Ελιγμούς, για να αποφεύγουν τα «βέλη» του αιχμηρού πολιτικού λόγου του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, θα πρέπει να υιοθετήσουν οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, ανεξάρτητα από το εάν εκπροσωπούν εγχώρια ή ξένα συμφέροντα. Ενα στίγμα των πιθανών εντάσεων, μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, στο εγγύς μέλλον έδωσαν οι εκρηκτικές συνεντεύξεις του κ. Τραμπ στην Bild και στους Times την περασμένη εβδομάδα, αλλά και εκείνη του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στη Wall Street Journal.
Λίγες ημέρες πριν από την ορκωμοσία του, ο κ. Τραμπ απείλησε τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες με δασμούς 35% στις εισαγωγές τους προς τις ΗΠΑ και δήλωσε ανοικτός σε μια χαλάρωση των κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας. Στην πρώτη συνέντευξη που έδωσε σε βρετανική εφημερίδα, ο κ. Τραμπ εκτίμησε επίσης πως το Ηνωμένο Βασίλειο «τα πάει περίφημα» μετά την απόφαση των πολιτών του να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Υποσχέθηκε μάλιστα την ταχεία σύναψη μιας εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ μόλις αναλάβει επίσημα τα καθήκοντά του. Αυτή η τοποθέτηση προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Κομισιόν, που υπενθύμισε ότι δεν επιτρέπονται επίσημες διαπραγματεύσεις με τρίτες χώρες πριν από την επίσημη αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε.
Εντονότερη, όμως, ήταν η αντίδραση της Γερμανίας στις προθέσεις του Αμερικανού πρόεδρου να επιβάλει δασμούς στις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες με εργοστάσια στο Μεξικό. Τις κατηγόρησε μάλιστα ότι δεν παράγουν περισσότερα οχήματα σε αμερικανικό έδαφος, ενώ διεμήνυσε ότι «μπορείτε να κατασκευάσετε αυτοκίνητα στο Μεξικό, αλλά για κάθε αυτοκίνητο που εισέρχεται στις ΗΠΑ θα πληρώνετε φόρο 35%». Αμεση ήταν η αντίδραση του αντικαγκελαρίου και υπουργού Οικονομίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, στην Bild: «Οι ΗΠΑ πρέπει να κατασκευάσουν καλύτερα αυτοκίνητα». Παραβλέποντας τις εκρηκτικές δηλώσεις Τραμπ, ο διευθύνων σύμβουλος της BMW, Πίτερ Σβατσενμπάουερ, επιβεβαίωσε σχέδια για επένδυση ενός δισ. δολαρίων στην κατασκευή εργοστασίου στο Μεξικό.
Οι μετοχές των BMW, Daimler και Volkswagen –και οι τρεις διαθέτουν εργοστάσια στο Μεξικό– αναπλήρωσαν τις αρχικές απώλειές τους. Εντούτοις, οικονομικοί αναλυτές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για μια περίοδο αναταράξεων στις αγορές.
Ο Σόιμπλε
Ο κ. Σόιμπλε είχε αναλάβει να προειδοποιήσει τον κ. Τραμπ σε συνέντευξη στη Wall Street Journal για τους κινδύνους του προστατευτισμού. Αν και διατεθειμένος να εργαστεί «όσο το δυνατόν πιο εποικοδομητικά» με την κυβέρνηση του κ. Τραμπ, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών τόνισε πως «όποιος επιθυμεί οικονομική ανάπτυξη –και πιστεύω πως αυτή η κυβέρνηση θα είναι υπέρ της ανάπτυξης– πρέπει να είναι υπέρμαχος της ανοικτής αγοράς». Δεν παρέλειψε να αφήσει υπόνοιες για μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις ύστερα από ανάλογες πρωτοβουλίες στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, μια πρωτοβουλία που μπορεί να ανεβάσει τον πήχυ σε έναν φορολογικό ανταγωνισμό μεταξύ ισχυρών κρατών.
Ο επικεφαλής του ινστιτούτου οικονομικών ερευνών Ifo, Κλέμενς Φιστ, εξηγεί πως «ο Τραμπ έχει ξεκάθαρους στόχους: να δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας στον αμερικανικό μεταποιητικό κλάδο, να μειώσει τις εισαγωγές στη χώρα του και να αυξήσει τις συνεισφορές της Ευρώπης στο ΝΑΤΟ. Θεωρεί δε πως εάν δεν πετύχει τους στόχους του, τότε μπορεί να χρησιμοποιήσει ως αποδιοπομπαίο τράγο τις χώρες με υψηλά εμπορικά πλεονάσματα, όπως είναι η Γερμανία.
Ομως νευρικότητα επικρατεί στις αμερικανικές εταιρείες για το επόμενο tweet του κ. Τραμπ, όπως επισημαίνει ο Μπεν Πόπκεν του NBC News. Την περασμένη Τρίτη, η αυτοκινητοβιομηχανία General Motors ανακοίνωσε επενδύσεις ενός δισ. δολαρίων με 1.500 νέες προσλήψεις στις ΗΠΑ και η αλυσίδα σούπερ μάρκετ WalMart, επίσης, δημοσιοποίησε σχέδια για την αύξηση των θέσεων εργασίας κατά 10.000. Αν και τα σχέδια αυτά είχαν ήδη δρομολογηθεί, οι ανακοινώσεις λειτουργούν και σαν ασπίδα σε ένα αιχμηρό tweet που μπορεί να οδηγήσει σε πτώση μετοχών. Και έτσι ο κ. Τραμπ μπορεί να υποστηρίζει πως έχει ήδη επιτύχει τον στόχο του για τη δημιουργία θέσεων εργασίας πριν αρχίσει καν να κυβερνά.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ