ΑΠ 627/2015 (ποιν.): Προθεσμία άσκησης έφεσης – Εξαιρετέες ημέρες – Υπέρβαση εξουσίας
«Από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, προκύπτει, ότι η προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως κατ’ αποφάσεως, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, είναι δεκαήμερη και
αρχίζει από την έκδοση της όταν ο δικαιούμενος είναι παρών κατά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως, (παρών δε θεωρείται και ο εκπροσωπηθείς, από πληρεξούσιο δικηγόρο κατηγορούμενος, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 340 παρ. 2 και 502 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠοινΔ).
Οι προθεσμίες που ορίζονται στον ΚΠοινΔ υπολογίζονται σύμφωνα με το εν χρήσει ημερολόγιο. Όταν η προθεσμία ορίζεται σε ημέρες δεν υπολογίζεται η ημέρα με την οποία συμπίπτει το χρονικό σημείο ή το γεγονός από το οποίο αρχίζει να τρέχει η προθεσμία αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι εξαιρετέα, η προθεσμία παρεκτείνεται έως και την επομένη μη εξαιρετέα ημέρα.
Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του Ν. 1157/1981: Περί κυρώσεως της από 29 Δεκεμβρίου 1980 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας καθιερώθη πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία στον Δημόσιο τομέα, και στις διοικητικές υπηρεσίες των δικαστηρίων και ορίζονται στην παρ. 11 οι ημέρες αργίας, μεταξύ των οποίων η Καθαρά Δευτέρα και στην παρ. 12 “Η διαδρομή των υπό του νόμου ή των δικαστηρίων τεταγμένων προθεσμιών άρχεται από της επιούσης της ημέρας της επιδόσεως ή της ημέρας κατά την οποίαν συνέβη το αποτελούν την αφετηρία της προθεσμίας γεγονός και λήγει την 7 μ.μ. ώραν της τελευταίας ημέρας, εάν δε αυτή είναι κατά νόμον εξαιρετέα ή Σάββατον, την αυτήν ώραν της επομένης εργασίμου ημέρας”.
Εξ άλλου στην περίπτωση απορρίψεως ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου, είναι επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 476 παρ. 2 ΚΠοινΔ, η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθότητας της κρίσεως με βάση την οποίαν έχει απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη και λόγο αναιρέσεως μόνο την αιτίαση ότι παρά τον νόμο απερρίφθη η έφεση.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επιτρεπτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, για τον έλεγχο της βασιμότητος του λόγου αναιρέσεως, προκύπτουν τα εξής: Στις 8-3-2013, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως της κατηγορουμένης και νυν αναιρεσείουσας ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών αυτή εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επί της ποινικής αυτής υποθέσεως εξεδόθη η με αριθμό 26.352/2013 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα … καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως επτά μηνών.
Κατά της εν λόγω αποφάσεως η άνω κατηγορουμένη άσκησε νομίμως και εμπροθέσμως το ένδικο μέσο της εφέσεως, την οποία κατέθεσε ενώπιον της αρμοδίας Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, ήτοι του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου, στις 19-3-2013, ημέρα Τρίτη, καθόσον η τελευταία ημερολογιακή ημέρα της δεκαήμερης προθεσμίας της εφέσεως, ήταν η Καθαρά Δευτέρα της 18-3-2013, δηλαδή ημέρα εξαιρετέα.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την αναιρεσιβαλλομένη υπ’ αριθ. 49929/2014 απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως της, την υπ’ αριθ. 3804/2013 έφεση της ως άνω κατηγορουμένης – εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθ. 26.352/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτή καταδικάστηκε για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, ανασταλείσα, ενώ έπρεπε να κρίνει εμπρόθεσμη και παραδεκτή την έφεση και να εκδικάσει κατ’ ουσίαν την υπόθεση, υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας και πρέπει κατά παραδοχή του σχετικού μόνου λόγου αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, γιατί η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων οι οποίοι δίκασαν προηγουμένως είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ )». (areiospagos.gr)