Nέα, σκληρή κριτική από τη Γερμανία δέχθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων που ακολουθεί, με στόχο την ενίσχυση του πληθωρισμού κοντά στο 2% που προβλέπεται από το καταστατικό της. Αυτήν τη φορά, η Ενωση Τραπεζιτών της Γερμανίας (BdB) σύστησε στην κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης να προχωρήσει πολύ προσεκτικά «σε αλλαγή κατεύθυνσης της πολιτικής της». «Τα χαμηλά επιτόκια είναι ένα τεράστιο πρόβλημα για τις τράπεζες, αλλά μια αλλαγή πορείας θα πρέπει να εφαρμοσθεί με σύνεση», αναφέρει η BdB στην επίσημη ανακοίνωσή της. Μια τέτοια προοπτική φαντάζει μακρινή, σύμφωνα με τον οίκο Standard & Poor’s, ο οποίος θεωρεί ότι η ΕΚΤ δεν θα αλλάξει τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης νωρίτερα από το 2018.
Η ΕΚΤ έχει δεχθεί πολύ πιο σκληρή κριτική από υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους και από τον Τύπο στη Γερμανία απ’ ό,τι από την BdB. Ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι ένας από τους πιο σκληρούς επικριτές του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η ευρωτράπεζα για την ενίσχυση των τιμών και του τραπεζικού δανεισμού. Toν Απρίλιο του 2016, ο κ. Σόιμπλε απέδωσε στη χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ μεγάλο μέρος της εκλογικής ενίσχυσης του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). «Είπα στον κ. Ντράγκι ότι μπορεί να είναι περήφανος», δήλωσε με εμφανώς ειρωνική διάθεση σε δημοσιογράφο του δικτύου Dow Jones.
Την περασμένη Παρασκευή, δηλαδή λίγα 24ωρα πριν από την ανακοίνωση της ΒdB, o αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Γενς Σπαν, δήλωσε στο Reuters ότι η επεκτατική πολιτική της ΕΚΤ προκαλεί «πολυάριθμες παρενέργειες», και έτσι είναι επιθυμητή «μια προσεκτική αρχή για έξοδο» από τα μέτρα στήριξης. Προηγουμένως είχε ανακοινωθεί η ετήσια αύξηση των τιμών καταναλωτή κατά 1,1% για τον Δεκέμβριο, αντανακλώντας τον υψηλότερο ρυθμό από τον Δεκέμβριο του 2013, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στο Βερολίνο να επιχειρηματολογήσει κατά της πολιτικής της ΕΚΤ. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο επικεφαλής του ινστιτούτου ερευνών Ιfo, Κλέμενς Φουστ, κάλεσε την ΕΚΤ να εγκαταλείψει την επεκτατική νομισματική πολιτική της.
Σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού και κατ’ επέκταση της στασιμότητας στην Ευρωζώνη, η ΕΚΤ άρχισε να εφαρμόζει μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης από τον Μάρτιο του 2015. Στην παρούσα φάση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της, αυτά τα μέτρα περιλαμβάνουν τη μείωση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων για τις εμπορικές τράπεζες στο -0,4% και το πρόγραμμα αγοράς κρατικών και εταιρικών ομολόγων 80 δισ. ευρώ ανά μήνα, που θα μειωθεί στα 60 δισ. ευρώ από αυτόν τον Απρίλιο. Για την κυβέρνηση μιας χώρας που αποταμιεύει περισσότερο από όσα καταναλώνει, όπως η Γερμανία, τα χαμηλά επιτόκια αποτελούν μείζον πολιτικό ζήτημα. Αρθρογράφος της Bild έγραψε πρόσφατα πως όταν τα επιτόκια καταθέσεων προσεγγίζουν το μηδέν, ο κόσμος «βλέπει την καθαρή υποτίμηση των αποταμιεύσεών τους όσο οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Ευρωζώνης εξακολουθούν να δανείζονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα». Παρομοίως, η Handelsblatt ανέφερε ότι οι Γερμανοί κινδυνεύουν να χάσουν δεκάδες δισεκατομμύρια ανά έτος από την πραγματική αξία των αποταμιεύσεών τους, με τον υπουργό Οικονομικών της Βαυαρίας, Μάρκους Ζέντερ, να θεωρεί ότι η κατάσταση είναι «αποκαρδιωτική». Η πολιτική της ΕΚΤ και οι αντιδράσεις των Γερμανών, συμπεριλαμβανομένου του Γενς Βάιντμαν της Bundesbank, που έχει τηρήσει πιο διακριτική στάση, αντανακλούν το χάσμα των οικονομικών επιδόσεων ανάμεσα στον πυρήνα και στην περιφέρεια της Ευρωζώνης. Στην περιφέρεια, η ανάπτυξη απέχει αρκετά από τα προ χρηματοπιστωτικής κρίσης επίπεδα, όταν η ανεργία στη Γερμανία σήμερα βρίσκεται στο 6%.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ