Αν η νέα ηγεσία της Ουάσιγκτον ανατρέψει τη συμφωνίαγια τα πυρηνικά με την Τεχεράνη, το τίμημα για την παγκόσμιασταθερότητα θα είναι μεγάλο
Είναι ατυχές που τόσο λίγες διεθνείς συμφωνίες έχουν επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια. Στη διάρκεια μιας περιόδου που ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων έχει εν γένει επισκιάσει τη συνεργασία, δύο σημαντικές εξαιρέσεις – η συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν και η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα – δίνουν ελπίδα ότι οι επίσημες, πολυμερείς αντιδράσεις στις παγκόσμιες προκλήσεις είναι ακόμη πιθανές. Αλλά τώρα ο Ντόναλντ Τραμπ απειλεί και τις δύο συμφωνίες και η εκλογή του ως προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών αποκαλύπτει τις αδυναμίες τους.
Αν οι ΗΠΑ αποσυρθούν ή δεν ακολουθήσουν οποιαδήποτε από τις δύο συμφωνίες, το τίμημα για το παγκόσμιο σύστημα διακυβέρνησης που βασίζεται στις πολυμερείς συμφωνίες για την επίλυση των προβλημάτων θα είναι μεγάλο. Ας σκεφθούμε τη συμφωνία με το Ιράν, το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA) μεταξύ της Τεχεράνης και των E3/EU 3+3 (τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών συν της Γερμανίας και της ΕΕ). Η πρώτη επέτειος του JCPOA συνέπεσε με την ορκωμοσία του Τραμπ, επομένως αξίζει να δούμε πώς φθάσαμε σε αυτήν και τι θα μπορούσε να συμβεί αν κατέρρεε.
Οι Ευρωπαίοι ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με το Ιράν για το ζήτημα των πυρηνικών το 2003, όταν ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις με τον τότε γραμματέα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας του Ιράν Χασάν Ρουχανί. Οι δύο πλευρές ήρθαν σε συμφωνία το 2004. Αλλά δεν κράτησε πολύ. Το 2005 η εκλογή του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ ως προέδρου του Ιράν άλλαξε τα πράγματα. Ενώ οι διαπραγματεύσεις επίσημα συνεχίζονταν, η πρόοδος ήταν ελάχιστη. Στο μεταξύ το Ιράν συνέχιζε την ανάπτυξη του πυρηνικού του προγράμματος. Ο Ρουχανί κέρδισε στις προεδρικές εκλογές του 2013. Στα δύο χρόνια που ακολούθησαν, οι αδιάκοπες διπλωματικές διαπραγματεύσεις κατέληξαν στο JCPOA.
Φυσικά στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν χαιρέτισαν όλοι τη συμφωνία ή την προοπτική της διαπραγμάτευσης με το Ιράν. Και άλλες χώρες στη Μέση Ανατολή φοβήθηκαν ότι η συμφωνία θα διατάρασσε την περιφερειακή ισορροπία ισχύος και θα απειλούσε τα συμφέροντά τους. Οι πολέμιοι της συμφωνίας παρουσίαζαν τρεις λόγους για την απόρριψή της: ότι δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε το Ιράν, ότι η συμφωνία θα αναβάθμιζε τον περιφερειακό ρόλο του Ιράν και ότι το Ιράν δεν άξιζε αυτή τη μεταχείρισης. Εναν χρόνο μετά τη συμφωνία, το Ιράν έχει εκπληρώσει τις υποσχέσεις του; Η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας λέει πως ναι.
Πολλοί από εμάς ήλπιζαν ότι η συμφωνία θα βελτίωνε σημαντικά τις σχέσεις του Ιράν με τους γείτονές του και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά αυτό δεν συνέβη. Η συμφωνία άνοιξε ένα διπλωματικό παράθυρο για τη σταθεροποίηση της περιοχής, αλλά η ευκαιρία χαραμίστηκε. Οι πόλεμοι στη Συρία και στην Υεμένη συνεχίστηκαν, η επαναπροσέγγιση μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν δεν μοιάζει πιθανή και η Ρωσία προβάλλει αξιώσεις στην περιοχή. Είναι ανατριχιαστικό να σκεφθούμε τι θα συνέβαινε στην περιφέρεια αν κατέρρεε η συμφωνία με το Ιράν.
Η Σαουδική Αραβία θα ήθελε να τερματίσει τη στρατιωτική επέμβαση στην Υεμένη αλλά δεν είναι εύκολο. Το Ιράν μπαίνει σε προεκλογική περίοδο και η Τουρκία αποζητεί ένα αποτέλεσμα στη συριακή σύγκρουση που θα ευθυγραμμίζεται με την πολιτική της στο Κουρδικό. Η Ρωσία πρέπει να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Συρία – ανάμειξη που της έχει κοστίσει πολλά. Και η ΕΕ πρέπει να επιλύσει την προσφυγική κρίση, σε ένα πλαίσιο περιφερειακής σταθερότητας. Ο Τραμπ θα πρέπει να σκεφθεί σοβαρά ποια είναι τα αμερικανικά συμφέροντα και ποια εκείνα της περιφέρειας. Αν το κάνει, θα συνειδητοποιήσει ότι αν δεν συμβάλει στην περιφερειακή σταθερότητα ο κίνδυνος θα είναι πολύ μεγάλος.
Ο κ. Javier Solana ήταν ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας.
ΒΗΜΑ