Επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου της Κοΐμπρα, ενός από τα αρχαιότερα πανεπιστήμια της Ευρώπης, ανακηρύχθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψής του στην Πορτογαλία. Στην ομιλία του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρθηκε και στο θέμα του Eurogroup τονίζοντας ότι, με βάση τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρώπης, δεν περιλαμβάνεται στους θεσμούς της ΕΕ, χαρακτηρίζοντας το άτυπο όργανο, χωρίς «κρίσιμη θεσμική σημασία».
Όπως επισήμανε ο κ. Παυλόπουλος «Η Ευρωοομάδα είναι άτυπο, δηλαδή άνευ κρίσιμης θεσμικής σημασίας Forum των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης», την ίδια στιγμή που «όλες οι αποφάσεις ως προς την εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων και τις αντίστοιχες «δρακόντειες» κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασής της, λαμβάνονται ύστερα από απόφαση της Ευρωομάδας».
Νωρίτερα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είχε αναφερθεί στις «δύο πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) σχετικά με τις αιτήσεις ακύρωσης και τις αγωγές αποζημίωσης των Κυπρίων πολιτών που αφορούν την αναδιάρθρωση του κυπριακού τραπεζικού τομέα, (οι οποίες) συνιστούν σημαντική «προστιθέμενη αξία» στις προεκτεθείσες διαπιστώσεις του ΔΕΕ. «Προστιθέμενη αξία» αναφορικά με τη φύση του Μνημονίου κατανόησης, το οποίο έχει συναφθεί από τον ΕΜΣ και την Κυπριακή Δημοκρατία και τη δήλωση της Ευρωομάδας, σε συνάρτηση με την ενδεχόμενη ευθύνη των δύο οργάνων -Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ΕΚΤ- που ενήργησαν εξ’ ονόματος του ΕΜΣ», είπε ο κ. Παυλόπουλος και εξήγησε:
«Α. Έτσι, όσον αφορά το Μνημόνιο κατανόησης, που έχει υπογραφεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξ’ ονόματος του ΕΜΣ, το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν αποτελεί πράξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή/και της ΕΚΤ. Ενώ για τη Δήλωση της Ευρωομάδας, βεβαιώνοντας τον πληροφοριακό χαρακτήρα της, επισημαίνει ότι:
1. Δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.
2. Δεν προσβάλλεται ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Δεν αποδίδεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή/και στην ΕΚΤ, δοθέντος ότι ενεργούν εν προκειμένω ως απλοί εντολοδόχοι του ΕΜΣ. Και τούτο διότι από κανένα στοιχείο δεν θα μπορούσε να συναχθεί ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Ευρωομάδα ελέγχεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή την ΕΚΤ, ούτε ότι ενεργεί ως εντολοδόχος των θεσμικών αυτών οργάνων. Συνεπώς, δεν χωρεί παραδεκτώς σχετική αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΔΕΕ.
4. Παράλληλα, το ΔΕΕ αναφερόμενο στη φύση και τις αρμοδιότητες της Ευρωομάδας, διευκρινίζει, προς άρση κάθε αμφιβολίας, ότι αυτή συνιστά άτυπη σύνοδο των υπουργών των οικείων κρατών-μελών. Δηλαδή ένα forum συζητήσεων, σε υπουργικό επίπεδο, των αντιπροσώπων των κρατών-μελών με νόμισμα το ευρώ και όχι όργανο που λαμβάνει αποφάσεις!
Β. Είναι ακριβώς αυτά τα σκεπτικά τα οποία αναδεικνύουν τις «λεπτές ισορροπίες», εντός των οποίων κινείται το ΔΕΕ κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του, η οποία οφείλει, δυστυχώς, να κινείται μεταξύ της αδήριτης πραγματικότητας -η οποία δημιουργείται από τη «δυναμική» του παγκοσμιοποιημένου και άνευ δημοκρατικού νομιμοποιητικού ερείσματος και ελέγχου χρηματοπιστωτικού συστήματος – και της έλλειψης κανόνων που θωρακίζουν την Ευρωζώνη κατά την άσκηση των, σύμφυτων με τον προορισμό της, αρμοδιοτήτων της οι οποίες αφορούν ευθέως την συνοχή της.
1. Με απλές λέξεις -οι οποίες φέρνουν στο φως έναν πρωτόγνωρο θεσμικό και, επέκεινα, δικαιοδοτικό «στρουθοκαμηλισμό»- η Ευρωοομάδα είναι άτυπο, δηλαδή άνευ κρίσιμης θεσμικής σημασίας Forum των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, την ίδια στιγμή που, για να πάρουμε ως παράδειγμα την τύχη της Ελλάδας στο πλαίσιο της μνημονιακής διαδικασίας, στην πραγματικότητα όλες οι αποφάσεις ως προς την εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων και τις αντίστοιχες «δρακόντειες» κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασής της, λαμβάνονται ύστερα από απόφαση της Ευρωομάδας!
2. Υπό τις ως άνω προϋποθέσεις η νομολογία του ΔΕΕ -και δίχως αυτό να σημαίνει την επίρριψη της αποκλειστικής ευθύνης σ’ αυτό, αλλά στην έλλειψη αποτελεσματικών κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης εντός Ευρωζώνης, η οποία επιτείνει το «δημοκρατικό κενό» εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της-οδηγείται, μοιραίως, στο συμπέρασμα ότι η Ευρωομάδα διαδραματίζει τον ρόλο ενός είδους «minence grise» (σ.σ. = φαιά εξοχότης) επισήμανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Πρωτόγνωρη η απαίτηση των δανειστών
Όπως σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος, η αδιέξοδη αυτή πολιτική πρέπει ν’ αντικατασταθεί με μια οικονομική πολιτική, η οποία συνδυάζει αρμονικά την πάταξη των ελλειμμάτων και της σπατάλης καθώς και της κρίσης χρέους, με την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης: «Η πολιτική αυτή πρέπει να στηριχθεί στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και στις κατάλληλες επενδύσεις καθώς και στην ορθολογικώς σχεδιασμένη τόνωση της ρευστότητας και της ζήτησης. Μια τέτοια πολιτική θα στηρίξει και το θεμελιώδες κεκτημένο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δηλαδή το κοινωνικό κράτος δικαίου» κατέστησε σαφές ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Πρωτόγνωρη χαρακτήρισε την απαίτηση των δανειστών να νομοθετήσει η Ελλάδα προληπτικά μέτρα μετά τη λήξη του προγράμματος, για το 2019, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Πορτογάλο ομόλογό του Μαρσέλο Ρεμπέλο ντε Σόουζα, στο πανεπιστήμιο της πόλης Κοΐμπρα, ο κ Παυλόπουλος τόνισε, απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι η παρόμοια απαίτηση προληπτικών μέτρων δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ στην ευρωπαϊκή ιστορία και σημείωσε ότι τέτοιες πιέσεις δεν συνάδουν με τον ευρωπαϊκό ιδεώδες.
Η συνάντησή μας πραγματοποιείται σε μια περίοδο κατά την οποία, μια διπλή κρίση, η οικονομική και η προσφυγική κρίση, δοκιμάζουν τις αντοχές όχι μόνο των χωρών μας και των λαών μας αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόνισε ο κ. Παυλόπουλος απευθυνόμενος στον κ. Σόουζα, επισημαίνοντας πως «οι χώρες μας και οι λαοί μας έχουν υποστεί και συνεχίζουν δυστυχώς να υφίστανται- τις συνέπειες μιας συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής λιτότητας, που είναι όχι μόνον αδιέξοδη αλλά και αντίθετη προς τις αρχές και τις αξίες, πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Και τούτο τεκμηριώνει εκείνο το οποίο τόνισα προηγουμένως, ότι δηλαδή η πολιτική αυτή δοκιμάζει τις αντοχές και την προοπτική και όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κύριε Πρόεδρε, αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους Ελλάδα και Πορτογαλία πρέπει να συνεργασθούν στενά και αποφασιστικά, ώστε να υπερβούμε, το συντομότερο δυνατό, την κρίση που προανέφερα και να υπερασπισθούμε έτσι όχι μόνο τις χώρες μας και τους λαούς μας αλλά και τη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένειά μας».
Αναφερόμενος στο προσφυγικό ζήτημα, εκτίμησε ότι «δεν αντιμετωπίζεται δίχως την άμεση και οριστική λήξη του πολέμου στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή», σημειώνοντας πως «ως τότε, όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να συμπεριφερθεί, σεβόμενη το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο, στους μεν πρόσφυγες όχι με φοβικά σύνδρομα, αλλά με όρους ανθρωπισμού και αλληλεγγύης. Στους δε στυγνούς εκπροσώπους της τρομοκρατικής βαρβαρότητας, όπως ταιριάζει σ’ εκείνους που διαπράττουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».