήσεις.
Από τις 233.153 επιχειρήσεις που απασχολούν εργαζομένους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, οι 132.459 είναι ατομικές επιχειρήσεις και ακολουθούν 35.673 ομόρρυθμες εταιρείες (Ο.Ε.) και 20.648 ανώνυμες εταιρείες (Α.Ε.), ενώ υπάρχουν και 6.225 ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες που αναμένεται να αυξηθούν, λόγω των αλλαγών στη φορολογία και στις εισφορές.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, τα στοιχεία αποτυπώνουν μια θετική δυναμική για το 2017, για πρώτη φορά μετά την έναρξη της κρίσης.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ