Ο επίλογος του τέλους της ελληνικής τραπεζικής παρουσίας στις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης γράφεται αυτή την περίοδο, καθώς χωρίς πολύ θόρυβο και λόγια οι τράπεζες αποχωρούν από τις βαλκανικές χώρες έπειτα από πολυετή παρουσία. Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε η αποχώρηση της Εθνικής Τράπεζας από τη Βουλγαρία, όπου η ΕΤΕ ήλεγχε τη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, ενώ νωρίτερα ολοκληρώθηκε η αποχώρησή της από τη μεγάλη αγορά της Τουρκίας με την πώληση της θυγατρικής της Finansbank. Η Eurobank λίγους μήνες πριν ανακοίνωσε την αποχώρησή της από την Ουκρανία, ενώ είχε προηγηθεί η αποχώρηση από τη μεγάλη, και πολλά υποσχόμενη, αγορά της Πολωνίας. Η Alpha Bank τερμάτισε την παρουσία της στη Βουλγαρία.
Και έπεται συνέχεια. Οι παραπάνω κινήσεις εντάσσονται στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει οι διοικήσεις των τραπεζών έναντι των ευρωπαϊκών αρχών, για τη δραστική μείωση της παρουσίας τους στο εξωτερικό, ως αποτέλεσμα της 3ης ανακεφαλαιοποίησης και της λήψης νέας κρατικής βοήθειας. Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς έχουν δεσμευτεί για τις μεγαλύτερες περικοπές, καθώς και οι δύο έλαβαν κρατική βοήθεια μέσω της έκδοσης μετατρέψιμων ομολογιών που απέκτησε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Κάπως έτσι τελειώνει άδοξα η επιθετική επέκταση των εγχώριων τραπεζών που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, λίγα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, και κορυφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Από το 2000 και μετά, και για περίπου 7 χρόνια, δεν υπήρχε έτος χωρίς κάποια ελληνική τράπεζα να εξαγοράζει ή να ιδρύει μια τράπεζα στο εξωτερικό! Ετσι στο τέλος του 2007 οι εγχώριες τράπεζες είχαν δημιουργήσει μια μικρή αυτοκρατορία με παρουσία σε 15 χώρες, εκτός Ελλάδος, έχοντας στον έλεγχό τους ένα δίκτυο καταστημάτων που αριθμούσε 3.500 σημεία και απασχολούσαν πάνω από 42.000 εργαζομένους! Το συνολικό ενεργητικό τους στο εξωτερικό ανερχόταν στα 90 δισ. ευρώ, ενώ οι χορηγήσεις δανείων ξεπερνούσαν τα 60 δισ. ευρώ.
Οι εγχώριες τράπεζες κατόρθωσαν να αναδειχθούν σε αξιόλογο περιφερειακό παίχτη, προκαλώντας μάλιστα τον φθόνο τραπεζικών ομίλων της Κεντρικής Ευρώπης, έχοντας ισχυρή παρουσία σε μια εκτεταμένη περιοχή που οριοθετούνταν βόρεια από την Ουκρανία και την Πολωνία, περιλαμβάνοντας σχεδόν όλες τις χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου και την Τουρκία, με νότιο σύνορο την Αίγυπτο. Οι νέες αγορές περιελάμβαναν έναν πληθυσμό σχεδόν 300 εκατομμύρια ατόμων και οικονομίες συνολικού ΑΕΠ 3,4 τρισ. ευρώ.
Τις ημέρες της ευφορίας οι διοικήσεις των τραπεζών ήλπιζαν ότι όταν εξαντλούνταν τα περιθώρια ανάπτυξης της εγχώριας αγοράς, η ΝΑ Ευρώπη θα αποτελούσε την ατμομηχανή που θα έδινε νέα αναπτυξιακή πνοή στο τραπεζικό σύστημα, εξασφαλίζοντας πολλά ακόμα χρόνια μεγάλης κερδοφορίας. Βεβαίως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. Το αδιέξοδο του 2009 έφερε το πρώτο μνημόνιο, ωστόσο ακολούθησε πολιτική αβεβαιότητα και αποτυχία στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, οδηγώντας στο 2ο μνημόνιο και κατόπιν πάλι σε πολιτική αβεβαιότητα και πρόωρες εκλογές με τελική κατάληξη το 3ο μνημόνιο. Μετά την 3η ανακεφαλαιοποίηση και τον εκτροχιασμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων οι εγχώριες τράπεζες υποχρεώθηκαν να επικεντρωθούν στην ελληνική αγορά και να αποχωρήσουν από τις ξένες αγορές, ώστε να επιστρέψουν το συντομότερο την κρατική βοήθεια που έλαβαν. Ετσι οι διοικήσεις δεν έχουν πολλές επιλογές πέραν του να παρακολουθούν να χάνεται το μεγάλο εγχείρημα της επέκτασης στο εξωτερικό, που κόστισε πολύ σε χρήματα, σε ανθρώπινο κεφάλαιο και χρόνο. Οι επενδύσεις στα Βαλκάνια θα είχαν σωθεί μόνον αν είχαμε κατορθώσει να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την κρίση που ξέσπασε το 2009, κάτι που δεν έγινε.
Στο τέλος του 2015 το χαρτοφυλάκιο δανείων στο εξωτερικό είχε περιοριστεί στα 27,4 δισ. ευρώ από 56,5 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2010 και πάνω από 60 δισ. ευρώ που ήταν πριν από την κρίση. Ετσι, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος «οι διεθνείς δραστηριότητες των ελληνικών τραπεζών αναμένεται να διαδραματίσουν εφεξής ελάσσονα ρόλο στη διαμόρφωση των συνολικών τους μεγεθών».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ