Κατηγορία: Λοιπά ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ» ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΒΑΡΣΟΒΙΑΣ ΤΗΣ 16ης ΜΑΪΟΥ 2005, ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 42/2014/ΕΕ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο Πρώτο Κύρωση της Σύμβασης Κυρώνεται και έχει την ισχύ της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Νομιμοποίηση, Ανίχνευση, Κατάσχεση και Δήμευση Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και για τη Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας που υπογράφηκε στη Βαρσοβία στις 16 Μαΐου 2005 (εφεξής «Σύμβαση»), το κείμενο της οποίας σε πρωτότυπο στην αγγλική και στην γαλλική γλώσσα, και σε μετάφραση στην ελληνική, έχει ως εξής: Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Νομιμοποίηση Εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, την Έρευνα, την Κατάσχεση και τη Δήμευση των Προϊόντων Εγκλήματος και τη Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας Βαρσοβία, 16.5.2005 Προίμιο Τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και οι άλλοι Υπογράφοντες την παρούσα, Θεωρώντας ότι στόχος του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι να επιτύχει μεγαλύτερη ενότητα μεταξύ των μελών του, Πεπεισμένοι για την ανάγκη να ακολουθηθεί μια κοινή ποινική πολιτική που θα στοχεύει στην προστασία της κοινωνίας, Θεωρώντας ότι η πάλη κατά του σοβαρού εγκλήματος, που έχει γίνει ένα αυξανόμενο διεθνές πρόβλημα, απαιτεί τη χρήση σύγχρονων και αποτελεσματικών μεθόδων σε διεθνή κλίμακα, Θεωρώντας ότι μια από αυτές τις μεθόδους συνίσταται στη στέρηση των εγκληματιών από τα προϊόντα και τα όργανα του εγκλήματος, Θεωρώντας ότι για την επίτευξη αυτού του στόχου πρέπει επίσης να καθιερωθεί ένα λειτουργικό σύστημα διεθνούς συνεργασίας, Λαμβάνοντας υπόψη τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, την έρευνα, τη κατάσχεση και τη δήμευση προϊόντων εγκλήματος (ETS αριθ. 141 – εφεξής αποκαλούμενη «Σύμβαση του 1990»), Αναφερόμενοι επίσης στο Ψήφισμα 1373 (2001) σχετικά με τις απειλές της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας που προκαλούνται από τρομοκρατικές πράξεις, το οποίο υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις 28 Σεπτεμβρίου 2001 και ιδιαίτερα την παράγραφό 3.δ., Αναφερόμενοι στη Διεθνή Σύμβαση για την Καταστολή της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 9 Δεκεμβρίου 1999 και, ιδιαίτερα, στα άρθρα 2 και 4, τα οποία υποχρεώνουν τα Συμβαλλόμενα Κράτη να αναγνωρίσουν τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ως ποινικό αδίκημα, Πεπεισμένοι για την αναγκαιότητα να ληφθούν άμεσα μέτρα για να επικυρωθεί και να εφαρμοστεί πλήρως η Διεθνής Σύμβαση για την Καταστολή της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, που αναφέρεται πιο πάνω, Συμφωνήσαν τα εξής: Κεφάλαιο Ι – Χρήση των όρων Άρθρο 1 – Χρήση των όρων Για τους σκοπούς αυτής της Σύμβασης: α. «προϊόντα» νοούνται οποιοδήποτε οικονομικά πλεονεκτήματα προερχόμενα ή αποκτηθέντα, άμεσα ή έμμεσα, από ποινικά αδικήματα. Τα εν λόγω πλεονεκτήματα είναι δυνατόν να συνίστανται σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, όπως αυτό καθορίζεται στην υποπαράγραφο β αυτού του άρθρου, β. «περιουσιακά στοιχεία» περιλαμβάνουν περιουσιακά στοιχεία οποιασδήποτε περιγραφής, υλικής ή άυλης, κινητής ή ακίνητης καθώς και νόμιμοι τίτλοι και έγγραφα που αποδεικνύουν τίτλο ή συμφέρον επί αυτών των περιουσιακών στοιχείων, γ. «όργανα» νοούνται οποιοδήποτε περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, με οποιονδήποτε τρόπο, εν όλω ή εν μέρει, για τη διάπραξη μιας ή περισσότερων αξιόποινων πράξεων δ. «δήμευση» νοείται ποινή ή μέτρο, που επιβάλλεται από δικαστήριο, έπειτα από δίκη για ποινικό αδίκημα ή αδικήματα, η οποία κατέληξε στην οριστική αποστέρηση περιουσίας, ε. «βασικό αδίκημα» νοείται οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, συνεπεία του οποίου παρήχθησαν προϊόντα που μπορούν να γίνουν αντικείμενο του αδικήματος, που περιγράφεται στο άρθρο 9 της Σύμβασης, στ. «Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών» (εφεξής αναφερόμενη ως «ΜΧΠ») νοείται μια κεντρική, εθνική υπηρεσία που είναι αρμόδια για τη λήψη (και, όπου επιτρέπεται, την αίτηση), την ανάλυση και τη διάδοση στις αρμόδιες αρχές, αποκαλύψεων οικονομικών πληροφοριών, i. που αφορούν ύποπτα προϊόντα και πιθανή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή ii. που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία ή κανονισμούς, προκειμένου να καταπολεμηθεί η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ζ. «δέσμευση» ή «κατάσχεση» νοείται η προσωρινή απαγόρευση μεταφοράς, καταστροφής, μετατροπής, διάθεσης ή μετακίνησης περιουσιακών στοιχείων ή η προσωρινή ανάληψη της φύλαξης ή του έλεγχου περιουσιακών στοιχείων, επί τη βάσει απόφασης που έχει εκδοθεί από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή η. «χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» νοούνται οι πράξεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης για την Καταστολή της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, που αναφέρεται ανωτέρω. Κεφάλαιο ΙΙ – Χρηματοδότηση της τρομοκρατίας Άρθρο 2 – Εφαρμογή της Σύμβασης αναφορικά με την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας 1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θεσπίζει τα αναγκαία νομοθετικά και άλλα μέτρα, προκειμένου να καταστήσει δυνατή την εφαρμογή των διατάξεων που περιλαμβάνονται στα Κεφάλαια ΙΙΙ, IV και V αυτής της Σύμβασης για την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. 2. Ειδικότερα, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα εξασφαλίσει ότι είναι σε θέση να ερευνά, εντοπίζει, προσδιορίζει, δεσμεύει, κατάσχει και δημεύει περιουσιακά στοιχεία, νόμιμης ή μη προέλευσης, που έχουν χρησιμοποιηθεί ή που έχουν διατεθεί για να χρησιμοποιηθούν με οποιαδήποτε μέσο, εν όλω ή εν μέρει, για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή προϊόντα αυτού του αδικήματος, και να συνεργάζεται για αυτό το σκοπό στη μεγαλύτερη δυνατή εμβέλεια. Κεφάλαιο ΙΙΙ – Μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε εθνικό επίπεδο Υποκεφάλαιο 1 – Γενικές διατάξεις Άρθρο 3 – Μέτρα δήμευσης 1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά και άλλα μέτρα, προκειμένου να καταστήσει δυνατή την δήμευση των οργάνων και των προϊόντων ή των περιουσιακών στοιχείων, σε αξία αντίστοιχη αυτών των προϊόντων και παράνομων περιουσιακών στοιχείων. 2. Δεδομένου ότι η παράγραφος 1 αυτού του άρθρου εφαρμόζεται στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και στις κατηγορίες αδικημάτων του παραρτήματος της Σύμβασης, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση του επίσημου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, με μια δήλωση απευθυνόμενη στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να δηλώσει ότι η παράγραφος 1 αυτού του άρθρου εφαρμόζεται. α. μόνο στο βαθμό που το αδίκημα τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας μέγιστης διάρκειας άνω του έτους. Εντούτοις, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να προβεί σε μια δήλωση σχετικά με αυτή τη διάταξη για τη δήμευση των προϊόντων από φορολογικά αδικήματα, με αποκλειστικό σκοπό να καταστήσει δυνατή τη δήμευση τέτοιων προϊόντων, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και μέσω διεθνούς/ διασυνοριακής συνεργασίας, στο πλαίσιο της εθνικής και διεθνούς νομοθεσίας περί είσπραξης φόρων και/ή β. μόνο σε λίστα συγκεκριμένων αδικημάτων. 3. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη μπορούν να προβλέψουν την υποχρεωτική δήμευση, αναφορικά με τα αδικήματα που υπόκεινται σε καθεστώς δήμευσης. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη μπορούν συγκεκριμένα να συμπεριλάβουν σε αυτήν τη διάταξη τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, της διακίνησης ναρκωτικών, της εμπορίας ανθρώπων και οποιοδήποτε άλλο σοβαρό αδίκημα. 4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου, στις περιπτώσεις σοβαρού αδικήματος ή σοβαρών αδικημάτων όπως καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο, να απαιτείται από τον δράστη να καταδεικνύει την προέλευση των φερόμενων ως προϊόντων εγκλήματος ή άλλων υποκείμενων σε δήμευση περιουσιακών στοιχείων, εφόσον αυτή η απαίτηση συμβαδίζει με τις αρχές του εσωτερικού του δικαίου. Άρθρο 4 – Ανακριτικά και προσωρινά μέτρα Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να δύναται ταχύτατα να προσδιορίζει, εντοπίζει, δεσμεύει ή κατάσχει περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το Άρθρο 3, ούτως ώστε να διευκολυνθεί στην συνέχεια η επιβολή της δήμευσης. Άρθρο 5 – Δέσμευση, κατάσχεση και δήμευση Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα θεσπίζει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα μέτρα δέσμευσης, κατάσχεσης και δήμευσης συμπεριλαμβάνουν επίσης: α. περιουσιακά στοιχεία, στα οποία έχουν μετασχηματιστεί ή μετατραπεί τα προϊόντα β. περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από νόμιμες πηγές, εφόσον τα προϊόντα έχουν αναμιχθεί, εν όλω ή εν μέρει, με τέτοια περιουσιακά στοιχεία, μέχρι της εκτιμώμενης αξίας των αναμιχθέντων προϊόντων γ. εισόδημα ή άλλα οφέλη που απορρέουν από τα προϊόντα, από τα περιουσιακά στοιχεία στα οποία τα προϊόντα του εγκλήματος έχουν μετασχηματιστεί ή μετατραπεί ή από τα περιουσιακά στοιχεία με τα οποία τα προϊόντα του εγκλήματος έχουν αναμιχθεί, μέχρι την εκτιμώμενη αξία των αναμιχθέντων προϊόντων, με τον ίδιο τρόπο και στην ίδια έκταση με τα προϊόντα. Άρθρο 6 – Διαχείριση των δεσμευμένων ή κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει τη σωστή διαχείριση των δεσμευμένων ή κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 αυτής της Σύμβασης. Άρθρο 7 – Ανακριτικές αρμοδιότητες και τεχνικές 1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να εξουσιοδοτήσει τις Δικαστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές να διατάσσουν την παράδοση ή κατάσχεση τραπεζικών, οικονομικών ή εμπορικών αρχείων, προκειμένου να διεξάγονται οι ενέργειες που αναφέρονται στα Άρθρα 3, 4 και 5. Κανένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν θα αρνείται να ενεργήσει σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του άρθρου, επικαλούμενο το τραπεζικό απόρρητο. 2. Χωρίς επιφύλαξη ως προς την παράγραφο 1, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά και άλλα μέτρα, προκειμένου να δύναται: α. να καθορίζει εάν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι κάτοχος ή δικαιούχος ενός ή περισσότερων λογαριασμών, οποιασδήποτε φύσης, σε οποιαδήποτε τράπεζα που βρίσκεται στην επικράτειά του και, στην περίπτωση αυτή, να λαμβάνει όλες τις λεπτομέρειες των προσδιορισμένων λογαριασμών. β. να λαμβάνει τα στοιχεία των συγκεκριμένων τραπεζικών λογαριασμών και των τραπεζικών πράξεων που έχουν διενεργηθεί κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, μέσω ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων λογαριασμών, συμπεριλαμβανομένων και των στοιχείων οποιουδήποτε αποστέλλοντος ή λαμβάνοντος λογαριασμού γ. να παρακολουθεί, κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, τις τραπεζικές πράξεις που διενεργούνται μέσω ενός ή περισσότερων προσδιορισμένων/ λογαριασμών και, δ. να διασφαλίζει ότι οι τράπεζες δεν αποκαλύπτουν στον ενδιαφερόμενο πελάτη της τράπεζας ή σε άλλα τρίτα πρόσωπα ότι έχουν αναζητηθεί ή ληφθεί πληροφορίες σύμφωνα με τα εδάφια α, β ή γ ή ότι διεξάγεται έρευνα. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα εξετάσουν την επέκταση αυτής της διάταξης στους λογαριασμούς που τηρούνται σε μη τραπεζικά χρηματοοικονομικά ιδρύματα. 3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα εξετάσει την θέσπιση/υιοθέτηση των αναγκαίων νομοθετικών και άλλων μέτρων, προκειμένου να καταστήσει δυνατή τη χρήση ειδικών ανακριτικών τεχνικών, οι οποίες θα διευκολύνουν τον προσδιορισμό και τον εντοπισμό των προϊόντων και τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων που σχετίζονται με αυτά, όπως η παρακολούθηση, η υποκλοπή τηλεπικοινωνιών, η πρόσβαση σε συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και η εντολή παράδοσης συγκεκριμένων εγγράφων. Άρθρο 8 – Ένδικα μέσα Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη που επηρεάζονται από τα μέτρα, σύμφωνα με τα Άρθρα 3, 4 και 5 και όποιες σχετικές σε αυτή την παράγραφο διατάξεις, θα έχουν στην διάθεση τους αποτελεσματικά ένδικα μέσα προκειμένου να διαφυλάξουν τα δικαιώματά τους. Άρθρο 9 – Αδικήματα σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες 1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο να στοιχειοθετηθούν ως αδικήματα, όταν διαπράττονται με δόλο: α. η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες της δραστηριότητάς του β. η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της πραγματικής φύσης, προέλευσης, θέσης, διάθεσης, διακίνησης, σχετικών τίτλων ιδιοκτησίας των περιουσιακών στοιχείων, εφόσον προκύπτει γνώση του ότι τα περιουσιακά στοιχεία αυτά είναι προϊόντα και, σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχές και τις βασικές αρχές του νομικού του συστήματός γ. η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσιακών στοιχείων, εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης ότι τα περιουσιακά στοιχεία αυτά αποτελούσαν προϊόντα δ. η συμμετοχή, η σύσταση οργάνωσης ή η συνωμοσία για την διάπραξη, η απόπειρα διάπραξης και η συνδρομή στην διάπραξη, η υποκίνηση, διευκόλυνση και παροχή συμβουλών για τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα αδικήματα που στοιχειοθετούνται σύμφωνα με αυτό το άρθρο. 2. Για τους σκοπούς της εκτέλεσης ή εφαρμογής της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου: α. δεν θα έχει σημασία εάν το βασικό αδίκημα υπόκειται στην δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων του Συμβαλλόμενου Μέρους β. δύναται να προβλεφθεί ότι τα αδικήματα που αναφέρονται σε εκείνη την παράγραφο δεν αποδίδονται στα πρόσωπα που διέπραξαν το βασικό αδίκημα γ. η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχείο ενός αδικήματος που αναφέρεται σε εκείνη την παράγραφο μπορούν να συνάγονται από τα πραγματικά περιστατικά 3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται να υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να προβλέψει ως αδικήματα, βάσει του εσωτερικού του δικαίου, όλες ή μερικές από τις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αυτού του άρθρου, σε μία ή και στις δύο από τις ακόλουθες περιπτώσεις όπου ο δράστης α. υποψιάστηκε ότι τα περιουσιακά στοιχεία ήταν προϊόντα, β. όφειλε να έχει υποθέσει ότι τα περιουσιακά στοιχεία ήταν προϊόντα. 4. Υπό τον όρο ότι η παράγραφος 1 αυτού του άρθρου εφαρμόζεται στις κατηγορίες βασικών αδικημάτων που αναφέρονται στο Παράρτημα της Σύμβασης, κάθε Κράτος ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δύναται, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση του επίσημου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, με μια δήλωση που θα απευθύνεται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να δηλώσει ότι η παράγραφος 1 αυτού του άρθρου τυγχάνει εφαρμογής: α. μόνο στο βαθμό που το βασικό αδίκημα τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας μέγιστης διάρκειας άνω του έτους ή για εκείνα τα Συμβαλλόμενα Μέρη που έχουν ένα ελάχιστο κατώτατο όριο για τα αδικήματα στο νομικό σύστημά τους, στο βαθμό που το αδίκημα τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας διάρκειας τουλάχιστον άνω των έξι μηνών ή/και β. μόνο εάν εντάσσεται το βασικό αδίκημα σε ειδική λίστα συγκεκριμένων βασικών αδικημάτων ή/και γ. σε συγκεκριμένη κατηγορία σοβαρών αδικημάτων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του Συμβαλλόμενου Μέρους. 5. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα διασφαλίσει ότι μια προγενέστερη ή ταυτόχρονη καταδίκη για το βασικό αδίκημα δεν αποτελεί προϋπόθεση, για μια καταδίκη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. 6. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα διασφαλίσει ότι μια καταδίκη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σύμφωνα με αυτό το άρθρο είναι δυνατή, όπου αποδεικνύεται ότι τα περιουσιακά στοιχεία, που αποτελούν αντικείμενο της παραγράφου 1.α ή β αυτού του άρθρου, προήλθαν από κάποιο βασικό αδίκημα, χωρίς να είναι απαραίτητο να στοιχειοθετηθεί συγκεκριμένο αδίκημα. 7. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα διασφαλίσει ότι τα βασικά αδικήματα για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες επεκτείνονται και σε συμπεριφορές που έλαβαν χώρα σε άλλο Κράτος, οι οποίες στοιχειοθετούν αδικήματα σε εκείνο το Κράτος και οι οποίες θα στοιχειοθετούσαν βασικό αδίκημα, αν είχαν λάβει χώρα στο εσωτερικό του. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται να ορίσει ότι μόνη προϋπόθεση είναι η συμπεριφορά να στοιχειοθετεί βασικό αδίκημα στο εσωτερικό του. Άρθρο 10 – Εταιρική ευθύνη 1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνα για τα ποινικά αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που προβλέπονται σε αυτή τη Σύμβαση, τα οποία διαπράχθηκαν προς όφελός τους από οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως τμήμα ενός οργάνου του νομικού προσώπου, το οποίο κατέχει μια διευθυντική θέση εντός του νομικού προσώπου, βάσει: α. της εξουσίας αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου ή β. της εξουσίας λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου ή γ. της εξουσίας άσκησης ελέγχου στο νομικό πρόσωπο, όπως και για τη συμμετοχή ενός τέτοιου φυσικού προσώπου ως συνεργού ή ηθικού αυτουργού στα προαναφερθέντα αδικήματα. 2. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέφθηκαν ήδη στην παράγραφο 1, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο, όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από ένα φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έχει καταστήσει πιθανή τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, προς όφελος εκείνου του νομικού προσώπου, από ένα φυσικό πρόσωπο που είναι υπό την εξουσία του. 3. Η ευθύνη ενός νομικού προσώπου, σύμφωνα με αυτό το άρθρο, δεν θα αποκλείει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των φυσικών πρόσωπων που είναι δράστες, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί, των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. 4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα διασφαλίσει ότι τα νομικά πρόσωπα που θεωρούνται υπεύθυνα, σύμφωνα με αυτό το άρθρο, υπόκεινται σε αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινικές ή μη-ποινικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων και των χρηματικών κυρώσεων. Άρθρο 11 – Προηγούμενες αποφάσεις Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει τη δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη, κατά τον καθορισμό της ποινής, οριστικές αποφάσεις κατά ενός φυσικού ή νομικού πρόσωπου, που έχουν ληφθεί από έτερο Συμβαλλόμενο Μέρος, σε σχέση με τα αδικήματα που προβλέπονται στην παρούσα Σύμβαση. Υποκεφάλαιο 2 – Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ) και πρόληψη Άρθρο 12 – Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ) 1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να ιδρύσει μια μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών, όπως καθορίζεται στην παρούσα Σύμβαση. 2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει ότι η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών του έχει εγκαίρως πρόσβαση, άμεσα ή έμμεσα, στις οικονομικές, διοικητικές και αστυνομικές πληροφορίες που απαιτούνται προκειμένου να εκτελέσει ορθά τις λειτουργίες της, συμπεριλαμβανομένης και της ανάλυσης εκθέσεων ύποπτων συναλλαγών. Άρθρο 13 – Μέτρα αποτροπής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες 1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να δημιουργήσει ένα περιεκτικό εσωτερικό ρυθμιστικό και εποπτικό ή ελεγκτικό καθεστώς για να αποτρέψει τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα ισχύοντα διεθνή πρότυπα, συμπεριλαμβανόμενων ιδιαιτέρως των συστάσεων που υιοθετούνται από την Ομάδα Δράσης Οικονομικών Πράξεων σχετικά με το Ξέπλυμα Χρήματος (FATF). 2. Από αυτή την άποψη, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει, συγκεκριμένα, αναγκαία νομοθετικά και άλλα μέτρα, προκειμένου να: α. απαιτεί από νομικά και φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν σε δραστηριότητες που είναι ιδιαιτέρως πιθανό να χρησιμοποιούνται με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και σχετικά με αυτές τις δραστηριότητες: i. να εξακριβώνουν και να ελέγχουν την ταυτότητα των πελατών τους και, ενδεχομένως, των πραγματικών δικαιούχων και να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας στην επαγγελματική αυτή σχέση, ανάλογα με το βαθμό κινδύνου ii. να αναφέρουν υπόνοιες νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπου απαιτείται προστασία iii. να λαμβάνουν υποστηρικτικά μέτρα, όπως η τήρηση αρχείων σχετικά με τους πελάτες και τις συναλλαγές τους, την κατάρτιση του προσωπικού και την καθιέρωση εσωτερικών κανονισμών και διαδικασιών και, εάν κριθεί σκόπιμο, προσαρμοσμένα στο μέγεθος και τη φύση της επιχείρησής: β. να απαγορεύουν, ανάλογα με την περίπτωση, στα φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο α, να αποκαλύπτουν ότι έχει πραγματοποιηθεί μια αναφορά ύποπτης συναλλαγής ή σχετικές πληροφορίες έχουν υποβληθεί ή ότι πραγματοποιείται έρευνα για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή μπορεί να πραγματοποιηθεί γ. να διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο α υπόκεινται σε αποτελεσματικά συστήματα ελέγχου και, όπου είναι εφαρμόσιμο, συστήματα εποπτείας, με σκοπό να διασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπου κρίνεται σκόπιμο, ανάλογα με το βαθμό κινδύνου 3. Ενόψει των ανωτέρω, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετήσει τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να ανιχνεύσει τη σημαντική διασυνοριακή μεταφορά μετρητών και των αντίστοιχων διαπραγματεύσιμων αξιόγραφων. Άρθρο 14 – Αναβολή των εσωτερικών ύποπτων συναλλαγών Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετεί τέτοια νομοθετικά και άλλα μέτρα, όπως μπορεί να είναι απαραίτητο, προκειμένου να επιτρέψει την ανάληψη άμεσων ενεργειών από τη ΜΧΠ ή, ανάλογα με την περίπτωση, από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ή σώμα, όταν υπάρχει υποψία ότι μια συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, προκειμένου να αναστείλει ή να αρνηθεί τη συγκατάθεση σε μια συναλλαγή που προχωρά, για να αναλυθεί η συναλλαγή και να επιβεβαιωθεί η υποψία. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να περιορίσει ένα τέτοιο μέτρο στις περιπτώσεις όπου έχει υποβληθεί μια αναφορά ύποπτης συναλλαγής. Η μέγιστη διάρκεια οποιασδήποτε αναστολής ή άρνησης συγκατάθεσης σε μια συναλλαγή υπόκειται στις σχετικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας. Κεφάλαιο IV – Διεθνής συνεργασία Υποκεφάλαιο 1 – Αρχές της διεθνούς συνεργασίας Άρθρο 15 – Γενικές αρχές και μέτρα για τη διεθνή συνεργασία 1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα συνεργάζονται αμοιβαία το ένα με το άλλο, στην ευρύτερη δυνατή έκταση, για τους σκοπούς των ερευνών και των διαδικασιών που στοχεύουν στη δήμευση οργάνων και προϊόντων. 2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετεί τέτοια νομοθετικά ή άλλα μέτρα, που μπορεί να είναι απαραίτητα, προκειμένου να του επιτρέψουν να συμμορφωθεί, υπό τους όρους που προβλέπονται σε αυτό το κεφάλαιο, με αιτήματα: α. για δήμευση συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν προϊόντα ή όργανα, καθώς επίσης και για την δήμευση προϊόντων που συνίστανται σε μια απαίτηση καταβολής ενός χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί στην αξία των προϊόντων β. για ερευνητική συνδρομή και προσωρινά μέτρα, για κάθε μορφή δήμευσης που αναφέρεται στο ανωτέρω εδάφιο α. 3. Η ερευνητική συνδρομή και τα προσωρινά μέτρα που επιδιώκονται στην παράγραφο 2.β θα διεξάγονται όπως επιτρέπεται και σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους. Όπου το αίτημα σχετικά με ένα από αυτά τα μέτρα διευκρινίζει τις διατυπώσεις ή διαδικασίες που είναι απαραίτητες βάσει του δικαίου του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους, ακόμα και αν αυτές είναι άγνωστες στο ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος, το τελευταίο θα συμμορφώνεται με τέτοια αιτήματα, στην έκταση που η επιδιωκόμενη δράση δεν είναι αντίθετη προς τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του. 4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετεί τέτοια νομοθετικά ή άλλα μέτρα, που μπορεί να είναι απαραίτητα, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα αιτήματα που προέρχονται από άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη για τον προσδιορισμό, την επισήμανση, τη δέσμευση ή κατάσχεση προϊόντων και οργάνων, θα λαμβάνουν την ίδια προτεραιότητα, όπως εκείνα που υποβάλλονται στα πλαίσια των εσωτερικών διαδικασιών. Υποκεφάλαιο 2 – Ερευνητική συνδρομή Άρθρο 16 – Υποχρέωση συνδρομής Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα παρέχουν το ένα στο άλλο, κατόπιν αιτήσεως, το ευρύτερο δυνατό μέτρο συνδρομής στον προσδιορισμό και την επισήμανση των οργάνων, των προϊόντων και άλλων περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε δήμευση. Τέτοια συνδρομή θα περιλαμβάνει οποιοδήποτε μέτρο παρέχει και διασφαλίζει τα αποδεικτικά στοιχεία, ως προς την ύπαρξη, τη θέση ή τη μετακίνηση, τη φύση, το νομικό καθεστώς ή την αξία των προαναφερθέντων περιουσιακών στοιχείων. Άρθρο 17 – Αιτήματα πληροφόρησης για τραπεζικούς λογαριασμούς 1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, υπό τους όρους που προβλέπονται σε αυτό το άρθρο, θα λαμβάνει τα μέτρα που είναι απαραίτητα προκειμένου να προσδιορίσει, σε απάντηση ενός αιτήματος που στέλνεται από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που αποτελεί το υποκείμενο μιας ποινικής έρευνας, έχει ή ελέγχει έναν ή περισσότερους λογαριασμούς, οποιασδήποτε φύσης, σε οποιαδήποτε τράπεζα βρίσκεται στο επικράτειά του και, σε αυτή την περίπτωση, θα παρέχει τα στοιχεία των προσδιορισμένων λογαριασμών. 2. Η υποχρέωση που καθορίζεται σε αυτό το άρθρο θα ισχύει μόνο μέχρι του σημείου που οι πληροφορίες είναι στην κατοχή της τράπεζας που τηρεί το λογαριασμό. 3. Εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 37, το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, στο αίτημα: α. θα δηλώνει γιατί θεωρεί ότι οι ζητούμενες πληροφορίες είναι πιθανό να είναι ουσιαστικής σημασίας, για τους σκοπούς της ποινικής έρευνας για το αδίκημα β. θα δηλώνει για ποιους λόγους θεωρεί ότι οι τράπεζες στο ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος τηρούν το λογαριασμό και θα διευκρινίζει, στην ευρύτερη δυνατή έκταση, ποιες τράπεζες ή/και λογαριασμοί μπορεί να εμπλέκονται και γ. θα περιλαμβάνει οποιεσδήποτε πρόσθετες πληροφορίες είναι διαθέσιμες, οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την εκτέλεση του αιτήματος. 4. Το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να εξαρτήσει την εκτέλεση ενός τέτοιου αιτήματος από τους ίδιους όρους που εφαρμόζει για τα αιτήματα έρευνας και κατάσχεσης. 5. Κάθε Κράτος ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορεί, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση του επίσημου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, με μια δήλωση που θα απευθύνεται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να δηλώσει ότι αυτό το άρθρο ισχύει μόνο για τις κατηγορίες αδικημάτων που διευκρινίζονται στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα αυτής της Σύμβασης. 6. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη μπορούν να επεκτείνουν αυτήν τη διάταξη σε λογαριασμούς που τηρούνται σε μη τραπεζικούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. Τέτοια επέκταση μπορεί να υπόκειται στην αρχή της αμοιβαιότητας. Άρθρο 18 – Αιτήματα πληροφόρησης για τραπεζικές συναλλαγές 1. Κατόπιν αιτήσεως από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος θα παρέχει τα στοιχεία των καθορισμένων τραπεζικών λογαριασμών και των τραπεζικών πράξεων που έχουν διενεργηθεί κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου μέσω ενός ή περισσότερων λογαριασμών που διευκρινίζονται στο αίτημα, συμπεριλαμβανομένων και των στοιχείων οποιουδήποτε αποστέλλοντος ή λαμβάνοντος λογαριασμού. 2. Η υποχρέωση που καθορίζεται σε αυτό το άρθρο θα ισχύει μόνο στην έκταση που οι πληροφορίες είναι στην κατοχή της τράπεζας που τηρεί το λογαριασμό. 3. Εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 37, το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος θα υποδεικνύει στο αίτημά γιατί θεωρεί τις ζητούμενες πληροφορίες σχετικές με το σκοπό της ποινικής έρευνας για το αδίκημα. 4. Το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να εξαρτήσει την εκτέλεση ενός τέτοιου αιτήματος από τους ίδιους όρους που εφαρμόζει για τα αιτήματα έρευνας και κατάσχεσης. 5. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη μπορούν να επεκτείνουν αυτή τη διάταξη σε λογαριασμούς που τηρούνται σε μη τραπεζικούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. Τέτοια επέκταση μπορεί να υπόκειται στην αρχή της αμοιβαιότητας. Άρθρο 19 – Αιτήματα για παρακολούθηση τραπεζικών συναλλαγών 1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα διασφαλίσει ότι, κατόπιν αιτήματος ενός άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, είναι σε θέση να παρακολουθεί, κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης περιόδου, τις τραπεζικές πράξεις που διενεργούνται μέσω ενός ή περισσότερων λογαριασμών που διευκρινίζονται στο αίτημα και θα διαβιβάζει τα αποτελέσματα στο αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος. 2. Εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 37, το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος θα υποδεικνύει στο αίτημά του γιατί θεωρεί τις ζητούμενες πληροφορίες σχετικές με το σκοπό της ποινικής έρευνας για το αδίκημα. 3. Η απόφαση παρακολούθησης θα λαμβάνεται σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση από τις αρμόδιες αρχές του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους, με τον οφειλόμενο σεβασμό στην εθνική νομοθεσία εκείνου του Συμβαλλόμενου Μέρους. 4. Οι πρακτικές λεπτομέρειες σχετικά με την παρακολούθηση θα συμφωνούνται μεταξύ των αρμόδιων αρχών του αιτούντος και του ερωτώμενου Συμβαλλόμενων Μερών. 5. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη μπορούν να επεκτείνουν αυτήν τη διάταξη σε λογαριασμούς που τηρούνται σε μη τραπεζικούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. Άρθρο 20 – Αυθόρμητη πληροφόρηση Χωρίς επιφύλαξη ως προς τις δικές του έρευνες ή διαδικασίες, ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, χωρίς προγενέστερο αίτημα, να αποστείλει σε ένα άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος πληροφορίες για όργανα και προϊόντα, όταν θεωρεί ότι η αποκάλυψη μιας τέτοιας πληροφορίας μπορεί να βοηθήσει το λαμβάνον Συμβαλλόμενο Μέρος στην έναρξη ή τη διεξαγωγή των ερευνών ή διαδικασιών ή μπορεί να οδηγήσει σε ένα αίτημα από εκείνο το Συμβαλλόμενο Μέρος, στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου. Υποκεφάλαιο 3 – Προσωρινά μέτρα Άρθρο 21 – Υποχρέωση λήψεως προσωρινών μέτρων 1. Κατόπιν αιτήματος ενός άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, το οποίο έχει αρχίσει ποινικές διαδικασίες ή διαδικασίες με σκοπό τη δήμευση, ένα Συμβαλλόμενο Μέρος θα λαμβάνει τα απαραίτητα προσωρινά μέτρα, όπως η δέσμευση ή η κατάσχεση, προκειμένου να αποτρέψει οποιαδήποτε συναλλαγή, μεταφορά ή διάθεση περιουσιακών στοιχείων τα οποία, σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο ενός αιτήματος για δήμευση ή που μπορεί να είναι τέτοιας φύσης ώστε να ικανοποιήσουν το αίτημα. 2. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει λάβει ένα αίτημα για δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 23, θα λαμβάνει, εάν του ζητηθεί, τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αυτού του άρθρου για οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία αποτελούν το αντικείμενο του αιτήματος ή μπορούν να είναι τέτοιας φύσης, ώστε να ικανοποιήσουν το αίτημα. Άρθρο 22 – Εκτέλεση των προσωρινών μέτρων 1. Μετά την εκτέλεση των προσωρινών μέτρων που έχουν ζητηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 21, το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος θα παρέχει αυθόρμητα και το συντομότερο δυνατόν στο ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος όλες τις πληροφορίες που μπορούν να αμφισβητήσουν ή να τροποποιήσουν την έκταση αυτών των μέτρων. Το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος θα παρέχει επίσης χωρίς καθυστέρηση όλες τις συμπληρωματικές πληροφορίες που ζητούνται από το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος, οι οποίες είναι απαραίτητες για την εφαρμογή και την παρακολούθηση των προσωρινών μέτρων. 2. Πριν άρει οποιοδήποτε προσωρινό μέτρο που λήφθηκε σύμφωνα με αυτό το άρθρο, το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος, οπουδήποτε αυτό είναι δυνατό, θα δίνει στο αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος μια ευκαιρία να παρουσιάσει τους λόγους του υπέρ της συνέχισης του μέτρου. Υποκεφάλαιο 4 – Δήμευση Άρθρο 23 – Υποχρέωση δήμευσης 1. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος, που έχει λάβει ένα αίτημα που υποβλήθηκε από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος και αφορά την δήμευση οργάνων ή προϊόντων, που βρίσκονται στο επικράτειά του: α. θα εκτελεί μια απόφαση δήμευσης που εκδόθηκε από ένα δικαστήριο ενός αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους, σε σχέση με τέτοια όργανα ή προϊόντα ή β. θα υποβάλει το αίτημα στις αρμόδιες αρχές του, με σκοπό τη λήψη μιας απόφασης δήμευσης και, εάν χορηγηθεί τέτοια απόφαση, θα την εκτελεί. 2. Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 1.β αυτού του άρθρου, οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Μέρος, όποτε είναι απαραίτητο, θα έχει την αρμοδιότητα να ξεκινήσει τις διαδικασίες δήμευσης, βάσει του δικαίου του. 3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου θα ισχύουν επίσης για τη δήμευση που συνίσταται σε μια απαίτηση καταβολής ενός ποσού χρημάτων που αντιστοιχεί στην αξία των προϊόντων, εάν τα περιουσιακά στοιχεία στα οποία μπορεί να επιβληθεί η δήμευση βρίσκονται στο ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά την επιβολή της δήμευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος, εάν η πληρωμή δεν πραγματοποιηθεί, θα υλοποιεί την αξίωση σε οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία είναι διαθέσιμα για αυτό τον σκοπό. 4. Εάν ένα αίτημα δήμευσης αφορά ένα συγκεκριμένο στοιχείο της περιουσίας, τα Συμβαλλόμενα Μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να επιβάλει την δήμευση υπό μορφή απαίτησης καταβολής ενός ποσού χρημάτων που αντιστοιχεί στην αξία των περιουσιακών στοιχείων. 5. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα συνεργάζονται στην ευρύτερη δυνατή έκταση, βάσει του εσωτερικού δικαίου τους, με εκείνα τα Συμβαλλόμενα Μέρη τα οποία ζητούν την εκτέλεση μέτρων ισοδύναμων με δήμευση, που οδηγούν σε αποστέρηση περιουσιακών στοιχείων και τα οποία δεν είναι ποινικές κυρώσεις, στο βαθμό που τέτοια μέτρα διατάσσονται από μια δικαστική αρχή του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους σε σχέση με ένα ποινικό αδίκημα, υπό τον όρο ότι έχει αποδειχθεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία αποτελούν προϊόντα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία κατά την έννοια του Άρθρου 5 αυτής της Σύμβασης. Άρθρο 24 – Εκτέλεση της δήμευσης 1. Οι διαδικασίες για την επίτευξη και την επιβολή της δήμευσης, σύμφωνα με το άρθρο 23, θα διέπονται από το δίκαιο του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους. 2. Το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος θα δεσμεύεται από τα συμπεράσματα, ως προς τα γεγονότα, στο βαθμό που δηλώνονται σε μια καταδίκη ή δικαστική απόφαση του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους ή στο βαθμό που μια τέτοια καταδίκη ή δικαστική απόφαση βασίζεται εμμέσως σε αυτά. 3. Κάθε κράτος ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορεί, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση του επίσημου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, με μια δήλωση που θα απευθύνεται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να δηλώσει ότι η παράγραφος 2 αυτού του άρθρου εφαρμόζεται μόνο υπό τον όρο των συνταγματικών αρχών της και των βασικών εννοιών του νομικού συστήματός της. 4. Εάν η δήμευση συνίσταται στην απαίτηση καταβολής ενός ποσού χρημάτων, η αρμόδια αρχή του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους θα μετατρέψει το ποσό αυτό στο νόμισμα εκείνου του Συμβαλλόμενου Μέρους, με τη συναλλαγματική ισοτιμία που θα ισχύει όταν λαμβάνεται η απόφαση επιβολής της δήμευσης. 5. Στην περίπτωση του άρθρου 23, παράγραφος 1.α, μόνο το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος θα έχει το δικαίωμα να αποφασίσει σχετικά με οποιαδήποτε αίτηση αναθεώρησης της απόφασης δήμευσης. Άρθρο 25 – Δημευθέντα περιουσιακά στοιχεία 1. Τα περιουσιακά στοιχεία που δημεύονται από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24 αυτής της Σύμβασης, θα διατίθενται από αυτό το Συμβαλλόμενο Μέρος σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο και τις διοικητικές διαδικασίες του. 2. Όταν ενεργούν κατόπιν αιτήματος που υποβάλλεται από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24 αυτής της Σύμβασης, τα Συμβαλλόμενα Μέρη, στην έκταση που επιτρέπεται από το εσωτερικό τους δίκαιο και εάν αυτό ζητηθεί, θα εξετάζουν κατά προτεραιότητα την επιστροφή των δημευθέντων περιουσιακών στοιχείων στο αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, ώστε να μπορεί να δώσει αποζημίωση στα θύματα του εγκλήματος ή να επιστρέψει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους. 3. Όταν ενεργεί κατόπιν αιτήματος που υποβάλλεται από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24 αυτής της Σύμβασης, ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να εξετάσει ιδιαίτερα τη σύναψη συμφωνιών ή ρυθμίσεων για τον επιμερισμό με άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη, σε τακτική ή κατά περίπτωση βάση, τέτοιων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο ή τις διοικητικές διαδικασίες του. Άρθρο 26 – Δικαίωμα εκτέλεσης και μέγιστο ποσό δήμευσης 1. Ένα αίτημα δήμευσης, το οποίο υποβάλλεται σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24, δεν έχει επιπτώσεις στο δικαίωμα του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους να επιβάλλει αυτό την απόφαση δήμευσης. 2. Τίποτα σε αυτήν την Σύμβαση δεν θα ερμηνευθεί έτσι ώστε να επιτραπεί να υπερβεί η συνολική αξία της δήμευσης το χρηματικό ποσό που διευκρινίζεται στην απόφαση δήμευσης. Εάν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος διαπιστώσει ότι αυτό μπορεί να συμβεί, τα ενδιαφερόμενα μέρη θα προσέρχονται σε διαβουλεύσεις για να αποφύγουν μια τέτοια επίπτωση. Άρθρο 27 – Φυλάκιση σε περίπτωση αδυναμίας εκπληρώσεως Το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος δεν θα επιβάλει φυλάκιση για αδυναμία εκπληρώσεως ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο περιορίζει την ελευθερία ενός προσώπου, ως συνέπεια ενός αιτήματος σύμφωνα με το άρθρο 23, εάν το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος έχει προσδιορίσει κάτι τέτοιο στο αίτημα. Υποκεφάλαιο 5 – Άρνηση και αναβολή συνεργασίας Άρθρο 28 – Λόγοι άρνησης 1. Η συνεργασία στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου μπορεί να τύχει άρνησης εάν: α. η επιδιωκόμενη δράση θα ήταν αντίθετη προς τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού συστήματος του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους ή β. η εκτέλεση του αιτήματος είναι πιθανό να βλάψει την κυριαρχία, ασφάλεια, δημόσια τάξη ή άλλα ουσιαστικά συμφέροντα του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους ή γ. κατά τη γνώμη του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους, η σημασία της υπόθεσης, την οποία αφορά το αίτημα, δεν δικαιολογεί τη λήψη των επιδιωκόμενων μέτρων ή δ. το αδίκημα, το οποίο αφορά το αίτημα, είναι ένα φορολογικό αδίκημα, με εξαίρεση τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ε. το αδίκημα, το οποίο αφορά το αίτημα είναι ένα πολιτικό αδίκημα, με εξαίρεση τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή στ. το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος θεωρεί ότι η συμμόρφωση με την επιδιωκόμενη δράση θα ήταν αντίθετη προς την αρχή του δεδικασμένου (ne bis in idem) ή ζ. το αδίκημα, το οποίο αφορά το αίτημα, δεν συνιστά αδίκημα βάσει του νόμου του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους, εάν είχε διαπραχθεί στη δικαιοδοσία του. Εντούτοις, αυτός ο λόγος άρνησης ισχύει για την συνεργασία στο πλαίσιο του Υποκεφαλαίου 2, μόνο στο βαθμό που η επιδιωκόμενη συνδρομή περιλαμβάνει καταναγκαστικές ενέργειες. Όπου απαιτείται διττό αξιόποινο για συνεργασία στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου, η απαίτηση αυτή θα θεωρείται ότι έχει ικανοποιηθεί, ανεξάρτητα από το εάν και τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη τοποθετούν το αδίκημα στην ίδια κατηγορία αδικημάτων ή ονομάζουν το αδίκημα με την ίδια ορολογία, υπό τον όρο ότι και τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη ποινικοποιούν τη συμπεριφορά που περιγράφεται στο αδίκημα. 2. Η συνεργασία στο πλαίσιο του Υποκεφαλαίου 2, στο βαθμό που η επιδιωκόμενη συνδρομή περιλαμβάνει καταναγκαστικές ενέργειες και στο πλαίσιο του Υποκεφαλαίου 3 αυτού του Κεφαλαίου, μπορεί επίσης να τύχει άρνησης, εάν τα επιδιωκόμενα μέτρα δεν θα μπορούσαν να ληφθούν βάσει του εσωτερικού δικαίου του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους για τους σκοπούς των ερευνών ή των διαδικασιών, αν είχε υπάρξει μια παρόμοια εσωτερική υπόθεση. 3. Όπου το απαιτεί το δίκαιο του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους, η συνεργασία στο πλαίσιο του Υποκεφαλαίου 2, στο βαθμό που η επιδιωκόμενη συνδρομή περιλαμβάνει καταναγκαστικές ενέργειες και στο πλαίσιο του Υποκεφαλαίου 3 αυτού του Κεφαλαίου, μπορεί επίσης να τύχει άρνησης, εάν τα επιδιωκόμενα μέτρα ή οποιαδήποτε άλλα μέτρα έχουν παρόμοια αποτελέσματα, δεν θα επιτρέπονταν βάσει του δικαίου του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους ή, όσον αφορά στις αρμόδιες αρχές του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους, εάν το αίτημα δεν εγκρίνεται είτε από ένα δικαστή είτε από μια άλλη δικαστική αρχή, συμπεριλαμβανομένων και των εισαγγελέων, τη στιγμή που οποιεσδήποτε από αυτές τις αρχές ενεργούν σε σχέση με ποινικά αδικήματα. 4. Η συνεργασία στο πλαίσιο του Υποκεφαλαίου 4 αυτού του Κεφαλαίου μπορεί επίσης να τύχει άρνησης, εάν: α. βάσει του δικαίου του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους, δεν προβλέπεται δήμευση για τον τύπο αδικήματος, στον οποίο αφορά το αίτημα ή β. με την επιφύλαξη της υποχρέωσης του Άρθρου 23, παράγραφος 3, θα ήταν αντίθετο προς τις αρχές του εσωτερικού δικαίου του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους, όσον αφορά στα όρια της δήμευσης, σε σχέση με τη συνάφεια μεταξύ ενός αδικήματος και: i. ενός οικονομικού οφέλους, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως προϊόν του ή ii. περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως όργανά του ή γ. βάσει του δικαίου του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους, η δήμευση δεν μπορεί πλέον να επιβληθεί ή να εκτελεσθεί, λόγω παρόδου της προθεσμίας ή δ. με την επιφύλαξη του άρθρου 23, παράγραφος 5, το αίτημα δεν αφορά σε μια προηγούμενη καταδίκη ή μια απόφαση δικαστικής φύσης ή μια δήλωση σε μια τέτοια απόφαση ότι ένα αδίκημα ή διάφορα αδικήματα έχουν διαπραχθεί, βάσει των οποίων έχει διαταχθεί ή επιδιώκεται η δήμευση ή ε. η δήμευση είναι είτε μη εκτελεστή στο αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, είτε υπόκειται ακόμα στα τακτικά ένδικα μέσα ή στ. το αίτημα αφορά σε μια απόφαση δήμευσης, που εκδόθηκε ερήμην του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται η δήμευση, και σύμφωνα με τη γνώμη του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους, οι διαδικασίες που διεξήχθησαν από το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος και οδήγησαν σε μια τέτοια απόφαση δεν ικανοποιούν τα ελάχιστα δικαιώματα υπεράσπισης που αναγνωρίζονται ως οφειλόμενα σε καθένα κατά του οποίου αποδίδεται μια ποινική κατηγορία. 5. Για το σκοπό της παραγράφου 4.στ αυτού του άρθρου, μια απόφαση δεν θεωρείται ότι έχει εκδοθεί ερήμην εάν: α. έχει επικυρωθεί ή έχει εκδοθεί μετά από εναντίωση του ενδιαφερόμενου πρόσωπου ή β. έχει ασκηθεί έφεση κατά αυτής, υπό τον όρο ότι η έφεση ασκήθηκε από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. 6. Όταν εξετάζεται, για τους σκοπούς της παραγράφου 4.στ αυτού του άρθρου, το εάν έχουν ικανοποιηθεί τα ελάχιστα δικαιώματα της υπεράσπισης, το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος θα λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει επιδιώξει εσκεμμένα να αποφύγει τη δικαιοσύνη ή το γεγονός ότι εκείνο το πρόσωπο, που είχε τη δυνατότητα άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης που λήφθηκε ερήμην, επέλεξε να μην το κάνει. Το ίδιο θα ισχύει όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, στο οποίο έχει νομίμως επιδοθεί η κλήση για να εμφανιστεί, επέλεξε να μην το κάνει, ούτε να ζητήσει αναβολή. 7. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν θα επικαλείται το τραπεζικό απόρρητο ως λόγο άρνησης οποιασδήποτε συνεργασίας, στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου. Όπου το εσωτερικό δίκαιο του το απαιτεί, ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να απαιτήσει ένα αίτημα συνεργασίας, που θα περιελάμβανε την άρση του τραπεζικού απορρήτου, να εγκριθεί είτε από ένα δικαστή είτε από άλλη δικαστική αρχή, συμπεριλαμβανομένων και των εισαγγελέων, αν οποιεσδήποτε από αυτές τις αρχές ενεργούν σε σχέση με ποινικά αδικήματα. 8. Με την επιφύλαξη του λόγου άρνησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1.α αυτού του άρθρου: α. το γεγονός ότι το πρόσωπο που βρίσκεται υπό ανάκριση ή υπόκειται σε απόφαση δήμευσης από τις αρχές του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους είναι νομικό πρόσωπο, δεν θα τυγχάνει επίκλησης από το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος, ως εμπόδιο για παροχή οποιασδήποτε συνεργασίας στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου β. το γεγονός ότι το φυσικό πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί μια απόφαση δήμευσης προϊόντων έχει αποβιώσει ή το γεγονός ότι ένα νομικό πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί μια απόφαση δήμευσης προϊόντων έχει στη συνέχεια λυθεί, δεν θα τυγχάνει επίκλησης ως εμπόδιο για την παροχή συνδρομής σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1.α. γ. το γεγονός ότι το πρόσωπο που βρίσκεται υπό ανάκριση ή υπόκειται σε μια απόφαση δήμευσης από τις αρχές του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους, αναφέρεται στο αίτημα ως ο αυτουργός τόσο του σχετικού ποινικού αδικήματος όσο και του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σύμφωνα με το Άρθρο 9.2.β αυτής της Σύμβασης, δεν θα τυγχάνει επίκλησης από το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος ως εμπόδιο για παροχή οποιασδήποτε συνεργασίας στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου. Άρθρο 29 – Αναβολή Το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να αναβάλει τις ενέργειες για ένα αίτημα, εάν μια τέτοια ενέργεια θα παρακώλυε τις έρευνες ή τις διαδικασίες από τις αρχές της. Άρθρο 30 – Μερική ή υπό όρους ικανοποίηση ενός αιτήματος Πριν αρνηθεί ή αναβάλλει τη συνεργασία στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου, το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος, όπου απαιτείται, μετά από διαβούλευση με το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, θα εξετάζει εάν το αίτημα μπορεί να ικανοποιηθεί μερικώς ή υπό όρους, που αυτό κρίνει απαραίτητους. Υποκεφάλαιο 6 – Γνωστοποίηση και προστασία των δικαιωμάτων τρίτων Άρθρο 31 – Γνωστοποίηση των εγγράφων 1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα παρέχουν μεταξύ τους το ευρύτερο δυνατό μέτρο αμοιβαίας συνδρομής, στην επίδοση δικαστικών εγγράφων στα πρόσωπα που επηρεάζονται από τα προσωρινά μέτρα και τη δήμευση. 2. Τίποτα σε αυτό το άρθρο δεν προορίζεται να παρεμποδίσει: α. τη δυνατότητα αποστολής δικαστικών εγγράφων, μέσω της ταχυδρομικής οδού, απευθείας σε πρόσωπα στο εξωτερικό β. τη δυνατότητα των δικαστικών υπαλλήλων, των ανώτερων υπαλλήλων ή των άλλων αρμόδιων αρχών του Συμβαλλόμενου Μέρους προέλευσης να επιδίδουν δικαστικά έγγραφα απευθείας μέσω των προξενικών αρχών εκείνου του Συμβαλλόμενου Μέρους ή μέσω των δικαστικών υπαλλήλων, των ανώτερων υπαλλήλων ή των άλλων αρμόδιων αρχών του Συμβαλλόμενου Μέρους προορισμού, εκτός εάν το Συμβαλλόμενο Μέρος προορισμού κάνει μια δήλωση περί του αντιθέτου στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση του επισήμου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης. 3. Κατά την επίδοση δικαστικών έγγραφων σε πρόσωπα στο εξωτερικό που επηρεάζονται από προσωρινά μέτρα ή αποφάσεις δήμευσης που εκδόθηκαν από το αποστέλλον Συμβαλλόμενο Μέρος, αυτό το Συμβαλλόμενο Μέρος θα προσδιορίζει ποια ένδικα μέσα είναι διαθέσιμα βάσει του δικαίου του σε τέτοια πρόσωπα. Άρθρο 32 – Αναγνώριση των αποφάσεων τρίτων χωρών 1. Κατά την εξέταση ενός αιτήματος συνεργασίας, στο πλαίσιο των παραγράφων 3 και 4, το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος θα αναγνωρίζει οποιαδήποτε δικαστική απόφαση λαμβάνεται από το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, σχετικά με τα δικαιώματα που διεκδικούνται από τρίτους. 2. Η αναγνώριση μπορεί να απορριφθεί εάν: α. οι τρίτοι δεν είχαν επαρκείς ευκαιρίες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους ή β. η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με μια απόφαση που λήφθηκε ήδη στο ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος σχετικά με το ίδιο θέμα ή γ. είναι ασυμβίβαστη με τη δημόσια τάξη του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους ή δ. η απόφαση λήφθηκε αντίθετα προς τις διατάξεις, σχετικά με την αποκλειστική αρμοδιότητα που προβλέπεται από το δίκαιο του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους. Υποκεφάλαιο 7 – Δικονομικοί και άλλοι γενικοί κανόνες Άρθρο 33 – Κεντρική αρχή 1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα υποδείξουν μια κεντρική αρχή ή, εάν είναι απαραίτητο, αρχές, οι οποίες θα είναι αρμόδιες για την αποστολή και την απάντηση των αιτημάτων που υποβάλλονται στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου, την εκτέλεση τέτοιων αιτημάτων ή τη μεταβίβαση τους στις αρμόδιες αρχές για εκτέλεση. 2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση του επίσημου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, θα κοινοποιεί στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αρχών που υποδεικνύονται σε εκτέλεση της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου. Άρθρο 34 – Άμεση επικοινωνία 1. Οι κεντρικές αρχές θα επικοινωνούν απευθείας η μια με την άλλη. 2. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, τα αιτήματα ή οι επικοινωνίες στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου μπορούν να σταλούν απευθείας από τις δικαστικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων και των εισαγγελέων, του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους σε αντίστοιχες αρχές του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα αποστέλλεται συγχρόνως ένα αντίγραφο στην κεντρική αρχή του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους, μέσω της κεντρικής αρχής του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους. 3. Οποιαδήποτε αίτημα ή επικοινωνία στο πλαίσιο των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου, μπορεί να υποβληθεί μέσω του Διεθνούς Ποινικού Αστυνομικού Οργανισμού (INTERPOL). 4. Όπου ένα αίτημα υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 αυτού του άρθρου και η αρχή δεν είναι αρμόδια να εξετάσει το αίτημα, θα παραπέμπει το αίτημα στην αρμόδια εθνική αρχή και θα ενημερώνει απευθείας το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος για την ενέργεια αυτή. 5. Τα αιτήματα ή οι επικοινωνίες στο πλαίσιο της παραγράφου 2 αυτού του Κεφαλαίου, που δεν περιλαμβάνουν καταναγκαστικές ενέργειες, μπορούν να διαβιβαστούν απευθείας από τις αρμόδιες αρχές του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους στις αρμόδιες αρχές του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους. 6. Τα σχέδια αιτημάτων ή επικοινωνιών στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου, μπορούν να αποστέλλονται απευθείας από τις δικαστικές αρχές του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους προς αντίστοιχες αρχές του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους, πριν από ένα επίσημο αίτημα, ώστε να διασφαλιστεί ότι μπορεί να εξεταστεί αποτελεσματικά κατά την παραλαβή του και ότι περιέχει ικανοποιητικές πληροφορίες και ενισχυτική τεκμηρίωση γι’ αυτό, ώστε να καλύψει τις απαιτήσεις της νομοθεσίας του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους. Άρθρο 35 – Μορφή αιτήματος και γλώσσες 1. Όλα τα αιτήματα στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου θα υποβάλλονται εγγράφως. Μπορούν να διαβιβαστούν ηλεκτρονικά, ή με οποιαδήποτε άλλα μέσα τηλεπικοινωνιών, υπό τον όρο ότι το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος είναι προετοιμασμένο, κατόπιν αιτήσεως, να παραγάγει οποιαδήποτε στιγμή ένα γραπτό αρχείο μιας τέτοιας επικοινωνίας καθώς και του πρωτότυπου. Εντούτοις, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, οποιαδήποτε στιγμή, με μια δήλωση που θα απευθύνεται προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να υποδείξει τους όρους υπό τους οποίους είναι έτοιμο να δεχτεί και να εκτελέσει αιτήματα που παραλαμβάνονται ηλεκτρονικά ή με οποιουσδήποτε άλλους τρόπους επικοινωνίας. 2. Υπό τον όρο των διατάξεων της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου, δεν θα απαιτούνται μεταφράσεις των αιτημάτων ή των δικαιολογητικών εγγράφων. 3. Κατά την υπογραφή ή την κατάθεση του επισήμου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, οποιοδήποτε Κράτος ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορούν να κοινοποιήσουν στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης μια δήλωση ότι διατηρούν το δικαίωμα να απαιτούν, τα αιτήματα που υποβάλλονται σε αυτά και τα έγγραφα που υποστηρίζουν τέτοια αιτήματα, να συνοδεύονται από μια μετάφραση στη γλώσσα τους ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του Συμβουλίου της Ευρώπης ή σε μία από τις γλώσσες που θα υποδείξουν. Μπορεί, σε εκείνη την περίπτωση, να δηλώσουν την ετοιμότητά τους να δεχτούν μεταφράσεις σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, όπως θα διευκρινίζεται. Τα άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη μπορούν να εφαρμόσουν τον κανόνα αμοιβαιότητας. Άρθρο 36 – Νομιμοποίηση Τα έγγραφα που διαβιβάζονται σε εφαρμογή αυτού του Κεφαλαίου θα απαλλάσσονται από όλες τις διατυπώσεις νομιμοποίησης. Άρθρο 37 – Περιεχόμενο του αιτήματος 1. Οποιοδήποτε αίτημα συνεργασίας στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου θα διευκρινίζει: α. την αρχή που υποβάλλει το αίτημα και την αρχή που διεξάγει τις έρευνες ή τις διαδικασίες β. το αντικείμενο και το λόγο του αιτήματος γ. τα θέματα, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών γεγονότων (όπως η ημερομηνία, ο τόπος και οι περιστάσεις του αδικήματος) στα οποία αφορούν οι έρευνες ή οι διαδικασίες, εκτός από την περίπτωση ενός αιτήματος για γνωστοποίηση δ. στο βαθμό που η συνεργασία περιλαμβάνει μέτρα καταναγκαστικού χαρακτήρα: i. το κείμενο των νομικών διατάξεων ή, όπου αυτό δεν είναι δυνατό, μια δήλωση του σχετικού εφαρμοστέου νόμου και ii. μια υπόδειξη ότι το επιδιωκόμενο μέτρο ή οποιαδήποτε άλλα μέτρα έχουν παρόμοια αποτελέσματα, θα μπορούσαν να ληφθούν στην επικράτεια του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους, βάσει του εθνικού δικαίου του ε. όπου είναι απαραίτητο και στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό: i. λεπτομέρειες για το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που αφορά το αίτημα, συμπεριλαμβανομένου και του ονόματος, της ημερομηνίας και του τόπου γέννησης, της υπηκοότητας και της διεύθυνσης, και, στην περίπτωση ενός νομικού προσώπου, της έδρας του και ii. τα περιουσιακά στοιχεία, σε σχέση με τα οποία επιδιώκεται η συνεργασία, η θέση τους, η σύνδεσή τους με το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που αφορά το αίτημα, οποιαδήποτε σύνδεση με το αδίκημα, καθώς επίσης και οποιεσδήποτε διαθέσιμες πληροφορίες για άλλα πρόσωπα και άλλα συμφέροντα στα περιουσιακά στοιχεία και στ. οποιαδήποτε ιδιαίτερη διαδικασία επιθυμεί το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος να ακολουθηθεί. 2. Ένα αίτημα για λήψη προσωρινών μέτρων, στο πλαίσιο του Υποκεφαλαίου 3, σε σχέση με την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων στα οποία μπορεί να εκτελεστεί μια απόφαση δήμευσης που συνίσταται στην απαίτηση καταβολής ενός ποσού χρημάτων, θα υποδεικνύει επίσης ένα μέγιστο ποσό για το οποίο επιδιώκεται η αποκατάσταση εκείνων των περιουσιακών στοιχείων. 3. Εκτός από τις ενδείξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οποιοδήποτε αίτημα στο πλαίσιο του Υποκεφαλαίου 4 θα περιλαμβάνει: α. στην περίπτωση του άρθρου 23, παράγραφος 1.α: i. ένα επικυρωμένο πιστό αντίγραφο της απόφασης δήμευσης που εκδόθηκε από το δικαστήριο στο αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος και μια δήλωση των λόγων βάσει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση, εάν δεν αναφέρονται στην ίδια την απόφαση ii. μια πιστοποίηση από την αρμόδια αρχή του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους ότι η απόφαση δήμευσης είναι εκτελεστή και δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα iii. πληροφορίες ως προς την έκταση στην οποία ζητείται η εκτέλεση της απόφασης και iv. πληροφορίες ως προς την ανάγκη λήψης οποιωνδήποτε προσωρινών μέτρων β. στην περίπτωση του άρθρου 23, παράγραφος 1.β, μια δήλωση των γεγονότων στα οποία στηρίχθηκε το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, που είναι επαρκή για να επιτρέψουν στο ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος να επιδιώξει την εκτέλεση της απόφασης, βάσει του εσωτερικού δικαίου του γ. όταν τρίτα μέρη είχαν την ευκαιρία να απαιτήσουν δικαιώματα, έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι αυτό έχει συμβεί. Άρθρο 38 – Ελλιπή αιτήματα 1. Εάν ένα αίτημα δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις αυτού του Κεφαλαίου ή οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν είναι επαρκείς για να επιτρέψουν στο ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος να εξετάσει το αίτημα, εκείνο το Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ζητήσει από το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος να τροποποιήσει το αίτημα ή να το ολοκληρώσει με πρόσθετες πληροφορίες. 2. Το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να θέσει μια προθεσμία για την παραλαβή τέτοιων τροποποιήσεων ή πληροφοριών. 3. Εν αναμονή παραλαβής των αιτούμενων τροποποιήσεων ή πληροφοριών, σε σχέση με ένα αίτημα στο πλαίσιο του Υποκεφαλαίου 4 αυτού του Κεφαλαίου, το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να λάβει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 ή 3 αυτού του Κεφαλαίου. Άρθρο 39 – Πολλαπλότητα αιτημάτων 1. Όπου το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει περισσότερα από ένα αιτήματα στο πλαίσιο των υποκεφαλαίων 3 ή 4 αυτού του Κεφαλαίου, για το ίδιο πρόσωπο ή περιουσιακά στοιχεία, η πολλαπλότητα των αιτημάτων δεν θα αποτρέψει εκείνο το Συμβαλλόμενο Μέρος από την εξέταση των αιτημάτων που περιλαμβάνουν τη λήψη προσωρινών μέτρων. 2. Στην περίπτωση πολλαπλότητας αιτημάτων, στο πλαίσιο του Υποκεφαλαίου 4 αυτού του Κεφαλαίου, το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος θα εξετάσει τη διαβούλευση με τα αιτούντα Συμβαλλόμενα Μέρη. Άρθρο 40 – Υποχρέωση αιτιολόγησης Το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος θα αναφέρει τους λόγους για οποιαδήποτε απόφαση άρνησης, αναβολής ή θέσης όρων για οποιαδήποτε συνεργασία, στα πλαίσια αυτού του Κεφαλαίου. Άρθρο 41 – Πληροφορίες 1. Το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος θα ενημερώνει αμέσως το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος για: α. τις ενέργειες που άρχισε σε σχέση με ένα αίτημα, στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου β. το τελικό αποτέλεσμα των ενεργειών που διεξάγονται βάσει του αιτήματος γ. την απόφαση να αρνηθεί, αναβάλει ή καταστήσει υπό όρους, γενικά ή εν μέρει, οποιαδήποτε συνεργασία στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου δ. οποιεσδήποτε περιστάσεις καθιστούν αδύνατη τη διεξαγωγή των ενεργειών που επιδιώκονται ή είναι πιθανό να τις καθυστερήσουν σημαντικά και ε. σε περίπτωση προσωρινών μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με ένα αίτημα στο πλαίσιο των παραγράφων 2 ή 3 αυτού του Κεφαλαίου, τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου του που θα οδηγούσαν αυτόματα στην άρση του προσωρινού μέτρου. 2. Το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος θα ενημερώνει αμέσως το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος για: α. οποιαδήποτε αναθεώρηση, απόφαση ή οποιοδήποτε άλλο γεγονός, λόγω του οποίου η απόφαση δήμευσης παύει να είναι πλήρως ή μερικώς εκτελεστή και β. οποιαδήποτε εξέλιξη, πραγματική ή νομική, λόγω της οποίας οποιεσδήποτε ενέργειες, στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου, δεν δικαιολογούνται πλέον. 3. Όπου ένα Συμβαλλόμενο Μέρος, βάσει της ίδιας απόφασης δήμευσης, ζητά την δήμευση σε περισσότερα από ένα Συμβαλλόμενα Μέρη, θα ενημερώνει όλα τα Συμβαλλόμενα Μέρη, που επηρεάζονται από την εκτέλεση της απόφασης για το αίτημα. Άρθρο 42 – Περιορισμός της χρήσης 1. Το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να εξαρτήσει την εκτέλεση ενός αιτήματος από την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται, δεν θα χρησιμοποιηθούν ή διαβιβαστούν από τις αρχές του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του, για έρευνες ή διαδικασίες, εκτός από εκείνες που διευκρινίζονται στο αίτημα. 2. Κάθε Κράτος ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορεί, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση του επισήμου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, με δήλωση που θα απευθύνεται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να δηλώσει ότι, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του, οι πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέχονται από αυτό, στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή να διαβιβαστούν από τις αρχές του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους σε έρευνες ή διαδικασίες, εκτός από εκείνες που διευκρινίζονται στο αίτημα. Άρθρο 43 – Εμπιστευτικότητα 1. Το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να απαιτήσει να τηρεί το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος εμπιστευτικά τα γεγονότα και την ουσία του αιτήματος, εκτός από το βαθμό που είναι απαραίτητο για να εκτελέσει το αίτημα. Εάν το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος δεν μπορεί να συμμορφωθεί με την απαίτηση της εμπιστευτικότητας, θα ενημερώνει αμέσως το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος. 2. Το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, εάν αυτό δεν είναι αντίθετο προς τις βασικές αρχές του εθνικού δικαίου του και εάν του ζητηθεί, θα τηρεί εμπιστευτικά οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες παρέχονται από το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος, στο βαθμό που η αποκάλυψή τους δεν είναι απαραίτητη για τις έρευνες ή τις διαδικασίες που περιγράφονται στο αίτημα. 3. Υπό τον όρο των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου του, ένα Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει λάβει αυθόρμητες πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 20, θα συμμορφώνεται με οποιαδήποτε απαίτηση εμπιστευτικότητας, όπως αυτό θα ζητηθεί από το Συμβαλλόμενο Μέρος που παρέχει τις πληροφορίες. Εάν το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος δεν μπορέσει να συμμορφωθεί με μια τέτοια απαίτηση, θα ενημερώνει αμέσως το διαβιβάζον Συμβαλλόμενο Μέρος. Άρθρο 44 – Έξοδα Τα συνηθισμένα έξοδα συμμόρφωσης με ένα αίτημα θα επιβαρύνουν το ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος. Όπου είναι απαραίτητα έξοδα ουσιαστικής ή εξαιρετικής φύσης, προκειμένου να υπάρξει συμμόρφωση με ένα αίτημα, τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα διαβουλεύονται, προκειμένου να συμφωνηθούν οι όροι με τους οποίους πρόκειται να εκτελεστεί το αίτημα και ο τρόπος με τον οποίο θα αναληφθούν τα έξοδα. Άρθρο 45 – Αποζημίωση 1. Όταν ξεκινήσουν νομικές ενέργειες από ένα πρόσωπο για ευθύνη αποζημίωσης, ως αποτέλεσμα μιας πράξης ή παράλειψης, αναφορικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο αυτού του Κεφαλαίου, τα ενδιαφερόμενα Συμβαλλόμενα Μέρη θα εξετάζουν το ενδεχόμενο διαβούλευσης μεταξύ τους, όπου αυτό απαιτείται, προκειμένου να καθορίσουν πώς θα κατανείμουν οποιοδήποτε ποσό αποζημίωσης οφείλεται. 2. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος το οποίο έχει καταστεί διάδικος σε δίκη για αποζημίωση, θα προσπαθήσει να ενημερώσει το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος για τη δίκη αυτή, σε περίπτωση που το τελευταίο ενδιαφέρεται για την υπόθεση. Κεφάλαιο Β – Συνεργασία μεταξύ των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών Άρθρο 46 – Συνεργασία μεταξύ των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών 1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ, όπως καθορίζονται σε αυτή τη Σύμβαση, θα συνεργάζονται με σκοπό την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, τη συγκέντρωση και ανάλυση ή, εάν κριθεί απαραίτητο, την έρευνα μέσα στις ΜΧΠ σχετικών πληροφοριών για οποιοδήποτε γεγονός μπορεί να αποτελεί ένδειξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σύμφωνα με τις εθνικές αρμοδιότητές τους. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα διασφαλίσει ότι οι ΜΧΠ ανταλλάσσουν, αυθόρμητα ή κατόπιν αιτήσεως και, είτε σύμφωνα με αυτή τη Σύμβαση, είτε σύμφωνα με τα υπάρχοντα ή μελλοντικά μνημόνια συμφωνίας που είναι συμβατά με αυτή τη Σύμβαση, οποιεσδήποτε προσιτές πληροφορίες που μπορεί να είναι σχετικές με την επεξεργασία ή την ανάλυση των πληροφοριών ή, εάν αυτό κριθεί απαραίτητο, με την έρευνα από τη ΜΧΠ, σχετικά με τις οικονομικές συναλλαγές που αφορούν τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εμπλέκονται. 3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα διασφαλίζει ότι η εκτέλεση των λειτουργιών των ΜΧΠ, σύμφωνα με αυτό το άρθρο, δεν θα επηρεάζεται από το εσωτερικό του καθεστώς, ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για διοικητικές, αστυνομικές ή δικαστικές αρχές. 4. Κάθε αίτημα που υποβάλλεται σύμφωνα με αυτό το άρθρο θα συνοδεύεται από μια συνοπτική δήλωση των σχετικών γεγονότων που είναι γνωστά στην αιτούσα ΜΧΠ. Η ΜΧΠ θα διευκρινίζει στο αίτημα με ποιόν τρόπο θα χρησιμοποιηθούν οι πληροφορίες που ζητούνται. 5. Όταν ένα αίτημα υποβάλλεται σύμφωνα με αυτό το άρθρο, η ερωτώμενη ΜΧΠ θα παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων και των προσιτών οικονομικών πληροφοριών και των ζητούμενων αστυνομικών δεδομένων, που αναζητούνται με το αίτημα, χωρίς να είναι αναγκαία η επίσημη επιστολή του αιτήματος, στο πλαίσιο των ισχυουσών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών. 6. Μια ΜΧΠ μπορεί να αρνηθεί να αποκαλύψει πληροφορίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αποδυνάμωση μιας ανάκρισης που διεξάγεται στο ερωτώμενο Συμβαλλόμενο Μέρος ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου η αποκάλυψη των πληροφοριών θα ήταν σαφώς δυσανάλογη προς τα νόμιμα συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου ή του ενδιαφερόμενου Συμβαλλόμενου Μέρους ή, διαφορετικά, δεν θα ήταν σύμφωνη με θεμελιώδεις αρχές του εθνικού δικαίου του ερωτώμενου Συμβαλλόμενου Μέρους. Οποιαδήποτε τέτοια άρνηση θα επεξηγείται κατάλληλα στη ΜΧΠ που ζητά τις πληροφορίες. 7. Οι πληροφορίες ή τα έγγραφα που λαμβάνονται σύμφωνα με αυτό το άρθρο θα χρησιμοποιούνται μόνο για τους λόγους που καθορίζονται στην παράγραφο 1. Οι πληροφορίες που παρέχονται από μια αντίστοιχη ΜΧΠ δεν θα διαδίδονται σε τρίτους, ούτε θα χρησιμοποιούνται από τη λαμβάνουσα ΜΧΠ για σκοπούς διαφορετικούς από την ανάλυση, χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση της παρέχουσας ΜΧΠ. 8. Κατά τη διαβίβαση πληροφοριών ή εγγράφων σύμφωνα με αυτό το άρθρο, η διαβιβάζουσα ΜΧΠ μπορεί να επιβάλει περιορισμούς και όρους στη χρήση των πληροφοριών, για σκοπούς άλλους από εκείνους που ορίζονται στην παράγραφο 7. Η λαμβάνουσα ΜΧΠ θα συμμορφώνεται με οποιουσδήποτε τέτοιους περιορισμούς και όρους. 9. Όπου ένα Συμβαλλόμενο Μέρος επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τις διαβιβασθείσες πληροφορίες ή έγγραφα σε ανακρίσεις ή ποινικές διώξεις, για τους σκοπούς που καθορίζονται στην παράγραφο 7, η διαβιβάζουσα ΜΧΠ δεν μπορεί να αρνηθεί τη συγκατάθεσή της σε μια τέτοια χρήση, εκτός αν το κάνει βάσει περιορισμών του εθνικού της δικαίου ή των όρων που αναφέρονται στην παράγραφο 6. Οποιαδήποτε άρνηση να χορηγηθεί η συγκατάθεση θα εξηγείται κατάλληλα. 10. Οι ΜΧΠ θα λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων ασφάλειας, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες που υποβάλλονται σύμφωνα με αυτό το άρθρο δεν είναι προσιτές σε οποιεσδήποτε άλλες αρχές, υπηρεσίες ή τμήματα. 11. Οι πληροφορίες που υποβάλλονται θα προστατεύονται, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 για την Προστασία των Ατόμων, όσον αφορά στην Αυτόματη Επεξεργασία Προσωπικών δεδομένων (ETS αριθ. 108) και λαμβάνοντας υπόψη τη Σύσταση αριθ. R (87) 15 της 15ης Σεπτεμβρίου 1987, της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τη Ρύθμιση της Χρήσης των Προσωπικών Δεδομένων στον Τομέα της Αστυνομίας, με τουλάχιστον τους ίδιους κανόνες εμπιστευτικότητας και προστασίας των προσωπικών δεδομένων, όπως εκείνοι που ισχύουν στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου που εφαρμόζεται στην αιτούσα ΜΧΠ. 12. Η διαβίβαζουσα ΜΧΠ μπορεί να διεξάγει εύλογες έρευνες, ως προς τη χρήση που έγινε στις πληροφορίες που παρασχέθηκαν και η λαμβάνουσα ΜΧΠ, όποτε αυτό είναι πρακτικά εφικτό, θα παρέχει τέτοια πληροφόρηση. 13. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα υποδεικνύουν τη μονάδα που αποτελεί ΜΧΠ, κατά την έννοια αυτού του άρθρου. Άρθρο 47 – Διεθνής συνεργασία για την αναβολή των ύποπτων συναλλαγών 1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα υιοθετεί τέτοια νομοθετικά ή άλλα μέτρα, που μπορεί να κριθούν απαραίτητα προκειμένου να επιτραπεί η έναρξη επειγουσών ενεργειών από μια ΜΧΠ, μετά από αίτημα αλλοδαπής ΜΧΠ να αναστείλει ή να αρνηθεί τη συγκατάθεση της σε μια συναλλαγή που προχωρά, για μια τέτοια περίοδο και ανάλογα με τους ίδιους όρους που ισχύουν στον εσωτερικό δίκαιό της για την αναβολή των συναλλαγών. 2. Οι ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θα διενεργούνται όπου η ερωτώμενη ΜΧΠ πείθεται, έπειτα από αιτιολόγηση από την πλευρά της αιτούσας ΜΧΠ, ότι: α. η συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και β. η συναλλαγή θα είχε ανασταλεί, ή η συγκατάθεση στη συναλλαγή που προχωρά θα είχε τύχει άρνησης, εάν η συναλλαγή είχε αποτελέσει το αντικείμενο μιας εσωτερικής έκθεσης ύποπτης συναλλαγής. Κεφάλαιο VI – Μηχανισμός ελέγχου και διευθέτηση των διαφορών Άρθρο 48 – Μηχανισμός ελέγχου και διευθέτηση των διαφορών 1. Η Διάσκεψη των Συμβαλλόμενων Μερών (ΔΣΜ) θα είναι αρμόδια για την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης. Η ΔΣΜ: α. θα παρακολουθεί την κατάλληλη εφαρμογή της Σύμβασης από τα Συμβαλλόμενα Μέρη β. θα εκφράζει, μετά από αίτημα ενός Συμβαλλόμενου Μέρους, γνώμη σχετικά με οποιοδήποτε θέμα αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή της Σύμβασης. 2. Η ΔΣΜ θα ενεργεί στο πλαίσιο της ανωτέρω παραγράφου 1.α, χρησιμοποιώντας οποιεσδήποτε διαθέσιμες δημόσιες περιλήψεις (για τις χώρες που ανήκουν στο Moneyval) της Επίλεκτης Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για την Αξιολόγηση των Μέτρων κατά της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (Moneyval) και οποιεσδήποτε διαθέσιμες δημόσιες περιλήψεις του FATF (για τις χώρες που ανήκουν στο FATF), που θα συμπληρώνονται από περιοδικά ερωτηματολόγια αυτοαξιολόγησης, ανάλογα με την περίπτωση. Η διαδικασία παρακολούθησης αφορά τα πεδία που καλύπτονται από αυτή τη Σύμβαση και δεν καλύπτονται από άλλα σχετικά διεθνή πρότυπα, για τα οποία πραγματοποιούνται αμοιβαίες αξιολογήσεις από το FATF και το Moneyval. 3. Εάν η ΔΣΜ καταλήξει στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται συμπληρωματικές πληροφορίες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, θα επικοινωνεί με το ενδιαφερόμενο Συμβαλλόμενο Μέρος, εκμεταλλευόμενη, αν ζητηθεί από τη ΔΣΜ, τη διαδικασία και το μηχανισμό Moneyval. Το ενδιαφερόμενο Συμβαλλόμενο Μέρος θα υποβάλει έπειτα έκθεση στη ΔΣΜ. Η ΔΣΜ, με βάση τα στοιχεία αυτά, θα αποφασίζει εάν πρέπει να πραγματοποιηθεί ή όχι μια σε μεγαλύτερο βάθος αξιολόγηση της θέσης του ενδιαφερόμενου Συμβαλλόμενου Μέρους. Αυτό μπορεί, αλλά δεν χρειάζεται απαραιτήτως, να συμπεριλαμβάνει, μια επιτόπια επίσκεψη από μια ομάδα αξιολόγησης. 4. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών, ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης, θα επιδιώκεται μια διευθέτηση της διαφωνίας μέσω διαπραγματεύσεων ή οποιωνδήποτε άλλων ειρηνικών μέσων της επιλογής τους, συμπεριλαμβανομένης και της υποβολής της διαφωνίας στη ΔΣΜ, σε ένα διαιτητικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις θα είναι δεσμευτικές για τα Συμβαλλόμενα Μέρη ή στο Διεθνές Δικαστήριο, όπως αυτό θα συμφωνηθεί από τα ενδιαφερόμενα Συμβαλλόμενα Μέρη. 5. Η ΔΣΜ θα υιοθετήσει το δικό της εσωτερικό κανονισμό. 6. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα συγκαλεί τη ΔΣΜ όχι αργότερα από ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος αυτής της Σύμβασης. Έπειτα, θα πραγματοποιούνται τακτικές συνεδριάσεις της ΔΣΜ, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό που υιοθετήθηκε από τη ΔΣΜ. Κεφάλαιο VII – Τελικές διατάξεις Άρθρο 49 – Υπογραφή και έναρξη ισχύος 1. Η Σύμβαση θα είναι ανοικτή για υπογραφή από τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα Κράτη μη-Μέλη που έχουν συμμετάσχει στην επεξεργασία της. Τα εν λόγω Κράτη ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορούν να εκφράσουν τη συγκατάθεσή τους να δεσμεύονται από: α. υπογραφή χωρίς επιφύλαξη ως προς την επικύρωση, την αποδοχή ή την έγκριση ή β. υπογραφή υποκείμενη σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση, ακολουθούμενη από επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. 2. Τα επίσημα έγγραφα της επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης θα κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. 3. Η παρούσα Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα, μετά τη λήξη μιας περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία 6 υπογράφοντες, εκ των οποίων τουλάχιστον τέσσερις είναι Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, έχουν εκφράσει τη συγκατάθεσή τους να δεσμεύονται από τη Σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1. 4. Για οποιοδήποτε υπογράφοντα εκφράσει στη συνέχεια τη συγκατάθεσή του να δεσμεύεται από αυτή, η Σύμβαση θα τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη μιας περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία της έκφρασης της συγκατάθεσής του για δέσμευση από τη Σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1. 5. Κανένα Συμβαλλόμενο Μέρος στη Σύμβαση του 1990 δεν μπορεί να επικυρώσει, να δεχτεί ή να εγκρίνει την παρούσα Σύμβαση χωρίς να θεωρήσει ότι δεσμεύεται από τις διατάξεις τουλάχιστον που αντιστοιχούν στις διατάξεις της Σύμβασης του 1990, για τις οποίες έχει δεσμευθεί. 6. Από την έναρξη της ισχύος της, τα Συμβαλλόμενα Μέρη σε αυτή τη Σύμβαση, τα οποία είναι συγχρόνως Συμβαλλόμενα Μέρη στη Σύμβαση του 1990: α. θα εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης στις αμοιβαίες σχέσεις τους β. θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις της Σύμβασης του 1990 στις σχέσεις τους με άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη εκείνης της Σύμβασης, αλλά όχι της παρούσας. Άρθρο 50 – Προσχώρηση στη Σύμβαση 1. Μετά την έναρξη ισχύος αυτής της Σύμβασης, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, κατόπιν διαβουλεύσεως με τα Συμβαλλόμενα Μέρη της Σύμβασης, μπορεί να προσκαλέσει οποιοδήποτε Κράτος, το οποίο δεν είναι μέλος του Συμβουλίου και το οποίο δεν έχει συμμετάσχει στην επεξεργασία της, να προσχωρήσει σε αυτή τη Σύμβαση, με μια απόφαση που θα λαμβάνεται από την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 20.δ. του Κανονισμού του Συμβουλίου της Ευρώπης και με ομόφωνη ψήφο των αντιπροσώπων των Συμβαλλόμενων Μερών που έχουν το δικαίωμα να είναι Μέλη της Επιτροπής. 2. Για οποιοδήποτε Κράτος προσχωρήσει σε αυτήν, η Σύμβαση θα τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη μιας περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία της κατάθεσης του επισήμου εγγράφου προσχώρησης στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Άρθρο 51 – Εδαφική εφαρμογή 1. Οποιοδήποτε Κράτος ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορεί, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση του επισήμου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησής του, να διευκρινίσει την επικράτεια ή τις επικράτειες για τις οποίες θα ισχύσει η Σύμβαση. 2. Οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία, με μια δήλωση που θα απευθύνεται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να επεκτείνει την εφαρμογή της Σύμβασης σε οποιαδήποτε άλλη επικράτεια, η οποία διευκρινίζεται στη δήλωση. Αναφορικά με μια τέτοια επικράτεια, η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη μιας περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής μιας τέτοιας δήλωσης από το Γενικό Γραμματέα. 3. Οποιαδήποτε δήλωση γίνεται στο πλαίσιο των δύο προηγούμενων παραγράφων μπορεί, σχετικά με οποιαδήποτε επικράτεια διευκρινιστεί σε μια τέτοια δήλωση, να ανακληθεί με μια ανακοίνωση που θα απευθύνεται στο Γενικό Γραμματέα. Η ανάκληση θα ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη μιας περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία της παραλαβής μιας τέτοιας ανακοίνωσης από το Γενικό Γραμματέα. Άρθρο 52 – Σχέση με άλλες συμβάσεις και συμφωνίες 1. Αυτή η Σύμβαση δεν έχει επιπτώσεις στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των Συμβαλλόμενων Μερών που προκύπτουν από διεθνή πολυμερή επίσημα έγγραφα, αναφορικά με ειδικά ζητήματα. 2. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη σε αυτή τη Σύμβαση μπορούν να συνάψουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ τους, για θέματα που διαπραγματεύεται αυτή η Σύμβαση, με σκοπό τη συμπλήρωση ή την ενίσχυση των διατάξεων της ή τη διευκόλυνση της εφαρμογής των αρχών που ενσωματώνονται σε αυτή. 3. Εάν δύο ή περισσότερα Συμβαλλόμενα Μέρη έχουν ήδη συνάψει μια συμφωνία ή μια συνθήκη για ένα θέμα που διαπραγματεύεται αυτή η Σύμβαση ή έχουν εδραιώσει διαφορετικά τις σχέσεις τους για αυτό το θέμα, θα έχουν το δικαίωμα να εφαρμόσουν εκείνη τη συμφωνία ή συνθήκη ή να ρυθμίσουν αυτές τις σχέσεις αναλόγως, αντί της Σύμβασης, εάν αυτό διευκολύνει τη διεθνή συνεργασία. 4. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη που είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα εφαρμόζουν, στις αμοιβαίες σχέσεις τους, τους κανόνες της Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο βαθμό που υπάρχουν κανόνες της Κοινότητας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διέπουν το ιδιαίτερο σχετικό θέμα και είναι εφαρμόσιμοι στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς επιφύλαξη ως προς το αντικείμενο και το σκοπό της παρούσας Σύμβασης και χωρίς επιφύλαξη ως προς την πλήρη εφαρμογή της στα άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη. Άρθρο 53 – Διακηρύξεις και επιφυλάξεις 1. Οποιοδήποτε Κράτος ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορεί, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση του επισήμου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης του, να κάνει μια ή περισσότερες από τις δηλώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, άρθρο 9, παράγραφος 4, άρθρο 17, παράγραφος 5, άρθρο 24, παράγραφος 3, άρθρο 31, παράγραφος 2, άρθρο 35, παράγραφοι 1 και 3 και άρθρο 42, παράγραφος 2. 2. Οποιοδήποτε Κράτος ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορεί επίσης, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση του επισήμου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης του, με μια δήλωση που θα απευθύνεται στο Γενικό Γραμματέα, να επιφυλάσσεται του δικαιώματος του να μην εφαρμόσει, εν μέρει ή στο σύνολο, τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, εδάφιο γ, του άρθρου 9, παράγραφος 6, του άρθρου 46, παράγραφος 5 και του άρθρου 47. 3. Οποιοδήποτε Κράτος ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορεί, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση του επισήμου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης του, να δηλώσει τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύει να εφαρμόσει τα άρθρα 17 και 19 αυτής της Σύμβασης, λαμβάνοντας υπόψη ιδιαίτερα τις ισχύουσες διεθνείς συμφωνίες στον τομέα της διεθνούς συνεργασίας σε ποινικά ζητήματα. Θα γνωστοποιεί δε οποιεσδήποτε αλλαγές σε αυτές τις πληροφορίες στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. 4. Οποιοδήποτε Κράτος ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορεί, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση του επισήμου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης του, να δηλώσει: α. ότι δεν θα εφαρμόσει το άρθρο 3, παράγραφος 4 αυτής της Σύμβασης ή β. ότι θα εφαρμόσει το άρθρο 3, παράγραφος 4 αυτής της Σύμβασης μόνο εν μέρει ή γ. τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύει να εφαρμόσει το άρθρο 3, παράγραφος 4 αυτής της Σύμβασης. Θα γνωστοποιεί δε οποιεσδήποτε αλλαγές σε αυτές τις πληροφορίες στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. 5. Καμία άλλη επιφύλαξη δεν μπορεί να διατυπωθεί. 6. Οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Μέρος έχει εκφράσει μια επιφύλαξη σύμφωνα με αυτό το άρθρο, μπορεί να την ανακαλέσει πλήρως ή εν μέρει, μέσω μιας ανακοίνωσης που θα απευθύνεται προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η ανάκληση θα εφαρμοστεί από την ημερομηνία της παραλαβής μιας τέτοιας ανακοίνωσης από το Γενικό Γραμματέα. 7. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει εκφράσει επιφύλαξη για μια διάταξη της Σύμβασης, δεν μπορεί να απαιτήσει την εφαρμογή αυτής της διάταξης από οποιοδήποτε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος. Μπορεί, όμως, εάν η επιφύλαξή του είναι μερική ή υπό όρους, να απαιτήσει την εφαρμογή αυτής της διάταξης, στο βαθμό που το ίδιο την έχει αποδεχθεί. Άρθρο 54 – Τροποποιήσεις 1. Τροποποιήσεις στη Σύμβαση μπορούν να προταθούν από οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Μέρος, και θα κοινοποιούνται από το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και κάθε Κράτος μη-Μέλος που έχει προσχωρήσει ή έχει κληθεί να προσχωρήσει στη Σύμβαση αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50. 2. Οποιαδήποτε τροποποίηση προτείνεται από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος θα κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος (CDPC), η οποία θα υποβάλει στην Επιτροπή των Υπουργών τη γνώμη της σχετικά με την προτεινόμενη τροποποίηση. 3. Η Επιτροπή Υπουργών θα εξετάζει την προτεινόμενη τροποποίηση και τη γνώμη που υποβλήθηκε από το CDPC και μπορεί να υιοθετήσει την τροποποίηση με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 20.δ του Κανονισμού του Συμβουλίου της Ευρώπης. 4. Το κείμενο οποιασδήποτε τροποποίησης που υιοθετείται από την Επιτροπή Υπουργών, σύμφωνα με την παράγραφο 3 αυτού του άρθρου, θα διαβιβάζεται στα Συμβαλλόμενα Μέρη για αποδοχή. 5. Οποιαδήποτε τροποποίηση υιοθετείται, σύμφωνα με την παράγραφο 3 αυτού του άρθρου, θα τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα αφότου όλα τα Συμβαλλόμενα Μέρη έχουν ενημερώσει το Γενικό Γραμματέα για την αποδοχή τους. 6. Προκειμένου να ενημερωθούν οι κατηγορίες των αδικημάτων που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα, καθώς επίσης και να τροποποιηθεί το άρθρο 13, μπορούν να προταθούν τροποποιήσεις από οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Μέρος ή από την Επιτροπή Υπουργών. Αυτές θα κοινοποιούνται από το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης στα Συμβαλλόμενα Μέρη. 7. Αφού διαβουλευθεί με τα Συμβαλλόμενα Μέρη που δεν είναι Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και, εάν είναι απαραίτητο με το CDPC, η Επιτροπή Υπουργών μπορεί να υιοθετήσει μια τροποποίηση που προτείνεται, σύμφωνα με την παράγραφο 6, από την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 20.δ του Κανονισμού του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η τροποποίηση θα τίθεται σε ισχύ μετά τη λήξη μιας περιόδου ενός έτους, από την ημερομηνία κατά την οποία έχει διαβιβαστεί στα Συμβαλλόμενα Μέρη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ειδοποιήσει το Γενικό Γραμματέα για οποιαδήποτε ένσταση όσον αφορά στην έναρξη ισχύος της τροποποίησης, κατά την άποψή του. 8. Εάν το ένα τρίτο των Συμβαλλόμενων Μερών ειδοποιήσει το Γενικό Γραμματέα για μια ένσταση όσον αφορά στην έναρξη ισχύος της τροποποίησης, η τροποποίηση δεν θα τίθεται σε ισχύ. 9. Εάν λιγότερο από το ένα τρίτο των Συμβαλλόμενων Μερών δηλώσει μια ένσταση, η τροποποίηση θα τεθεί σε ισχύ για εκείνα τα Συμβαλλόμενα Μέρη που δεν έχουν δηλώσει ένσταση. 10. Μόλις τεθεί μια τροποποίηση σε ισχύ, σύμφωνα με τις παραγράφους 6 έως 9 αυτού του άρθρου και ένα Συμβαλλόμενο Μέρος έχει δηλώσει μια ένσταση γι’ αυτή, η τροποποίηση θα τίθεται σε ισχύ για το ενδιαφερόμενο Συμβαλλόμενο Μέρος την πρώτη ημέρα του μήνα, μετά την ημερομηνία κατά την οποία έχει ειδοποιήσει το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αποδοχή της. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει υποβάλλει μια ένσταση μπορεί να την ανακαλέσει οποιαδήποτε στιγμή, δηλώνοντας το στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. 11. Εάν μια τροποποίηση έχει υιοθετηθεί από την Επιτροπή Υπουργών, ένα Κράτος ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν μπορούν να εκφράσουν τη συγκατάθεσή τους να δεσμεύονται από τη Σύμβαση, χωρίς να δεχθούν συγχρόνως και την τροποποίηση. Άρθρο 55 – Καταγγελία 1. Οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, οποιαδήποτε στιγμή, να καταγγείλει τη Σύμβαση μέσω μιας γνωστοποίησης που θα απευθύνεται προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. 2. Μια τέτοια καταγγελία θα ισχύει από την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη μιας περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της γνωστοποίησης από το Γενικό Γραμματέα. 3. Η παρούσα Σύμβαση θα συνεχίσει, εντούτοις, να ισχύει για την επιβολή δήμευσης, σύμφωνα με το άρθρο 23, για την οποία έχει υποβληθεί αίτημα σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης, πριν την ημερομηνία ισχύος μια τέτοιας καταγγελίας. Άρθρο 56 – Γνωστοποιήσεις Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα ειδοποιεί τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, τα Κράτη μη-Μέλη τα οποία έχουν συμμετάσχει στην επεξεργασία της Σύμβασης, οποιοδήποτε Κράτος καλείται να προσχωρήσει σε αυτή και οποιοδήποτε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος στη Σύμβαση για: α. οποιαδήποτε υπογραφή β. την κατάθεση οποιουδήποτε επισήμου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης γ. οποιαδήποτε ημερομηνία έναρξης ισχύος της Σύμβασης, σύμφωνα με τα άρθρα 49 και 50 δ. οποιαδήποτε δήλωση ή επιφύλαξη εκφραστεί σύμφωνα με το άρθρο 53 ε. οποιαδήποτε άλλη πράξη, ανακοίνωση ή επικοινωνία σχετικά με τη Σύμβαση. Σε πιστοποίηση των ανωτέρω οι υπογράφοντες, δεόντως εξουσιοδοτημένοι γι’ αυτό, υπέγραψαν αυτή τη Σύμβαση. Συντάχθηκε στη Βαρσοβία, σήμερα 16η Μαΐου 2005, στα αγγλικά και στα γαλλικά, με τα δύο κείμενα εξίσου αυθεντικά, σε ένα ενιαίο αντίγραφο το οποίο θα κατατεθεί στα αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα διαβιβάσει επικυρωμένα αντίγραφα σε κάθε Κράτος Μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, στα Κράτη μη-Μέλη τα οποία έχουν συμμετάσχει στην επεξεργασία της Σύμβασης και σε οποιοδήποτε Κράτος καλείται να προσχωρήσει σε αυτή. Παράρτημα α. συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και εκβίαση β. τρομοκρατία, συμπεριλαμβανομένης και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας γ. εμπορία ανθρώπων και λαθραία διακίνηση μεταναστών δ. σεξουαλική εκμετάλλευση, συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών ε. παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών στ. παράνομη διακίνηση όπλων ζ. παράνομη διακίνηση κλεμμένων και άλλων αγαθών η. διαφθορά και δωροδοκία θ. απάτη ι. παραχάραξη και κιβδηλεία νομίσματος κ. κιβδηλεία και πειρατεία προϊόντων λ. εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος μ. ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαριά σωματική βλάβη ν. απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και κράτηση ομήρων ξ. ληστεία ή κλοπή ο. λαθρεμπορία π. εκβίαση ρ. πλαστογραφία σ. πειρατεία και τ. συναλλαγές από κατόχους εμπιστευτικών πληροφοριών και χειραγώγηση της αγοράς. Άρθρο Δεύτερο Αιτήματα δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων Όταν υποβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέρους της Σύμβασης αίτημα δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν ή θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήματος δήμευσης σύμφωνα με το επόμενο άρθρο, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 48 του ν. 3691/2008 (Α’ 166) και οι σχετικές με την παροχή δικαστικής συνδρομής διατάξεις. Άρθρο Τρίτο Αιτήματα δήμευσης περιουσιακών στοιχείων Όταν υποβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέρους της Σύμβασης αίτημα δήμευσης περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν αμέσως ή εμμέσως προϊόν ποινικών αδικημάτων ή αποκτήθηκαν με το προϊόν αυτό ή χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για τη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων, το αίτημα υποβάλλεται στο κατά τόπο αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο αποφασίζει με βούλευμά του, εφαρμόζοντας αναλόγως το άρθρο 46 παράγραφος 2 του ν. 3691/2008. Κατά του βουλεύματος επιτρέπεται έφεση και κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών αναίρεση, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 492 και 504 παράγραφος 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Άρθρο Τέταρτο Κεντρική Αρχή Ως κεντρική αρχή για την παραλαβή και αποστολή αιτημάτων που υποβάλλονται στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας για την εφαρμογή της Σύμβασης, καθώς και για τη διαβίβασή τους στις αρμόδιες προς εκτέλεση αρχές, ορίζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Άρθρο Πέμπτο Διαχείριση δεσμευμένων και δημευμένων περιουσιακών στοιχείων Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των συναρμόδιων υπουργών συστήνεται κεντρική υπηρεσία ή καθορίζεται υφιστάμενος φορέας με αρμοδιότητα τη διαχείριση των δημευμένων περιουσιακών στοιχείων, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τη χρήση αυτών για το δημόσιο συμφέρον, για κοινωνικούς σκοπούς ή για την ικανοποίηση του θύματος, καθώς και την αποτελεσματική διαχείριση περιουσιακών στοιχείων που δεσμεύονται ενόψει πιθανής δήμευσης. Η αποτελεσματική διαχείριση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνει τη δυνατότητα πώλησης ή μεταβίβασης αυτών, όταν κρίνεται απαραίτητο για τη διασφάλιση της οικονομικής τους αξίας. Άρθρο Έκτο Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα 1. Το άρθρο 76 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «1. Αντικείμενα που είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτά αμέσως ή εμμέσως, επίσης και αντικείμενα που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης μπορούν να δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμετόχους. Για άλλες αξιόποινες πράξεις δήμευση μπορεί να επιβληθεί μόνο στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος. Αν τα παραπάνω αντικείμενα έχουν αναμιχθεί με περιουσία που αποκτήθηκε από νόμιμες πηγές, η σχετική περιουσία υπόκειται σε δήμευση μέχρι την καθορισμένη αξία των αναμειχθέντων αντικειμένων. 2. Δήμευση δεν επιβάλλεται, όταν το δικαστήριο, αυτεπάγγελτα ή μετά από αίτημα διαδίκου ή τρίτου, κρίνει ότι αυτή είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη, όπως όταν υπάρχει κίνδυνος να αποστερήσει τον καταδικασθέντα ή τρίτο, ιδίως την οικογένειά τους, από πράγμα που εξυπηρετεί τον αναγκαίο βιοπορισμό τους ή να προκαλέσει σε αυτούς υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει τη δήμευση ανάλογα περιορισμένη ή να επιβάλει χρηματική ποινή, σύμφωνα με την παράγραφο 4. 3. Αν τα αντικείμενα της παραγράφου 1 δεν υπάρχουν πλέον ή δεν έχουν βρεθεί, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει δήμευση (αναπληρωματική δήμευση) σε ίσης, κατά το χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, αξίας περιουσιακά στοιχεία του δράστη. 4. Αν το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει δήμευση στα αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία των προηγούμενων παραγράφων, επειδή αυτά δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν ή ανήκουν εν όλω ή εν μέρει σε τρίτο, στον οποίο δεν μπορεί να επιβληθεί δήμευση, δύναται να επιβάλει στον δράστη χρηματική ποινή μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στην αξία των αντικειμένων αυτών. 5. Η δήμευση επιβάλλεται σε τρίτο αν τα αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάσθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από τον δράστη σε αυτόν ή αν αποκτήθηκαν από αυτόν ή περιήλθαν με άλλο τρόπο σε αυτόν, εφόσον κατά τον χρόνο κτήσης των περιουσιακών στοιχείων γνώριζε ότι ενδέχεται να προέρχονται από αξιόποινη πράξη και ότι σκοπός της μεταβίβασής τους ήταν να αποφευχθεί η δήμευση. Η γνώση, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, πρέπει να προκύπτει από τον συνδυασμό περισσότερων ειδικά αναφερόμενων στην απόφαση του δικαστηρίου περιστατικών, όπως ιδίως ότι η μεταβίβαση ή η απόκτηση του περιουσιακού στοιχείου πραγματοποιήθηκε χωρίς αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα σημαντικά κατώτερο από την αγοραία αξία ή από εκείνο που θα προέκυπτε με βάση την συνήθη πρακτική στις οικείες βιοτικές σχέσεις. Η δήμευση επιβάλλεται στον τρίτο μόνο εφόσον δεν μπορεί να επιβληθεί σε βάρος του δράστη δήμευση του ανταλλάγματος που έλαβε για τη μεταβίβαση ή αναπληρωματική δήμευση. Όταν ο τρίτος είναι νομικό πρόσωπο, εξετάζεται αν υπήρχε η προβλεπόμενη γνώση σχετικά με την προέλευση των περιουσιακών στοιχείων σε όποιον έχει εξουσία εκπροσώπησής του ή είναι εξουσιοδοτημένος για τη λήψη αποφάσεων ή για την άσκηση ελέγχου στο πλαίσιο του νομικού προσώπου ή της επιχείρησης, ή σε όποιον ασκεί εν τοις πράγμασι τα καθήκοντα αυτά. 6. Η δήμευση των αντικειμένων της παραγράφου 1 επιβάλλεται υποχρεωτικά σε βάρος του κατόχου τους, έστω και χωρίς την καταδίκη ορισμένου προσώπου για την τελεσθείσα πράξη, αν από τη φύση τους προκύπτει κίνδυνος της δημόσιας τάξης. Η δήμευση εκτελείται και κατά των κληρονόμων, αν η απόφαση έγινε αμετάκλητη ενόσω ζούσε εκείνος κατά του οποίου απαγγέλθηκε η δήμευση. Αν δεν προηγήθηκε καταδίκη ορισμένου προσώπου ή δεν μπορούσε να γίνει δίωξη, τη δήμευση διατάσσει είτε το δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση είτε το δικαστήριο των πλημμελειοδικών με πρόταση του εισαγγελέα. 7. Σε κάθε περίπτωση δήμευσης, το δικαστήριο αποφασίζει αν αυτά που δημεύθηκαν επιβάλλεται να καταστραφούν ή αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το δημόσιο συμφέρον ή για κοινωνικούς σκοπούς, ή για την ικανοποίηση του θύματος.» 2. Στο άρθρο 187Α παρ. 6 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο τελευταίο ως εξής: «Στο έγκλημα του α’ εδαφίου, για την εφαρμογή των άρθρων 88 έως 93 του Ποινικού Κώδικα, δύνανται να ληφθούν υπόψη και οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν δικαστήρια άλλων κρατών μερών της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης του έτους 2005 για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» Άρθρο Έβδομο Τροποποιήσεις του ν. 3691/2008 1. Στο άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 3691/2008 προστίθεται περίπτωση ι’ ως εξής: « Στα εγκλήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, για την εφαρμογή των άρθρων 88 έως 93 του Ποινικού Κώδικα, δύνανται να ληφθούν υπόψη και οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν δικαστήρια άλλων κρατών μερών της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης του έτους 2005 για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» 2. Στο άρθρο 46 παρ. 1 του ν. 3691/2008 προστίθεται μετά το εδάφιο α’ εδάφιο ως εξής: «Σε περίπτωση ανάμειξης του προϊόντος του αδικήματος με περιουσία που προέρχεται από νόμιμες πηγές, η κατάσχεση και η δήμευση επιβάλλονται μέχρι του ποσού της αξίας του προϊόντος αυτού». 3. Το άρθρο 47 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής: «Αποζημίωση υπέρ του Δημοσίου 1. Το Δημόσιο μπορεί, ύστερα από γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, να αξιώσει ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων από τον αμετακλήτως καταδικασμένο σε στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών ετών για ποινικό αδίκημα της παραγράφου 2, κάθε άλλη περιουσία που αυτός έχει αποκτήσει από άλλο αδίκημα της παραγράφου 2 έστω και αν δεν ασκήθηκε για το αδίκημα αυτό δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου, ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικά ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. 2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται στα παρακάτω ποινικά αδικήματα, εφόσον αυτά αμέσως ή εμμέσως μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομικό όφελος: α) σε εκείνα των στοιχείων α’ έως και θ’ του άρθρου 3, β) σε εκείνα των άρθρων 207-208Α του Ποινικού Κώδικα γ) σε εκείνα των άρθρων 216, 372, 374-375 και 394 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αφορούν σε μέσα πληρωμής πλην των μετρητών, δ) σε εκείνα των άρθρων 348Α έως 348Γ, 349 παρ. 1-2 του Ποινικού Κώδικα, και ε) σε εκείνα των άρθρων 292Β παρ. 2-3 και 381Α παρ. 2-3 του Ποινικού Κώδικα. 3. Αν η περιουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μεταβιβάσθηκε σε τρίτο, ο καταδικασμένος υποχρεούται σε αποζημίωση ίση με την αξία της κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Η παραπάνω αξίωση μπορεί να ασκηθεί και κατά τρίτου που απέκτησε από χαριστική αιτία, εφόσον κατά τον χρόνο της κτήσης ήταν σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος κατ’ ευθεία γραμμή με τον καταδικασμένο ή αδελφός του ή θετό τέκνο του, καθώς και εναντίον κάθε τρίτου που απέκτησε την περιουσία μετά την άσκηση κατά του καταδικασμένου ποινικής δίωξης για το πιο πάνω έγκλημα αν κατά το χρόνο που απέκτησε γνώριζε την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του καταδικασμένου. Ο τρίτος και ο καταδικασμένος ευθύνονται εις ολόκληρον.» 4. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 48 του ν. 3691/2008 προστίθενται στο τέλος εδάφια ως εξής: «Η απαγόρευση δεν θίγει προγενέστερα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει καλόπιστοι τρίτοι επί του λογαριασμού των τίτλων ή των χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ασκηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.» 5. Στο άρθρο 48 του ν. 3691/2008 η παράγραφος 6 αναριθμείται σε 7 και προστίθεται νέα παράγραφος 6 με το εξής περιεχόμενο: «Τα ενδιαφερόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με αίτησή τους που απευθύνεται στην αρχή που αποφάσισε την δέσμευση ή με την προβλεπόμενη στις παραγράφους 4 και 5 προσφυγή, μπορούν να ζητούν την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας τους, των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων ως άνω στοιχείων.» Άρθρο Όγδοο Τροποποιήσεις του ν. 2655/1998 (ΦΕΚ Α’ 264) 1. Στο άρθρο τρίτο του ν. 2655/1998 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής: «Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εισάγει την αίτηση δήμευσης στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, το οποίο αποφασίζει με βούλευμά του, εφαρμόζοντας αναλόγως το άρθρο 46 παράγραφος 2 του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ Α’ 166). Κατά του βουλεύματος επιτρέπεται έφεση και κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών αναίρεση, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 492 και 504 παράγραφος 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.» 2. Στο άρθρο τέταρτο του ν. 2655/1998 προστίθενται στοιχεία α’ και β’ ως εξής: «α) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 2 της Σύμβασης εφαρμόζεται μόνο στα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και στα βασικά αδικήματα των άρθρων 2 και 3 του ν. 3691/2008. β) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 6 της Σύμβασης εφαρμόζεται μόνον όταν το βασικό αδίκημα συγκαταλέγεται σε εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν. 3691/2008.» Άρθρο Ένατο Επιφυλάξεις και Δηλώσεις σχετικά με την Σύμβαση α) Η Ελληνική Πολιτεία επιφυλάσσεται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 53 της Σύμβασης, του δικαιώματός της να μην εφαρμόσει το άρθρο 7 παράγραφος 2 εδάφιο γ’ και το άρθρο 9 παράγραφος 6. β) Η Ελληνική Πολιτεία επιφυλάσσεται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 53 της Σύμβασης, να εφαρμόζει την παράγραφο 5 του άρθρου 46 μόνον υπό τον όρο της τήρησης του κανόνα της αμοιβαιότητας. γ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 της Σύμβασης, ότι η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου εφαρμόζεται μόνο στα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και στα βασικά αδικήματα των άρθρων 2 και 3 του ν. 3691/2008. δ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 της Σύμβασης, ότι δεν θα εφαρμόσει το άρθρο 3 παράγραφος 4. ε) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 9 της Σύμβασης, ότι η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου εφαρμόζεται μόνον όταν το βασικό αδίκημα συγκαταλέγεται σε εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν. 3691/2008. στ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 17 της Σύμβασης, ότι το εν λόγω άρθρο εφαρμόζεται μόνο στα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και στα βασικά αδικήματα των άρθρων 2 και 3 του ν. 3691/2008. ζ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 53 της Σύμβασης, ότι θα εφαρμόσει το άρθρο 19 μόνον εφόσον άρει την ανωτέρω υπό α’ επιφύλαξή της σε σχέση με το άρθρο 7 παράγραφος 2 εδάφιο γ’. η) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 24 της Σύμβασης, ότι θα εφαρμόζει την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου μόνο σύμφωνα με το Σύνταγμα και τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού της συστήματος. θ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 31 της Σύμβασης, ότι δεν αποδέχεται τη δυνατότητα που προβλέπεται στην περίπτωση α’ της εν λόγω παραγράφου. ι) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 της Σύμβασης, ότι ορίζει ως Κεντρική Αρχή για την παραλαβή και αποστολή αιτημάτων που υποβάλλονται στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας για την εφαρμογή της Σύμβασης, καθώς και για τη διαβίβασή τους στις αρμόδιες προς εκτέλεση αρχές, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Μεσογείων, αριθμός 96. ια) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 35 της Σύμβασης, ότι είναι έτοιμη να αποδεχθεί και να εκτελέσει αιτήματα που διαβιβάζονται ηλεκτρονικά ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, υπό την προϋπόθεση ότι το τελευταίο επιτρέπει την εξακρίβωση της γνησιότητας της διαβίβασης. ιβ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 35 της Σύμβασης, ότι απαιτεί τα αιτήματα που υποβάλλονται στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας και τα έγγραφα που υποστηρίζουν τα αιτήματα αυτά, να συνοδεύονται από μετάφραση στην ελληνική ή την αγγλική γλώσσα. ιγ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 42 της Σύμβασης, ότι οι πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέχονται από αυτήν στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας δεν μπορούν χωρίς προηγούμενη συναίνεσή της να χρησιμοποιηθούν ή να διαβιβασθούν από τις αρχές του αιτούντος μέρους, για έρευνες ή διαδικασίες διαφορετικές από εκείνες που προσδιορίζονται στην αίτηση. ιδ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύμφωνα με την παράγραφο 13 του άρθρου 46 της Σύμβασης, ότι ορίζει ως Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών την Α’ Μονάδα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, η οποία εδρεύει στην Αθήνα επί των οδών Πειραιώς 207 και Αλκίφρονος 92. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (Ε.Ε.) ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ Ή ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο Δέκατο Αντικείμενο – Ορισμοί 1. Αναγνωρίζονται και εκτελούνται στην Ελλάδα από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές αποφάσεις των αρμοδίων δικαστικών αρχών άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. που εκδίδονται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, με αντικείμενο: α) την δέσμευση περιουσιακών και αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό την εν συνεχεία δήμευση των πρώτων ή την εξασφάλιση των δεύτερων, και β) την δήμευση περιουσιακών στοιχείων. Με τις κατωτέρω διατάξεις ρυθμίζεται, επίσης, η διαδικασία διαβίβασης αιτήσεων αναγνώρισης και εκτέλεσης αντίστοιχων αποφάσεων των αρμόδιων Ελληνικών δικαστικών αρχών προς άλλα κράτη μέλη. 2. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Μέρους: α) Ως «απόφαση δέσμευσης» νοείται κάθε μέτρο που λαμβάνει αρμόδια δικαστική αρχή κράτους μέλους της Ε.Ε., προκειμένου να εμποδίσει προσωρινά οποιαδήποτε πράξη καταστροφής, μετατροπής, μετατόπισης, μεταφοράς ή διάθεσης: i) περιουσιακών στοιχείων για τα οποία θα μπορούσε να εκδοθεί απόφαση δήμευσης, ή ii) περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν το αντικείμενο εγκλήματος αναφερόμενου στο άρθρο Δέκατο, ή iii) αποδεικτικών στοιχείων. β) Ως «απόφαση δήμευσης» νοείται κάθε ποινή ή μέτρο που επιβλήθηκε αμετακλήτως από δικαστήριο κράτους μέλους της Ε.Ε. μετά από δίκη για ποινικό αδίκημα, με περιεχόμενο την οριστική αποστέρηση περιουσιακών στοιχείων, για τα οποία το δικαστήριο έκρινε ότι: i) αποτελούν προϊόν εγκλήματος αναφερόμενου στο άρθρο Δέκατο ή ισοδυναμούν εν όλω ή εν μέρει με την αξία του προϊόντος αυτού, ή ii) αποτελούν το όργανο τέτοιου εγκλήματος, ή iii) υπόκεινται σε δήμευση λόγω εφαρμογής στο κράτος έκδοσης οποιασδήποτε από τις εκτεταμένες εξουσίες που προσδιορίζονται στο άρθρο 5 της Οδηγίας 2014/42/ΕΕ, ή iv) υπόκεινται σε δήμευση λόγω εφαρμογής οποιασδήποτε άλλης εκτεταμένης εξουσίας σύμφωνα με την νομοθεσία του κράτους έκδοσης. γ) Στα «περιουσιακά στοιχεία» περιλαμβάνεται κάθε είδους περιουσιακό στοιχείο, ενσώματο ή ασώματο, κινητό ή ακίνητο, υλικό ή άυλο, καθώς και νόμιμοι τίτλοι ή έγγραφα οποιασδήποτε μορφής, έντυπης, ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ή δικαίωμα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. δ) Ως «αποδεικτικά στοιχεία» νοούνται αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα, τα οποία θα μπορούσαν να προσκομισθούν ως αποδεικτικά στοιχεία σε ποινική διαδικασία σχετική με τα αναφερόμενα στο άρθρο Δέκατο αδικήματα. ε) «Προϊόν εγκλήματος» σημαίνει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που προέρχεται ή αποκτάται άμεσα ή έμμεσα, μέσω της τέλεσης εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν μετατραπεί ή επανεπενδυθεί πλήρως ή εν μέρει σε άλλο περιουσιακό στοιχείο. στ) «Όργανο εγκλήματος» σημαίνει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο ή αντικείμενο, που χρησιμοποιήθηκε ή προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εν όλω ή εν μέρει, για τη διάπραξη μίας ή περισσοτέρων αξιόποινων πράξεων. ζ) Ως «κράτος έκδοσης» νοείται το κράτος μέλος του οποίου αρμόδια δικαστική αρχή έχει εκδώσει ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο επικυρώσει απόφαση δέσμευσης ή δήμευσης. η) Ως «κράτος εκτέλεσης» νοείται το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το περιουσιακό ή αποδεικτικό στοιχείο και στο οποίο διαβιβάζεται η απόφαση προκειμένου να εκτελεστεί. Άρθρο Ενδέκατο Πεδίο εφαρμογής 1. Η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης ή δήμευσης άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε. προϋποθέτει η πράξη για την οποία έχει εκδοθεί η απόφαση να συνιστά έγκλημα, για το οποίο χωρεί αντίστοιχα δέσμευση ή δήμευση σύμφωνα με τους Ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της από το κράτος έκδοσης. 2. Η αναγνώριση και η εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης ή δήμευσης επιτρέπεται χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου για τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή το ανώτατο όριο της οποίας είναι τουλάχιστον τρία έτη: α) συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, β) τρομοκρατικές πράξεις, γ) εμπορία ανθρώπων και σωματεμπορία, δ) εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής ανηλίκων και πορνογραφία ανηλίκων, ε) παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, στ) παράνομη εμπορία και διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών, ζ) εγκλήματα δωροδοκίας, η) εγκλήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε., θ) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ι) εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα, περιλαμβανομένου του ευρώ, ια) εγκλήματα σχετικά με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ιβ) εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του παράνομου εμπορίου απειλούμενων ζωικών ειδών και του παράνομου εμπορίου απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών, ιγ) παροχή βοήθειας για την παράνομη είσοδο και διαμονή στη χώρα, ιδ) ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και βαριά σωματική βλάβη, ιε) παράνομο εμπόριο ανθρώπινων οργάνων και ιστών, ιστ) απαγωγή, παράνομη κατακράτηση, αρπαγή και ομηρία, ιζ) εγκλήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας, ιη) οργανωμένες ή ένοπλες ληστείες, ιθ) παράνομη εμπορία και διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης, κ) υπεξαίρεση και απάτη, κα) αθέμιτη προστασία έναντι παράνομου περιουσιακού οφέλους και εκβίαση, κβ) παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων, κγ) πλαστογραφία δημοσίων εγγράφων και παράνομη διακίνηση αυτών, κδ) πλαστογραφία μέσων πληρωμής, κε) παράνομη διακίνηση ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων, κστ) παράνομη διακίνηση πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών, κζ) εμπορία κλεμμένων οχημάτων, κη) βιασμός, κθ) εμπρησμός εκ προθέσεως, λ) εγκλήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, λα) αεροπειρατεία και πειρατεία, λβ) δολιοφθορά. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ, ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ Άρθρο Δωδέκατο Αρμοδιότητα 1. Αρμόδια αρχή για τη διαβίβαση μιας απόφασης δέσμευσης στην αρμόδια αρχή εκτέλεσης άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε. ορίζεται ο ανακριτής, εισαγγελέας ή αρμόδια δικαστική αρχή που εξέδωσε την απόφαση δέσμευσης. 2. Αρμόδια δικαστική αρχή για την αναγνώριση και εκτέλεση στην Ελλάδα μιας απόφασης δέσμευσης άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε. ορίζεται ο ανακριτής στην περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται το περιουσιακό ή αποδεικτικό στοιχείο στο οποίο αφορά η απόφαση. Εάν στην τελευταία δεν προσδιορίζεται η περιφέρεια όπου ευρίσκεται το αντικείμενο της δέσμευσης, αρμόδιος είναι ο ανακριτής Αθηνών. O τελευταίος είναι αρμόδιος και στην περίπτωση που η απόφαση αφορά σε περιουσιακά ή αποδεικτικά στοιχεία που ευρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων πρωτοδικείων. 3. Εάν η Ελληνική δικαστική αρχή, στην οποία διαβιβάσθηκε απόφαση δέσμευσης, δεν έχει αρμοδιότητα να την αναγνωρίσει και να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή της, την διαβιβάζει αυτεπαγγέλτως στον αρμόδιο ανακριτή και ενημερώνει σχετικά την δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης. Άρθρο Δέκατο τρίτο Διαδικασία διαβίβασης 1. Η απόφαση δέσμευσης διαβιβάζεται απευθείας στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, με οποιοδήποτε μέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη για την διαβίβαση και επιτρέπουν την διαπίστωση της γνησιότητάς της. 2. Η απόφαση δέσμευσης συνοδεύεται από πιστοποιητικό, υπόδειγμα του οποίου παρατίθεται στο Παράρτημα Α’ του παρόντος νόμου, υπογεγραμμένο και επικυρωμένο από την ως άνω αρμόδια αρχή έκδοσης και μεταφρασμένο στην επίσημη ή σε μια από τις επίσημες ή σε άλλη δηλωθείσα γλώσσα του κράτους εκτέλεσης. Επιπλέον, η απόφαση δέσμευσης συνοδεύεται από αίτηση μεταφοράς του αποδεικτικού στοιχείου στην περιφέρεια του δικαστηρίου του ανακριτή ή περιέχει στο πιστοποιητικό εντολή να παραμείνει το περιουσιακό στοιχείο στο κράτος εκτέλεσης, ενόψει της υποβολής αίτησης για τη δήμευσή του. 3. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δεν είναι γνωστή, η ως άνω αρμόδια αρχή έκδοσης προβαίνει σε κάθε αναγκαία έρευνα, μεταξύ άλλων και μέσω των σημείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου ή του εθνικού μέλους της Eurojust, προκειμένου να λάβει πληροφορίες από το κράτος εκτέλεσης, άλλως απευθύνεται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Άρθρο Δέκατο τέταρτο Διατυπώσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης 1. Ο αρμόδιος ανακριτής αναγνωρίζει αμέσως, χωρίς άλλη διατύπωση κάθε απόφαση δέσμευσης άλλου κράτους μέλους που του διαβιβάζεται υπό προϋποθέσεις αντίστοιχες προς εκείνες του προηγούμενου άρθρου και λαμβάνει αμέσως τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή της, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης ή αναβολής των επόμενων άρθρων. Όταν είναι ανάγκη να εξασφαλισθεί η εγκυρότητα των συλλεγομένων αποδεικτικών στοιχείων, ο ανακριτής τηρεί, κατά την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης, τις διατυπώσεις και διαδικασίες που έχουν υποδειχθεί ρητώς από την αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης, εφόσον οι διατυπώσεις και οι διαδικασίες αυτές δεν αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές του Ελληνικού δικαίου. Η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης γνωστοποιούνται αμελητί στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, με κάθε μέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη. 2. Κάθε επιπρόσθετο μέτρο καταναγκασμού, το οποίο καθίσταται αναγκαίο από την απόφαση δέσμευσης, λαμβάνεται σύμφωνα με τους Ελληνικούς δικονομικούς κανόνες. Άρθρο Δέκατο πέμπτο Λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης 1. Ο αρμόδιος ανακριτής αρνείται την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης μόνο εάν: α) το προβλεπόμενο στο άρθρο Δωδέκατο παρ. 2 πιστοποιητικό δεν προσκομισθεί, είναι ελλιπές ή προδήλως δεν αντιστοιχεί στην απόφαση δέσμευσης, β) βάσει του Ελληνικού δικαίου υφίσταται ασυλία ή επαγγελματικό απόρρητο, που καθιστά αδύνατη την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης, γ) από τις πληροφορίες που παρέχονται με το πιστοποιητικό καθίσταται αμέσως σαφές, ότι η δήμευση κατά το άρθρο Εικοστό πρώτο του Κεφαλαίου Γ’, για το αδίκημα σε σχέση με το οποίο εκδόθηκε η απόφαση δέσμευσης και η παροχή δικαστικής συνδρομής σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου Δέκατου έκτου, θα παραβίαζαν την αρχή ne bis in idem, ή δ) σε μια από τις αναφερόμενες στο άρθρο Δέκατο παράγραφος 1 περιπτώσεις, η πράξη επί της οποίας βασίζεται η απόφαση δέσμευσης δεν συνιστά αδίκημα κατά το Ελληνικό δίκαιο. Εντούτοις, ειδικώς σε ό,τι αφορά τα φορολογικά και τελωνειακά αδικήματα και τα αδικήματα περί τους δασμούς και περί το συνάλλαγμα, η εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης δεν μπορεί να απορρίπτεται με την επίκληση του λόγου ότι το Ελληνικό δίκαιο δεν επιβάλλει τον ίδιο τύπο φόρων ή δασμών ή δεν περιέχει τον ίδιο τύπο ρυθμίσεων περί φόρων, δασμών, τελωνείων και συναλλάγματος με αυτόν που προβλέπεται στο δίκαιο του κράτους έκδοσης. 2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 στοιχείο α’, ο αρμόδιος ανακριτής δύναται: α) να τάσσει προθεσμία για την προσκόμιση, συμπλήρωση ή διόρθωση του πιστοποιητικού, β) να δέχεται ισοδύναμο έγγραφο, ή γ) εάν κρίνει ότι τα προσκομισθέντα στοιχεία είναι επαρκή, να απαλλάσσει την δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης από την σχετική υποχρέωση. 3. Κάθε απόφαση άρνησης της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης πρέπει να λαμβάνεται και να κοινοποιείται αμελητί στην αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης με κάθε μέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη. 4. Εάν η απόφαση δέσμευσης είναι πρακτικά αδύνατον να εκτελεσθεί, επειδή τα περιουσιακά ή τα αποδεικτικά στοιχεία έχουν εξαφανισθεί ή καταστραφεί ή δεν ανευρίσκονται στον τόπο που αναφέρεται στο πιστοποιητικό ή ο τόπος των περιουσιακών ή των αποδεικτικών στοιχείων δεν προσδιορίζεται επακριβώς, ακόμη και μετά από διαβούλευση με το κράτος έκδοσης, ο αρμόδιος ανακριτής ενημερώνει αμελητί για τούτο την αρμόδια δικαστική αρχή του τελευταίου. Άρθρο Δέκατο έκτο Λόγοι αναβολής της εκτέλεσης 1. Ο ανακριτής αναβάλλει την εκτέλεση μιας απόφασης δέσμευσης που διαβιβάσθηκε σύμφωνα με το άρθρο Δωδέκατο: α) όταν η εκτέλεσή της μπορεί να βλάψει μια εγχώρια ποινική έρευνα ή διαδικασία, και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται εύλογο, β) όταν τα περιουσιακά ή αποδεικτικά στοιχεία έχουν ήδη δεσμευθεί στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και μέχρις ότου αρθεί η απόφαση αυτή, γ) όταν, στην περίπτωση απόφασης για δέσμευση περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ενόψει μεταγενέστερης δήμευσης αυτών, τα περιουσιακά αυτά στοιχεία αποτελούν ήδη αντικείμενο απόφασης που έχει ληφθεί στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών στην Ελλάδα και έως ότου αρθεί η απόφαση αυτή. Η υποχρέωση αυτή ισχύει μόνον όταν η υφιστάμενη απόφαση δέσμευσης έχει προτεραιότητα έναντι τυχόν μεταγενέστερων αποφάσεων δέσμευσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά το Ελληνικό δίκαιο. 2. Σε περίπτωση αναβολής εκτέλεσης της απόφασης δέσμευσης, κοινοποιείται αμελητί στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με κάθε μέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη, σχετική έκθεση, η οποία αναφέρει τους λόγους της αναβολής και, εάν είναι δυνατόν, την προβλεπόμενη διάρκειά της. 3. Όταν εκλείψει ο λόγος αναβολής, ο ανακριτής λαμβάνει αμελητί τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, με κάθε μέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη. 4. Ο ανακριτής ενημερώνει, επίσης, την αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης σχετικά με τυχόν άλλα περιοριστικά μέτρα που μπορούν να επιβληθούν επί των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων. Άρθρο Δέκατο έβδομο Μεταγενέστερη μεταχείριση των δεσμευμένων στοιχείων 1. Το περιουσιακό στοιχείο παραμένει υπό δέσμευση στην Ελλάδα, έως ότου δοθεί οριστική απάντηση στην αίτηση που υποβάλλεται βάσει του άρθρου Δωδέκατου παράγραφος 2. 2. Μετά από διαβούλευση με το κράτος έκδοσης, το Ελληνικό κράτος δύναται, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και πρακτική, να θέτει τους προσήκοντες όρους ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, προκειμένου να περιορίζει την διάρκεια δέσμευσης του περιουσιακού στοιχείου. Εάν, σύμφωνα με τους όρους αυτούς, αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να προβεί στην άρση του μέτρου, ενημερώνει το κράτος έκδοσης και του δίνει την δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. 3. Μετά την κοινοποίηση από τις αρχές του κράτους έκδοσης στις Ελληνικές δικαστικές αρχές της άρσης της απόφασης δέσμευσης, αίρεται με επιμέλεια του αρμόδιου ανακριτή, το ταχύτερο δυνατόν, το ληφθέν σε εκτέλεση της απόφασης μέτρο. Αντίστοιχη υποχρέωση για κοινοποίηση της άρσης της απόφασης δέσμευσης έχουν και οι Ελληνικές δικαστικές αρχές, όταν κράτος έκδοσης είναι το Ελληνικό. 4. Οι αιτήσεις μεταφοράς αποδεικτικών στοιχείων του άρθρου Δωδέκατου παράγραφος 2 υποβάλλονται στον αρμόδιο ανακριτή με τη διαδικασία που προβλέπεται για την υποβολή αίτησης δικαστικής συνδρομής. Οι αιτήσεις αυτές δεν μπορούν ποτέ να απορριφθούν λόγω μη συνδρομής του διττού αξιοποίνου, εφόσον αφορούν αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο Δέκατο παράγραφος 2 και τα αδικήματα αυτά τιμωρούνται στο κράτος έκδοσης με ποινή φυλάκισης, το ανώτατο όριο της οποίας είναι τουλάχιστον τρία έτη. Άρθρο Δέκατο όγδοο Ένδικα μέσα 1. Η διάταξη δέσμευσης επιδίδεται το συντομότερο δυνατό σ’ εκείνον σε βάρος του οποίου γίνεται η εκτέλεση. Σε περίπτωση κοινών περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων, η απόφαση επιδίδεται και στους τρίτους, οι οποίοι, όπως και ο καθ’ ου η εκτέλεση, έχουν δικαίωμα να λάβουν αντίγραφα της δικογραφίας από τον ανακριτή. 2. Ο καθ’ ου η εκτέλεση και κάθε τρίτος που δικαιολογεί έννομο συμφέρον, δικαιούνται να ασκήσουν αντιρρήσεις κατά της διάταξης για λόγους νομικούς που αφορούν σε αυτήν και την εκτελεστότητά της, ως και στο ληφθέν σε εκτέλεσή της μέτρο. Αντιρρήσεις που αφορούν στους ουσιαστικούς λόγους για την έκδοση της απόφασης δέσμευσης μπορούν να προβάλλονται μόνο ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους έκδοσης, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το οικείο εθνικό δίκαιο. 3. Αν οι αντιρρήσεις ασκούνται στην Ελλάδα ως κράτος εκτέλεσης, η προθεσμία άσκησής τους είναι 20 ημέρες από την επίδοση της διάταξης. Η εν λόγω προθεσμία, όπως και η άσκηση των αντιρρήσεων, δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου της εκτέλεσης. 4. Το συμβούλιο συνεδριάζει χωρίς την παρουσία του εισαγγελέα και του ασκήσαντος τις αντιρρήσεις. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον το συμβούλιο κρίνει ότι αυτό είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την εμφάνιση ενώπιον του του ασκήσαντος τις αντιρρήσεις, οπότε καλείται και ο εισαγγελέας. 5. Σε περίπτωση άσκησης αντιρρήσεων, ενημερώνεται η δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης, τόσο για την άσκηση των αντιρρήσεων, όσο και για τους λόγους αυτών, προκειμένου να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Ενημερώνεται, επίσης, και για την έκβαση της σχετικής δίκης. Άρθρο Δέκατο ένατο Επιστροφή καταβληθέντων ποσών 1. Εάν το κράτος εκτέλεσης ευθύνεται σύμφωνα με το δίκαιό του για ζημία που προκλήθηκε σε ένα από τα μέρη που αναφέρονται στο άρθρο Δέκατο έβδομο παράγραφος 1 από την εκτέλεση μιας απόφασης δέσμευσης, το Ελληνικό κράτος, ως κράτος έκδοσης, αποδίδει στο κράτος εκτέλεσης τυχόν ποσά που καταβλήθηκαν στο εν λόγω μέρος, ως αποζημίωση λόγω της ευθύνης αυτής, εκτός εάν η ζημία οφείλεται αποκλειστικά σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του κράτους εκτέλεσης. Εάν μέρος της ζημίας οφείλεται αποκλειστικά σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του κράτους εκτέλεσης, μειώνεται αναλόγως το ποσό που αποδίδεται. 2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση που το Ελληνικό κράτος καταβάλει αποζημίωση ως κράτος εκτέλεσης. Η αίτηση απόδοσης των καταβληθέντων ποσών υποβάλλεται στο κράτος έκδοσης από τον Υπουργό Οικονομικών. 3. Με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν θίγονται οι διατάξεις του Ελληνικού δικαίου για αξιώσεις αποζημίωσης φυσικών ή νομικών προσώπων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ, ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΔΗΜΕΥΣΗΣ Άρθρο Εικοστό Αρμοδιότητα 1. Αρμόδια αρχή για την διαβίβαση στις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε. μιας απόφασης δήμευσης Ελληνικού δικαστηρίου ορίζεται ο Εισαγγελέας Εφετών της περιφέρειας του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, της οποίας επιδιώκεται η αναγνώριση και εκτέλεση. 2. Αρμόδια αρχή για την αναγνώριση και εκτέλεση στην Ελλάδα μιας απόφασης δήμευσης άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε. ορίζεται ο Εισαγγελέας Εφετών της περιφέρειας, στην οποία η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι ευρίσκεται το αντικείμενο της δήμευσης, ή άλλως του τόπου, όπου το φυσικό πρόσωπο σε βάρος του οποίου απαγγέλθηκε η καταδικαστική απόφαση, έχει την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του ή, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, την έδρα του. Εάν δεν προσδιορίζεται η περιφέρεια όπου ευρίσκεται το αντικείμενο δήμευσης και το φυσικό πρόσωπο είναι αγνώστου διαμονής, καθώς και αν η απόφαση αφορά σε περιουσιακά στοιχεία που ευρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων Εφετείων, αρμόδιος είναι ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών. 3. Εάν η αρχή που παραλαμβάνει την απόφαση δεν είναι αρμόδια για την αναγνώριση και την λήψη των αναγκαίων μέτρων για την εκτέλεσή της, διαβιβάζει την απόφαση αυτή στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών και ενημερώνει την δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης. μαζί με το πιστοποιητικό 4. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται ως κεντρική αρχή για να επικουρεί τις αρμόδιες δικαστικές αρχές για την διοικητική διαβίβαση και παραλαβή των αποφάσεων δήμευσης. Το ανωτέρω Υπουργείο ενημερώνει την Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ε.Ε. για τις δικαστικές αρχές που είναι αρμόδιες. Άρθρο Εικοστό πρώτο Διαδικασία διαβίβασης επικυρωμένο αντίγραφό της, 1. Η απόφαση δήμευσης ή του Παραρτήματος Β’ του παρόντος νόμου, αφού μεταφραστούν στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες ή σε άλλη δηλωθείσα γλώσσα του κράτους εκτέλεσης, διαβιβάζονται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών στην αρμόδια αρχή του τελευταίου. Η διαβίβαση γίνεται απευθείας, με κάθε μέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν την διαπίστωση της γνησιότητάς τους. 2. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δεν είναι γνωστή, τότε ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών προβαίνει σε κάθε αναγκαία έρευνα, ενδεχομένως μέσω των σημείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου ή της Eurojust, προκειμένου να λάβει πληροφορίες εκ μέρους του κράτους εκτέλεσης, άλλως απευθύνεται στην Κεντρική Αρχή. 3. Η απόφαση δήμευσης διαβιβάζεται σε ένα μόνο κράτος εκτέλεσης κάθε φορά. 4. Απόφαση δήμευσης που αφορά σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία μπορεί να διαβιβάζεται συγχρόνως σε περισσότερα του ενός κράτη εκτέλεσης, όταν: α) υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες, ότι τα περιουσιακά στοιχεία ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη εκτέλεσης, β) η δήμευση κάποιου περιουσιακού στοιχείου προϋποθέτει ενέργειες σε περισσότερα του ενός κράτη εκτέλεσης, ή γ) υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες, ότι κάποιο συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο ευρίσκεται σε ένα από τα περισσότερα προσδιοριζόμενα κράτη εκτέλεσης. 5. Απόφαση δήμευσης που αφορά σε χρηματικό ποσό μπορεί να διαβιβάζεται συγχρόνως σε περισσότερα του ενός κράτη εκτέλεσης, όταν ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών κρίνει ότι συντρέχει ειδικός λόγος προς τούτο, ενδεικτικώς δε όταν: α) δεν έχουν δεσμευθεί σε ένα κράτος μέλος περιουσιακά στοιχεία αντίστοιχης αξίας, για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας για την οποία εκδόθηκε η απόφαση δήμευσης. β) η αξία των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να δημευθούν στην ημεδαπή και σε ένα μόνο κράτος εκτέλεσης ενδέχεται να μην επαρκεί για την κάλυψη του συνολικού ποσού που προβλέπει η απόφαση δήμευσης. 6. Όταν η απόφαση δήμευσης που αφορά σε χρηματικό ποσό διαβιβάζεται σε ένα ή περισσότερα κράτη εκτέλεσης, η συνολική αξία που προκύπτει από την εκτέλεση της δεν μπορεί να ξεπερνά το μέγιστο ποσό που προσδιορίζεται στην απόφαση δήμευσης. 7. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών εκτέλεσης, με οποιοδήποτε μέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη: α) αν θεωρεί ότι υπάρχει κίνδυνος να λάβει χώρα εκτέλεση πέρα από το μέγιστο ποσό. β) αν, μετά από τυχόν αναβολή εκτέλεσης της απόφασης στο κράτος εκτέλεσης, έπαυσε να υφίσταται ο προαναφερόμενος κίνδυνος. γ) αν η απόφαση δήμευσης έχει εκτελεστεί εν όλω ή εν μέρει στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος εκτέλεσης. Στην περίπτωση αυτή γίνεται μνεία του ακριβούς ποσού που απομένει για την πλήρη εκτέλεση της απόφασης. 8. Η διαβίβαση της απόφασης δήμευσης σε ένα ή περισσότερα κράτη δεν εμποδίζει την Ελλάδα να την εκτελέσει ή να λάβει σε εκτέλεση αυτής χρηματικά ποσά που καταβάλλονται αυτοβούλως από τον καθ’ ου. Στις περιπτώσεις αυτές ενημερώνει το κράτος ή τα κράτη στα οποία έχει διαβιβάσει την απόφαση για το εναπομείναν χρηματικό ποσό, ως προς το οποίο δύναται να εκτελεστεί η απόφαση. 9. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών ενημερώνει αμελητί την αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, με κάθε μέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη, για οποιαδήποτε απόφαση ή μέτρο συνεπεία του οποίου, η απόφαση δήμευσης παύει να είναι εκτελεστή. Άρθρο Εικοστό δεύτερο Διατυπώσεις της αναγνώρισης και εκτέλεσης 1. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών αναγνωρίζει χωρίς άλλη διατύπωση, κάθε απόφαση δήμευσης που του διαβιβάζεται και λαμβάνει αμέσως τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή της, εκδίδοντας διάταξη περί κατάσχεσης του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου ή του χρηματικού ποσού που αφορά η απόφαση, εκτός αν συντρέχει ένας από τους λόγους μη αναγνώρισης, μη εκτέλεσης ή αναβολής των επόμενων άρθρων. Η διάταξη επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο Εισαγγελέας ενημερώνει αμελητί την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης για την ολική ή μερική εκτέλεση της απόφασης. 2. Εάν μία απόφαση δήμευσης αφορά σε συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο και αυτό δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχεται και δημεύεται χρηματικό ποσό ίσης αξίας προς εκείνη του περιουσιακού στοιχείου, εφόσον το ποσό αυτό έχει προσδιορισθεί από το δικαστήριο του κράτους έκδοσης. 3. Εάν μία απόφαση δήμευσης αφορά σε χρηματικό ποσό και δεν επιτευχθεί η καταβολή αυτού, η απόφαση εκτελείται επί οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου διαθέσιμου προς τον σκοπό αυτό. 4. Στην περίπτωση δήμευσης προϊόντων εγκλήματος, αν η απόφαση έχει εκτελεσθεί εν μέρει σε άλλη χώρα, εκτελείται στην Ελλάδα μόνο κατά το υπόλοιπο μέρος. 5. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών μετατρέπει, εφόσον απαιτείται, το προς δήμευση ποσό σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης δήμευσης. 6. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών διακόπτει την εκτέλεση της απόφασης δήμευσης, α) αν ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης για οποιαδήποτε απόφαση ή μέτρο, συνεπεία του οποίου η απόφαση δήμευσης παύει να είναι εκτελεστή, β) αν το έγκλημα αμνηστεύθηκε σύμφωνα με τους Ελληνικούς νόμους. Άρθρο Εικοστό τρίτο Λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης 1. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών αρνείται την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης δήμευσης εάν: α) το προβλεπόμενο πιστοποιητικό του Παραρτήματος Β’ δεν προσκομισθεί, είναι ελλιπές ή προδήλως δεν αντιστοιχεί στην απόφαση δήμευσης, β) η εκτέλεση της απόφασης θα παραβίαζε την αρχή ne bis in idem, γ) η απόφαση δεν συνδέεται με συμπεριφορά η οποία συνιστά αδίκημα σύμφωνα με τους Ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού της χαρακτηρισμού, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου Δέκατου παράγραφος 2. Ωστόσο, όσον αφορά σε φορολογικά και τελωνειακά αδικήματα και αδικήματα περί το συνάλλαγμα, η εκτέλεση της απόφασης δήμευσης δεν επιτρέπεται να απορριφθεί λόγω του γεγονότος ότι το Ελληνικό δίκαιο δεν επιβάλλει τον ίδιο τύπο δασμών ή φόρων ή δεν περιέχει τον ίδιο τύπο ρυθμίσεων περί δασμών ή φόρων, τελωνείων και συναλλάγματος με τον προβλεπόμενο από το δίκαιο του κράτους έκδοσης, δ) σύμφωνα με τους Ελληνικούς ποινικούς νόμους η δήμευση έχει παραγραφεί και η απόφαση δήμευσης συνδέεται με αξιόποινες πράξεις που υπάγονται στην δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων, ε) η απόφαση δήμευσης συνδέεται με πράξεις οι οποίες τελέσθηκαν εκτός του εδάφους του κράτους έκδοσης και κατά τους Ελληνικούς ποινικούς νόμους απαγορεύεται η δίωξη για τέτοια αδικήματα εάν έχουν διαπραχθεί εκτός του Ελληνικού εδάφους, στ) σύμφωνα με το πιστοποιητικό του Παραρτήματος Β’ το συγκεκριμένο πρόσωπο, κατά του οποίου εκδόθηκε η απόφαση δήμευσης, δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο πιστοποιητικό αναφέρεται ότι το εν λόγω πρόσωπο, βάσει του δικαίου του κράτους έκδοσης: αα) είχε κλητευθεί εν ευθέτω χρόνω αυτοπροσώπως ή είχε ενημερωθεί, πραγματικά και επίσημα, με άλλα μέσα, σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, κατά τρόπο ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει αυτών, και είχε επίσης ενημερωθεί εν ευθέτω χρόνω, ότι μπορούσε να εκδοθεί σε βάρος του απόφαση δήμευσης ακόμη και σε περίπτωση που το ίδιο δεν εμφανιζόταν στη δίκη, ή ββ) τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δε δώσει εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε το ίδιο είτε το κράτος να το εκπροσωπήσει στη δίκη και εκπροσωπήθηκε όντως απ’ αυτόν, ή γγ) αφού του επιδόθηκε η απόφαση δήμευσης και ενημερώθηκε ρητά ότι είχε το δικαίωμα να δικασθεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, ότι θα μπορούσε να παρασταθεί στη νέα δίκη, ότι η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και καινούριων αποδεικτικών στοιχείων, θα επανεξεταζόταν και ότι η δίκη μπορούσε να οδηγήσει στην ανατροπή της αρχικής απόφασης, αυτό είτε δήλωσε ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση δήμευσης είτε δεν ζήτησε να δικασθεί εκ νέου ή δεν άσκησε ένδικο μέσο εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ζ) προσβάλλονται δικαιώματα του καθ’ ου ή καλόπιστων τρίτων τα οποία καθιστούν αδύνατη την εκτέλεση της απόφασης δήμευσης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναγνωρίζονται μετά από άσκηση προσφυγής κατ’ άρθρο Εικοστό τέταρτο, ή η) σύμφωνα με τους Ελληνικούς νόμους υφίσταται ασυλία ή η πράξη έχει αμνηστευθεί. 2. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης δήμευσης εάν η τελευταία συνδέεται με πράξεις οι οποίες τελέσθηκαν εν όλω ή εν μέρει στο έδαφος της Ελλάδας ή σε εξομοιούμενο προς αυτό έδαφος. 3. Αν η απόφαση δήμευσης εμπίπτει στις περιπτώσεις iii) ή iv) του στοιχείου β’ της παραγράφου 2 του άρθρου Ένατου, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών την εκτελεί κατά τον βαθμό που προβλέπεται σε παρόμοιες εσωτερικές υποθέσεις σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. 4. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών, προτού αποφανθεί για την μη αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης, προχωρά σε διαβούλευση με κάθε κατάλληλο και πρόσφορο μέσο με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο για να διακριβωθεί η συνδρομή των ουσιαστικών τους προϋποθέσεων. 5. Εφόσον η απόφαση δήμευσης είναι αδύνατον να εκτελεσθεί, διότι το υπό δήμευση περιουσιακό στοιχείο έχει ήδη εν όλω ή εν μέρει δημευθεί, έχει εξαφανισθεί, έχει καταστραφεί, δεν ανευρίσκεται στον τόπο που μνημονεύεται στο πιστοποιητικό ή διότι ο τόπος του περιουσιακού στοιχείου δεν προσδιορίζεται επακριβώς, ακόμη και έπειτα από διαβούλευση με το κράτος έκδοσης, ενημερώνεται αμελητί η αρμόδια αρχή του τελευταίου. Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε τυχόν άρνηση αναγνώρισης και εκτέλεσης μιας απόφασης για οποιονδήποτε λόγο. Άρθρο Εικοστό τέταρτο Λόγοι αναβολής της εκτέλεσης 1. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών αναβάλλει την εκτέλεση μιάς απόφασης δήμευσης που διαβιβάστηκε σύμφωνα με το άρθρο Εικοστό: α) όταν υπάρχει κίνδυνος η συνολική αξία που θα προέλθει από την εκτέλεση να υπερβεί το ποσό που αναφέρεται σε αυτή λόγω ταυτόχρονης εκτέλεσής της σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, β) όταν η εκτέλεση μπορεί να παραβλάψει διεξαγόμενη ποινική έρευνα ή διαδικασία και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται εύλογο, γ) στις περιπτώσεις όπου κρίνεται αναγκαίο, η απόφαση ή μέρος αυτής να μεταφρασθεί στην ελληνική γλώσσα με έξοδα του Ελληνικού κράτους, για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την μετάφραση της απόφασης, δ) στις περιπτώσεις όπου έχει ήδη κινηθεί στην Ελλάδα διαδικασία, που μπορεί να οδηγήσει στη δήμευση των ίδιων περιουσιακών στοιχείων. 2. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία παραμένουν διαθέσιμα για την εκτέλεση της απόφασης δήμευσης, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών εφαρμόζει τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του άρθρου 48 του ν. 3691/2008. 3. Σε περίπτωση αναβολής εκτέλεσης της απόφασης δήμευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 περ. α’, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με κάθε μέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη. Στις περιπτώσεις β’, γ’ και δ’, κοινοποιείται αμελητί, με τον ίδιο τρόπο, έκθεση προς την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης σχετικά με την αναβολή εκτέλεσης της απόφασης δήμευσης, η οποία αναφέρει τους λόγους της αναβολής αυτής, και αν είναι δυνατόν την προβλεπόμενη διάρκειά της. 4. Όταν εκλείψει ο λόγος αναβολής, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών λαμβάνει αμελητί τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης δήμευσης και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με κάθε μέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη. Άρθρο Εικοστό πέμπτο Ένδικα μέσα – εγγυήσεις 1. Ο καθ’ ου η εκτέλεση και κάθε τρίτος που δικαιολογεί έννομο συμφέρον δικαιούνται να προσφύγουν εντός προθεσμίας 10 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της διάταξης που αναφέρεται στο άρθρο Εικοστό πρώτο ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο Συμβουλίου Εφετών, το οποίο αποφαίνεται το ταχύτερο δυνατόν. Η προσφυγή ασκείται κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 322 παρ. 3 ΚΠΔ. Κατά του βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση στον εισαγγελέα και τον προσφεύγοντα μέσα σε 10 ημέρες από την επίδοση του βουλεύματος. 2. Με την προσφυγή δεν μπορούν να αμφισβητηθούν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης της απόφασης δήμευσης. 3. Η υποβολή της προσφυγής και η προθεσμία της αναστέλλουν την διάθεση των δημευμένων περιουσιακών στοιχείων κατ’ άρθρο Εικοστό έκτο. 4. Σε περίπτωση προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, ενημερώνεται σχετικά η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης. Άρθρο Εικοστό έκτο Πολλαπλές αποφάσεις δήμευσης Εάν στον αρμόδιο για την εκτέλεση Εισαγγελέα Εφετών έχουν διαβιβασθεί: α) δύο ή περισσότερες αποφάσεις δήμευσης, οι οποίες αφορούν σε χρηματικό ποσό και έχουν εκδοθεί σε βάρος του ίδιου φυσικού ή νομικού προσώπου, ενώ δεν υπάρχουν επαρκή περιουσιακά στοιχεία διαθέσιμα για την εκτέλεση όλων των αποφάσεων, ή β) δύο ή περισσότερες αποφάσεις δήμευσης, οι οποίες αφορούν στο ίδιο περιουσιακό στοιχείο, ο Εισαγγελέας αποφασίζει ποια απόφαση θα εκτελεσθεί, με βάση καταρχήν την ημερομηνία διαβίβασης των αποφάσεων αυτών, συνεκτιμώντας, όμως, όλες τις περιστάσεις και ιδίως την ημερομηνία έκδοσης των αποφάσεων, την ύπαρξη δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων, την βαρύτητα των αντίστοιχων αδικημάτων και τον τόπο τέλεσής τους. Άρθρο Εικοστό έβδομο Διάθεση δημευμένων περιουσιακών στοιχείων 1. Εάν δεν συμφωνηθεί άλλως μεταξύ του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών και της αρμόδιας αρχής του κράτους έκδοσης, α) χρηματικά ποσά αξίας μέχρι 10.000 ευρώ περιέρχονται στο Ελληνικό Δημόσιο σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 552Α ΚΠΔ, ενώ β) μεγαλύτερα ποσά περιέρχονται κατά 50% στο Ελληνικό Δημόσιο και κατά το υπόλοιπο μέρος μεταβιβάζονται στο κράτος έκδοσης. 2. Μη χρηματικά περιουσιακά στοιχεία: α) είτε περιέρχονται στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 552Α ΚΠΔ, εκποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της Ελληνικής νομοθεσίας και στην συνέχεια εφαρμόζεται η προηγούμενη παράγραφος, β) είτε μεταφέρονται στο κράτος έκδοσης, εκτός αν αυτά αποτελούν πολιτιστικά αγαθά που ανήκουν στην εθνική πολιτιστική κληρονομιά, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2 παρ. 1 του π.δ. 133/1998 (ΦΕΚ Α’ 106). 3. Ο τρόπος διάθεσης των δημευμένων περιουσιακών στοιχείων κατά τις προηγούμενες παραγράφους ρυθμίζεται με την διάταξη που εκδίδει ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών σύμφωνα με το άρθρο Εικοστό πρώτο παράγραφος 1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών δύναται να καθορισθεί κάθε σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Άρθρο Εικοστό όγδοο Αποζημίωση 1. Όταν το κράτος εκτέλεσης καθίσταται με αμετάκλητη απόφαση βάσει του δικαίου του υπεύθυνο για βλάβη που προκλήθηκε στον καθ’ ου ή στον καλόπιστο τρίτο από την εκτέλεση απόφασης που του διαβιβάστηκε από το Ελληνικό Κράτος, το τελευταίο αποζημιώνει το κράτος εκτέλεσης για το ποσό που αυτό υποχρεώθηκε να καταβάλει, στο μέτρο που η ζημιά δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κράτους εκτέλεσης. Υπό τις αυτές προϋποθέσεις, η Ελλάδα ως κράτος εκτέλεσης αιτείται από το κράτος έκδοσης αποζημίωση για κάθε ποσό που κατέβαλε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. 2. Η παράγραφος 1 δεν επηρεάζει τις αξιώσεις φυσικών ή νομικών προσώπων προς αποκατάσταση της ζημίας. 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών δύναται να καθορισθεί κάθε σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Άρθρο Εικοστό ένατο Έξοδα 1. Εάν από την εκτέλεση της απόφασης στην Ελλάδα προκαλούνται δαπάνες επί του Ελληνικού εδάφους, αυτές βαρύνουν το Ελληνικό Δημόσιο. 2. Εάν από την εκτέλεση της απόφασης στην Ελλάδα προκαλούνται δαπάνες που θεωρούνται υπερβολικά υψηλές ή έκτακτες, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών προτείνει στην δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης τον επιμερισμό των δαπανών. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο Τριακοστό Σχέση με άλλες συμφωνίες Διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις μεταξύ Ελλάδας και κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θίγονται από τις ρυθμίσεις του παρόντος Μέρους στο μέτρο που συμβάλλουν στην απλούστευση ή την περαιτέρω διευκόλυνση της διαδικασίας αναγνώρισης και εκτέλεσης των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης. Άρθρο Τριακοστό πρώτο Τροποποιήσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας 1. Ο τίτλος του άρθρου 552 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «Εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής». 2. Στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 552Α με το εξής περιεχόμενο: «Άρθρο 552Α Εκτέλεση της ποινής της δήμευσης 1. Αν η δήμευση αφορά σε απαίτηση, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου που εξέδωσε την σχετική απόφαση ή βούλευμα επιμελείται της άμεσης λήψης των αναγκαίων αναγκαστικών μέτρων από τον διευθυντή του δημόσιου ταμείου, κατ’ εφαρμογή του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, εκτός αν ειδική διάταξη ορίζει διαφορετικά. 2. Αν η δήμευση αφορά σε ακίνητο, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου που εξέδωσε την σχετική απόφαση ή βούλευμα, κοινοποιεί αντίγραφό τους στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε, αν δε η απόφαση ή το βούλευμα είναι αμετάκλητα, να τα μεταγράψει.» Άρθρο Τριακοστό δεύτερο Συλλογή και τήρηση στατιστικών δεδομένων 1. Όλες οι εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές, περιλαμβανομένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, των Υποθηκοφυλακείων της χώρας και των δικαστικών, εισαγγελικών και φορολογικών αρχών και υπηρεσιών, τηρούν πλήρη και ενημερωμένα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τομείς ή θέματα της αρμοδιότητάς τους. 2. Τα στατιστικά στοιχεία περιλαμβάνουν τουλάχιστον: α) τον αριθμό των αποφάσεων δέσμευσης που εκτελέστηκαν, β) τον αριθμό των αποφάσεων δήμευσης που εκτελέστηκαν, γ) την εκτιμώμενη αξία των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων, τουλάχιστον εκείνων που δεσμεύονται ενόψει πιθανής επακολουθούσας δήμευσης κατά τη στιγμή της δέσμευσης, δ) την εκτιμώμενη αξία των ανακτηθέντων περιουσιακών στοιχείων κατά τη στιγμή της δήμευσης. ε) τον αριθμό των αιτήσεων έκδοσης αποφάσεων δέσμευσης που πρόκειται να εκτελεστούν σε άλλο κράτος μέλος, στ) τον αριθμό των αιτήσεων έκδοσης αποφάσεων δήμευσης που πρόκειται να εκτελεστούν σε άλλο κράτος μέλος, ζ) την αξία ή την εκτιμώμενη αξία των περιουσιακών στοιχείων που ανακτήθηκαν κατόπιν εκτέλεσης απόφασης σε άλλο κράτος μέλος. 3. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μεριμνούν επίσης για τη συλλογή, καταχώρηση και επεξεργασία των ως άνω στατιστικών στοιχείων, ζητώντας πληροφορίες από τις ανωτέρω αρχές. 4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζονται η διαδικασία και οι τεχνικές λεπτομέρειες για τη συλλογή, ταξινόμηση και επεξεργασία των ανωτέρω στατιστικών στοιχείων. Άρθρο Τριακοστό τρίτο Έναρξη ισχύος Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από την δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α’ α) Δικαστική αρχή που εξέδωσε την απόφαση δέσμευσης: Επίσημη ονομασία: Όνομα του εκπροσώπου της: Αξίωμα (τίτλος /βαθμός): .. Στοιχεία της δικογραφίας: . Διεύθυνση: Αριθ. τηλ.: (κωδικός χώρας) (κωδικός πόλης/περιοχής) (….) Αριθ. φαξ: (κωδικός χώρας) (κωδικός πόλης/περιοχής) ( ) Ηλεκτρονική διεύθυνση: Γλώσσες στις οποίες είναι δυνατή η επικοινωνία με την εκδούσα δικαστική αρχή: Στοιχεία επικοινωνίας (συμπεριλαμβανομένων των γλωσσών στις οποίες είναι δυνατή η επικοινωνία με το ή τα πρόσωπα) του προσώπου ή των προσώπων με τα οποία πρέπει να υπάρξει επαφή εάν χρειάζονται πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση της απόφασης ή για να γίνουν οι απαραίτητες πρακτικές ρυθμίσεις για τη μεταφορά των αποδεικτικών στοιχείων (αν υπάρχουν): β) Αρχή αρμόδια για την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης στο κράτος που την εξέδωσε [εάν η αρχή αυτή είναι διαφορετική από την αρχή στο στοιχείο (α)]: Επίσημη ονομασία: Όνομα του εκπροσώπου της: Αξίωμα (τίτλος/βαθμός): … Στοιχεία της δικογραφίας: . Διεύθυνση: Αριθ. τηλ.: (κωδικός χώρας) (κωδικός πόλης/περιοχής) (….) Αριθ. φαξ: (κωδικός χώρας) (κωδικός πόλης/περιοχής) (….) Ηλεκτρονική διεύθυνση: Γλώσσες στις οποίες είναι δυνατή η επικοινωνία με την αρχή την αρμόδια για την εκτέλεση Στοιχεία επικοινωνίας (συμπεριλαμβανομένων των γλωσσών στις οποίες είναι δυνατή η επικοινωνία με το ή τα πρόσωπα) του προσώπου ή των προσώπων με τα οποία πρέπει να υπάρξει επαφή εάν χρειάζονται πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση της απόφασης ή για να γίνουν οι απαραίτητες πρακτικές ρυθμίσεις για τη μεταφορά των αποδεικτικών στοιχείων (αν υπάρχουν): γ) Στην περίπτωση που έχουν συμπληρωθεί και το στοιχείο α) και το στοιχείο (3), πρέπει να συμπληρώνεται και το παρόν σημείο προκειμένου να καταδεικνύεται με ποια από τις δύο / ή και με τις δύο αυτές αρχές πρέπει να υπάρξει επαφή: □ Αρχή που αναφέρεται στο στοιχείο α) □ Αρχή που αναφέρεται στο στοιχείο (3) δ) Σε περίπτωση όπου μια κεντρική αρχή έχει ορισθεί υπεύθυνη για τη διαβίβαση και τη διοικητική παραλαβή των αποφάσεων δέσμευσης (ισχύει μόνο για την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο): Ονομασία της κεντρικής αρχής: Αρμόδιος υπάλληλος, εάν υπάρχει (τίτλος/βαθμός και όνομα): Διεύθυνση: Στοιχεία της δικογραφίας Αριθ. τηλ.: (κωδικός χώρας) (κωδικός πόλης/περιοχής) (….) Αριθ. φαξ: (κωδικός χώρας) (κωδικός πόλης/περιοχής) ( ) Ηλεκτρονική διεύθυνση: ε) Η απόφαση δέσμευσης: 1. Ημερομηνία, και, εάν υπάρχει, αριθμός αναφοράς 2. Να αναφέρεται ο σκοπός της απόφασης 2.1. Επακόλουθη δή μευση 2.2. Εξασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων 3. Περιγραφή των διατυπώσεων και διαδικασιών που πρέπει να τηρούνται κατά την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης σχετικά με αποδεικτικά στοιχεία (αν συντρέχει περίπτωση) στ) Πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά ή αποδεικτικά στοιχεία στο κράτος της εκτέλεσης που καλύπτονται από την απόφαση δέσμευσης: Περιγραφή των περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων και του τόπου: 1. α) Ακριβής περιγραφή του περιουσιακού στοιχείου και, αν συντρέχει περίπτωση, μέγιστο ποσό για το οποίο επιδιώκεται η ανάκτηση από το περιουσιακό αυτό στοιχείο (εάν αυτό το μέγιστο ποσό αναφέρεται στην απόφαση σχετικά με την αξία προϊόντων του εγκλήματος) β) Ακριβής περιγραφή των αποδεικτικών στοιχείων 2. Ακριβής τόπος του περιουσιακού ή του αποδεικτικού στοιχείου (εάν δεν είναι γνωστός, ο τελευταίος γνωστός τόπος) 3. Πρόσωπο που έχει τη φύλαξη του περιουσιακού ή του αποδεικτικού στοιχείου ή είναι γνωστό ως επικαρπωτής του περιουσιακού ή αποδεικτικού στοιχείου, εάν είναι διαφορετικό από τον ύποπτο ζ) Στοιχεία ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων, φυσικών ή νομικών, υπόπτων για την τέλεση του αδικήματος ή καταδικασθέντων, (αν συντρέχει περίπτωση βάσει του εθνικού δικαίου του κράτους έκδοσης) ή/και του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αναφέρεται η απόφαση δέσμευσης (εάν υπάρχουν τέτοια στοιχεία): 1. Φυσικά πρόσωπα Επώνυμο: Όνομα (ονόματα): Γένος (εάν υπάρχει): Ψευδώνυμα (εάν υπάρχουν): Φύλο: Ιθαγένεια: Ημερομηνία γέννησης: Τόπος γέννησης: Κατοικία ή/και γνωστή διεύθυνση, εάν δεν είναι γνωστή, να αναφέρεται η τελευταία γνωστή διεύθυνση: Γλώσσα ή γλώσσες τις οποίες κατανοεί το πρόσωπο (εφόσον είναι γνωστό): 2. Νομικά πρόσωπα Επώνυμο: Μορφή νομικού προσώπου: Αριθμός καταχώρησης: … Καταστατική έδρα: η) Μέτρα που πρέπει να λαμβάνει το κράτος εκτέλεσης μετά την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης: Δήμευση 1.1. Το περιουσιακό στοιχείο παραμένει στο κράτος εκτέλεσης με σκοπό την επακόλουθη δήμευσή του 1.1.1. Εσωκλείεται αίτηση για την εκτέλεση απόφασης δέσμευσης η οποία εκδόθηκε στο κράτος έκδοσης (ημερομηνία) 1.1.2. Εσωκλείεται αίτηση για τη δήμευση στο κράτος εκτέλεσης και την επακόλουθη εκτέλεση αυτής της απόφασης 1.1.3. Εκτιμώμενη ημερομηνία υποβολής αίτησης όπως αναφέρεται στο σημείο 1.1.1 ή 1.1.2 ή Εξασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων 2.1. Το περιουσιακό στοιχείο μεταφέρεται στο κράτος έκδοσης ώστε να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο 2.1.1. Εσωκλείεται αίτηση για τη μεταφορά ή 2.2. Το περιουσιακό στοιχείο παραμένει στο κράτος εκτέλεσης με σκοπό την επακόλουθη χρησιμοποίησή του ως αποδεικτικού στοιχείου στο κράτος έκδοσης 2.2.2. Εκτιμώμενη ημερομηνία υποβολής αίτησης όπως αναφέρεται στο σημείο 2.1.1 θ) Αδικήματα: Περιγραφή των σχετικών λόγων για την απόφαση δέσμευσης και περίληψη των γεγονότων που γνωρίζει η δικαστική αρχή που εκδίδει την απόφαση δέσμευσης και το πιστοποιητικό: Φύση και νομικός χαρακτηρισμός του αδικήματος (ή αδικημάτων) και εφαρμοστέα νομική διάταξη/ κώδικας βάσει της οποίας εξεδόθη η απόφαση δέσμευσης: 1. Εάν συντρέχει περίσταση, σημειώσατε με χ ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα αδικήματα με το οποίο ή με τα οποία συνδέονται τα ανωτέρω αναφερόμενα αδικήματα, εάν το αδίκημα ή τα αδικήματα (…) τιμωρούνται στο κράτος έκδοσης με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών: □ συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση □ τρομοκρατία □ εμπορία ανθρώπων □ σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και παιδική πορνογραφία □ παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών □ παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών □ δωροδοκία □ καταδολίευση, περιλαμβανομένης και της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την έννοια της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων □ νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος □ παραχάραξη και κιβδηλεία νομίσματος, συμπεριλαμβανομένου του ευρώ □ εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο □ εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του λαθρεμπορίου απειλουμένων ζωικών ειδών και του λαθρεμπορίου απειλουμένων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών □ παροχή βοήθειας για την παράνομη είσοδο και διαμονή □ ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαρεία σωματική βλάβη □ παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών □ απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και ομηρία □ ρατσισμός και ξενοφοβία □ οργανωμένες ή ένοπλες ληστείες □ παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης □ υπεξαιρέσεις και απάτες □ αθέμιτη προστασία έναντι παρανόμου περιουσιακού οφέλους και εκβίαση □ παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων □ πλαστογραφία δημοσίων εγγράφων και εμπορία πλαστών □ παραχάραξη μέσων πληρωμής □ λαθρεμπόριο ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων □ λαθρεμπόριο πυρηνικών ή ραδιενεργών ουσιών □ εμπορία κλεμμένων οχημάτων □ βιασμός □ εμπρησμός με πρόθεση □ εγκλήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου □ αεροπειρατεία και πειρατεία □ δολιοφθορά 2. Πλήρης περιγραφή του αδικήματος (των αδικημάτων) που δεν καλύπτονται από το τμήμα 1 ανωτέρω: ι) Ένδικα μέσα διαθέσιμα στο κράτος έκδοσης κατά της απόφασης δέσμευσης για τα ενδιαφερόμενο μέρη, συμπεριλαμβανομένων καλόπιστων τρίτων μερών: Περιγραφή των διαθέσιμων ένδικων μέσων, συμπεριλαμβανομένων των αναγκαίων μέτρων που πρέπει να ληφθούν Δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να ασκηθεί το ένδικο μέσο Πληροφορίες ως προς τα πρόσωπα που δικαιούνται να ασκήσουν αυτό το ένδικο μέσο Προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου Αρχή στο κράτος έκδοσης η οποία μπορεί να παρέχει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες άσκησης ενδίκου μέσου στο κράτος έκδοσης καθώς και για τη δυνατότητα δικαστικής αρωγής και μετάφρασης: Ονομασία: Αρμόδιο πρόσωπο (εάν υπάρχει): Διεύθυνση: Αριθ. τηλ.: (κωδικός χώρας) (κωδικός περιοχής/πόλης) Αριθ. φαξ: (κωδικός χώρας) (κωδικός περιοχής/πόλης) Ηλεκτρονική διεύθυνση: ια) Άλλες περιστάσεις που σχετίζονται με την υπόθεση (προαιρετικές πληροφορίες): ιβ) Το κείμενο της απόφασης δέσμευσης επισυνάπτεται στο πιστοποιητικό. Υπογραφή της εκδούσας δικαστικής αρχής ή/και του εκπροσώπου της που βεβαιώνει την ακρίβεια του περιεχομένου του πιστοποιητικού: Ονομασία/Όνομα: Αξίωμα (τίτλος/βαθμός): Ημερομηνία: Επίσημη σφραγίδα (εάν υπάρχει) ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β’ α) Κράτη έκδοσης και εκτέλεσης Κράτος έκδοσης: Κράτος εκτέλεσης: β) Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση δήμευσης: Επίσημη ονομασία: Διεύθυνση: Στοιχεία της δικογραφίας: Αριθ. τηλ.: (κωδικός χώρας/κωδικός πόλης – περιοχής) Αριθ. φαξ: (κωδικός χώρας) (κωδικός πόλης/περιοχής) Ηλεκτρονική διεύθυνση (εάν υπάρχει): Γλώσσες στις οποίες είναι δυνατή η επικοινωνία με το δικαστήριο: Στοιχεία προσώπων αρμόδιων για την παροχή πρόσθετων πληροφοριών όσον αφορά την εκτέλεση της απόφασης δήμευσης, ή ενδεχομένως το συντονισμό της εκτέλεσης απόφασης δήμευσης που διαβιβάζεται σε δύο ή περισσότερα κράτη εκτέλεσης, ή τη μεταβίβαση στο κράτος έκδοσης των ποσών ή των περιουσιακών στοιχείων που προήλθαν από την εκτέλεση (όνομα, αξίωμα/βαθμός, αριθμός τηλεφώνου, αριθμός φαξ και, εάν υπάρχει, ηλεκτρονική διεύθυνση): γ) Αρχή αρμόδια για την εκτέλεση της απόφασης δήμευσης στο κράτος που την εξέδωσε [εάν η αρχή αυτή είναι διαφορετική από το δικαστήριο του στοιχείου β)]: Επίσημη ονομασία: Διεύθυνση: Αριθ. τηλ.: (κωδικός χώρας/κωδικός πόλης – περιοχής) Αριθ. φαξ: (κωδικός χώρας) (κωδικός πόλης/περιοχής) Ηλεκτρονική διεύθυνση (εάν υπάρχει): Γλώσσες στις οποίες είναι δυνατή η επικοινωνία με την αρχή την αρμόδια για την εκτέλεση: Στοιχεία προσώπων αρμοδίων για την παροχή πρόσθετων πληροφοριών όσον αφορά την εκτέλεση της απόφασης δήμευσης, ή ενδεχομένως το συντονισμό της εκτέλεσης απόφασης δήμευσης που διαβιβάζεται σε δύο ή περισσότερα κράτη εκτέλεσης, ή τη μεταβίβαση στο κράτος έκδοσης των ποσών ή των περιουσιακών στοιχείων που προήλθαν από την εκτέλεση (όνομα, αξίωμα/βαθμός, αριθμός τηλεφώνου, αριθμός φαξ και, εάν υπάρχει, ηλεκτρονική διεύθυνση): δ) Σε περίπτωση όπου κεντρική αρχή έχει ορισθεί υπεύθυνη για τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή των αποφάσεων δήμευσης στο κράτος έκδοσης: Ονομασία της κεντρικής αρχής: Αρμόδιος υπάλληλος, εάν υπάρχει (τίτλος/βαθμός και όνομα): Διεύθυνση: Στοιχεία της δικογραφίας: Αριθ. τηλ.: (κωδικός χώρας) (κωδικός πόλης/περιοχής) Αριθ. φαξ: (κωδικός χώρας) (κωδικός πόλης/περιοχής) Ηλεκτρονική διεύθυνση (εάν υπάρχει): ε) Αρχή ή αρχές στις οποίες μπορεί να απευθυνθεί κανείς [στην περίπτωση που έχουν συμπληρωθεί τα σημεία γ) ή/και δ)] □ Αρχή του στοιχείου β) Είναι αρμόδια για ζητήματα: □ Αρχή του στοιχείου γ) Είναι αρμόδια για ζητήματα: □ Αρχή του στοιχείου δ) Είναι αρμόδια για ζητήματα: στ) Όταν η απόφαση δήμευσης απορρέει από απόφαση δέσμευσης που διαβιβάστηκε στο κράτος εκτέλεσης σύμφωνα με την απόφαση- πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1), αναφέρατε τα στοιχεία της απόφασης δέσμευσης (ημερομηνίες έκδοσης και διαβίβασης της απόφασης δέσμευσης, αρχή στην οποία διαβιβάστηκε, αριθμός αναφοράς, εάν είναι γνωστός): ζ) Εάν η απόφαση δήμευσης έχει διαβιβασθεί σε περισσότερα του ενός κράτη εκτέλεσης, αναφέρατε ακόλουθα στοιχεία: 1. Η απόφαση δήμευσης έχει διαβιβασθεί στο ή στα ακόλουθα κράτη εκτέλεσης (χώρα και αρχή): 2. Η απόφαση δήμευσης έχει διαβιβασθεί σε περισσότερα του ενός κράτη εκτέλεσης για τον ακόλουθο λόγο (σημειώσατε το ανάλογο τετραγωνάκι): 2.1. Στην περίπτωση που η απόφαση δήμευσης αφορά ένα ή περισσότερα περιουσιακά στοιχεία: □ Διάφορα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτονται από την απόφαση δήμευσης πιστεύεται ότι ευρίσκονται σε διάφορα κράτη εκτέλεσης. □ Η δήμευση συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου συνεπάγεται ανάληψη δράσης σε περισσότερα του ενός κράτη εκτέλεσης. □ Συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο που καλύπτεται από την απόφαση δήμευσης πιστεύεται ότι ευρίσκεται σε ένα από τα δύο ή περισσότερα προσδιοριζόμενα κράτη εκτέλεσης. 2.2. Στην περίπτωση που η απόφαση δήμευσης αφορά χρηματικό ποσό: □ Το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο δεν έχει δεσμευθεί δυνάμει της απόφασης-πλαισίου 2003/577/ΔΕΥ, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. □ Η αξία των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να δημευθούν στο κράτος έκδοσης και σε οποιοδήποτε κράτος εκτέλεσης ενδέχεται να μην επαρκούν για την εκτέλεση του πλήρους ποσού που καλύπτεται από την απόφαση δήμευσης. □ Άλλοι λόγοι (να αναφερθούν): η) Πληροφορίες σχετικά με τα φυσικά ή τα νομικά πρόσωπα εις βάρος των οποίων εκδόθηκε απόφαση δήμευσης 1. Φυσικά πρόσωπα Επώνυμο: Όνομα (ονόματα): Γένος (ενδεχομένως): Ψευδώνυμα (ενδεχομένως): Φύλο Υπηκοότητα: Αριθμός ταυτότητας ή κοινωνικής ασφάλισης (ει δυνατόν) Ημερομηνία γέννησης: Τόπος γέννησης: Τελευταία γνωστή διεύθυνση: Γλώσσα ή γλώσσες τις οποίες κατανοεί το πρόσωπο (εφόσον είναι γνωστή/ές): 1.1. Εάν η απόφαση δήμευσής αφόρα χρηματικό ποσό: Η απόφαση δήμευσής διαβιβάζεται στο κράτος εκτέλεσης διότι (σημειώσατε το ανάλογο τετραγωνάκι) □ α) το κράτος έκδοσης έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί η απόφαση δήμευσης διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή εισοδήματα στο κράτος εκτέλεσης. Προσθέστε τις ακόλουθες πληροφορίες: Λόγοι για τους οποίους εικάζεται ότι το πρόσωπο διαθέτει περιουσιακά στοιχεία/εισοδήματα: Περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων του προσώπου/της προέλευσης των εισοδημάτων: Τοποθεσία των περιουσιακών στοιχείων του προσώπου/της προέλευσης των εισοδημάτων (εάν δεν είναι γνωστή,η τελευταία τοποθεσία): □ β) δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι, σύμφωνα με το στοιχείο α), οι οποίοι θα επέτρεπαν στο κράτος έκδοσης να προσδιορίσει το κράτος μέλος στο οποίο μπορεί να αποσταλεί η απόφαση δήμευσης, όμως το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί η απόφαση δήμευσής έχει τη συνήθη κατοικία του στο κράτος εκτέλεσης. Προσθέστε τις ακόλουθες πληροφορίες: Συνήθης κατοικία στο κράτος εκτέλεσης: 1.2. Εάν η απόφαση δήμευσης αφορά συγκεκριμένο(-α) περιουσιακό(-ά) στοιχείο(-α): Η απόφαση δήμευσης διαβιβάζεται στο κράτος εκτέλεσης διότι (σημειώσατε το ανάλογο τετραγωνάκι): □ α) το ή τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία ευρίσκονται στο κράτος εκτέλεσης. [Βλ. στοιχείο θ)]. □ β) το κράτος έκδοσης έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι το ή τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία τα οποία καλύπτονται από την απόφαση δήμευσης ευρίσκονται εν όλω ή εν μέρει στο κράτος εκτέλεσης. Προσθέστε τις ακόλουθες πληροφορίες: Λόγοι για τους οποίους εικάζεται ότι το ή τα περιουσιακά στοιχεία ευρίσκονται στο κράτος εκτέλεσης: □ γ) δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι, σύμφωνα με το στοιχείο α), οι οποίοι θα επέτρεπαν στο κράτος έκδοσης να προσδιορίσει το κράτος μέλος στο οποίο μπορεί να διαβιβασθεί η απόφαση δήμευσης, όμως το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί η απόφαση δήμευσης έχει τη συνήθη κατοικία του στο κράτος εκτέλεσης. Προσθέστε τις ακόλουθες πληροφορίες: Συνήθης κατοικία στο κράτος εκτέλεσης: 2. Νομικά πρόσωπα: Επωνυμία: Μορφή νομικού προσώπου: Αριθμός καταχώρισης (εάν είναι γνωστός) (1): Καταστατική έδρα (1) (εάν είναι γνωστή): Διεύθυνση του νομικού προσώπου: 2.1. Εάν η απόφαση δήμευσης αφορά χρηματικό ποσό: Η απόφαση δήμευσης διαβιβάζεται στο κράτος εκτέλεσης διότι (σημειώσατε το ανάλογο τετραγωνάκι): □ α) το κράτος έκδοσης έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι το νομικό πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί η απόφαση δήμευσης διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή εισοδήματα στο κράτος εκτέλεσης. Προσθέστε τις ακόλουθες πληροφορίες: Λόγοι για τους οποίους εικάζεται ότι το νομικό πρόσωπο διαθέτει περιουσιακά στοιχεία / εισοδήματα: Περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων του νομικού προσώπου / της προέλευσης των εισοδημάτων: Τοποθεσία των περιουσιακών στοιχείων του νομικού προσώπου / της προέλευσης των εισοδημάτων (εάν δεν είναι γνωστή, η τελευταία τοποθεσία): (1) Εάν η απόφαση δήμευσης διαβιβάζεται στο κράτος εκτέλεσης επειδή το νομικό πρόσωπο εις βάρος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση δήμευσης έχει την καταστατική του έδρα σε αυτό το κράτος, πρέπει να συμπληρώνονται ο αριθμός καταχώρισης και η καταστατική έδρα. □ β) δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι, σύμφωνα με το στοιχείο α), οι οποίοι θα επέτρεπαν στο κράτος έκδοσης να προσδιορίσει το κράτος μέλος στο οποίο μπορεί να αποσταλεί η απόφαση δήμευσης, όμως το νομικό πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί η απόφαση δήμευσης έχει την καταστατική του έδρα στο κράτος εκτέλεσης. Προσθέστε τις ακόλουθες πληροφορίες: Καταστατική έδρα στο κράτος εκτέλεσης: 2.2. Εάν η απόφαση δήμευσης αφορά συγκεκριμένο(-α) περιουσιακό(-ά) στοιχείο(- α): Η απόφαση δήμευσης διαβιβάζεται στο κράτος εκτέλεσης διότι (σημειώσατε το ανάλογο τετραγωνάκι): □ α) το ή τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία ευρίσκονται στο κράτος εκτέλεσης. [Βλ. στοιχείο θ)]. □ β) το κράτος έκδοσης έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι το ή τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία καλύπτονται από την απόφαση δήμευσης ευρίσκονται εν όλω ή εν μέρει στο κράτος εκτέλεσης. Προσθέστε τις ακόλουθες πληροφορίες: Λόγοι για τους οποίους εικάζεται ότι το ή τα περιουσιακά στοιχεία ευρίσκονται στο κράτος εκτέλεσης: □ γ) δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι, σύμφωνα με το στοιχείο β), οι οποίοι θα επέτρεπαν στο κράτος έκδοσης να προσδιορίσει το κράτος μέλος στο οποίο μπορεί να αποσταλεί η απόφαση δήμευσης, όμως το νομικό πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί η απόφαση δήμευσης έχει την καταστατική του έδρα στο κράτος εκτέλεσης. Προσθέστε τις ακόλουθες πληροφορίες: Καταστατική έδρα στο κράτος εκτέλεσης: θ) Απόφαση δήμευσης Η απόφαση δήμευσης εξεδόθη την (ημερομηνία): Η απόφαση δήμευσης κατέστη τελεσίδικη την (ημερομηνία): Αριθμός αναφοράς της απόφασης δήμευσης (εάν υπάρχει): 1. Πληροφορίες σχετικά με τη φύση της απόφασης δήμευσης 1.1. Σημειώσατε (το ανάλογο τετραγωνάκι) εάν η απόφαση δήμευσης αφορά: □ χρηματικό ποσό Το προς εκτέλεση ποσό στο κράτος εκτέλεσης, με ένδειξη του νομίσματος (αριθμητικά και ολογράφως): Το συνολικό ποσό που καλύπτεται από την απόφαση δήμευσης, με ένδειξη του νομίσματος (αριθμητικά και ολογράφως): □ συγκεκριμένο(-α) περιουσιακό(-ά) στοιχείο(-α) Περιγραφή του ή των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων: Τοποθεσία του ή των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων (εάν δεν είναι γνωστή, η τελευταία τοποθεσία): Στην περίπτωση που η δήμευση του ή των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων συνεπάγεται ανάληψη δράσης σε περισσότερα του ενός κράτη εκτέλεσης, περιγραφή της αναληπτέας δράσης: 1.2. Το δικαστήριο αποφάσισε ότι τα περιουσιακά στοιχεία (σημειώσατε το ανάλογο τετραγωνάκι): □ ϊ) είναι προϊόντα αδικήματος, ή ισοδυναμούν είτε με την πλήρη αξία είτε με μέρος της αξίας των προϊόντων αυτών, □ Μ) συνιστούν όργανα του αδικήματος αυτού, □ ΜΙ) υπόκεινται σε δήμευση κατόπιν της εφαρμογής, στο κράτος έκδοσης, των εκτεταμένων εξουσιών δήμευσης όπως προσδιορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ). Η απόφαση θεμελιώνεται στο γεγονός ότι το δικαστήριο, βασιζόμενο στα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, είναι πλήρως πεπεισμένο ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία έχουν προκύψει από: □ α) εγκληματικές δραστηριότητες του καταδικασθέντος προσώπου πριν από την καταδίκη του για το συγκεκριμένο αδίκημα, κατά τη διάρκεια χρονικού διαστήματος που το δικαστήριο θεωρεί εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης- I I β) παρεμφερείς εγκληματικές δραστηριότητες του καταδικασθέντος προσώπου πριν από την καταδίκη του για το συγκεκριμένο αδίκημα, κατά τη διάρκεια χρονικού διαστήματος που το δικαστήριο θεωρεί εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, ή I I γ) εγκληματικές δραστηριότητες του καταδικασθέντος προσώπου και έχει αποδειχθεί ότι η αξία των περιουσιακών στοιχείων είναι δυσανάλογη προς το νόμιμο εισόδημα του συγκεκριμένου προσώπου. □ ϊν) υπόκεινται σε δήμευση βάσει οιασδήποτε άλλης διάταξης για εκτεταμένες εξουσίες δήμευσης βάσει του δικαίου του κράτους έκδοσης. Εάν η απόφαση αφορά δύο ή περισσότερες κατηγορίες δημεύσεων, αναφέρατε λεπτομέρειες για το ποια περιουσιακά στοιχεία εμπίπτουν στην κάθε κατηγορία: 2. Στοιχεία για το ή τα αδικήματα που συνεπάγονται απόφαση δήμευσης 2.1. Συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών και περιγραφή των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε το ή τα αδικήματα που συνεπάγονται απόφαση δήμευσης, όπου να αναφέρεται ο χρόνος και ο τόπος: 2.2. Φύση και νομικός χαρακτηρισμός του ή των αδικημάτων που συνεπάγονται απόφαση δήμευσης και εφαρμοστέα νομική διάταξη / κώδικας βάσει της οποίας εξεδόθη η απόφαση: 2.3. Εάν τα αδικήματα του σημείου 2.2 συνδέονται με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα αδικήματα, σημειώσατε ένα ή περισσότερα από αυτά, εφόσον το ή τα αδικήματα τιμωρούνται στο κράτος έκδοσης σε στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών (σημειώσατε το ανάλογο τετραγωνάκι): □ συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, □ τρομοκρατία, I I εμπορία ανθρώπων, □ σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και παιδική πορνογραφία, □ παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, □ παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών, □ δωροδοκία, I I απάτη, περιλαμβανομένης και της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την έννοια της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, □ νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος, □ παραχάραξη και κιβδηλεία νομίσματος, περιλαμβανομένου του ευρώ, □ εγκλήματα στον κυβερνοχώρο, □ εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένου του λαθρεμπορίου απειλουμένων ειδών ζώων και του λαθρεμπορίου απειλουμένων φυτικών ειδών και ποικιλιών, □ παροχή βοήθειας για την παράνομη είσοδο και διαμονή, □ ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαρεία σωματική βλάβη, □ παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών, □ απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία, □ ρατσισμός και ξενοφοβία, □ οργανωμένες ή ένοπλες ληστείες, □ παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, περιλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης, □ υπεξαιρέσεις και απάτες, □ αθέμιτη προστασία έναντι παρανόμου περιουσιακού οφέλους και εκβίαση, □ παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων, □ πλαστογραφία δημοσίων εγγράφων και εμπορία πλαστών, □ παραχάραξη μέσων πληρωμής, □ λαθρεμπόριο ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων, □ λαθρεμπόριο πυρηνικών ή ραδιενεργών ουσιών, □ εμπορία κλεμμένων οχημάτων, □ βιασμός, □ εμπρησμός, □ εγκλήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, □ αεροπειρατεία και πειρατεία, □ δολιοφθορά. 2.4. Κατά το βαθμό που το ή τα αδικήματα που συνεπάγονται απόφαση δήμευσης, τα οποία μνημονεύονται στο σημείο 2.2, δεν καλύπτονται από το σημείο 2.3, να δοθεί πλήρης περιγραφή τους [η οποία πρέπει να καλύπτει την πραγματική σχετική εγκληματική δραστηριότητα (εν αντιθέσει π.χ. προς τις τυπικές νομικές ταξινομήσεις)]: «ι) Διαδικασίες που οδήγησαν στην έκδοση αποφάσεως δήμευσης Αναφέρετε εάν το πρόσωπο εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση απόφασης δήμευσης: 1. □ Ναι, το πρόσωπο εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση απόφασης δήμευσης. 2. □ Όχι, το πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση απόφασης δήμευσης. 3. Εάν σημειώσατε το τετραγωνίδιο στο σημείο 2, παρακαλώ διευκρινίστε εάν: □ 3.1α. το πρόσωπο κλητεύθηκε αυτοπροσώπως στις … (ημέρα/μήνας/έτος) και με την κλήτευση ενημερώθηκε σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως δήμευσης, και είχε ενημερωθεί σχετικά με το γεγονός ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που δεν εμφανιστεί στη δίκη· Ή □ 3.1β. το πρόσωπο δεν κλητεύθηκε αυτοπροσώπως αλλά είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως δήμευσης, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, και είχε ενημερωθεί σχετικά με το γεγονός ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που δεν εμφανιστεί στη δίκη· Ή □ 3.2. το ενδιαφερόμενο πρόσωπο τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει δε εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε το κράτος, να τον/την εκπροσωπήσει στη δίκη, και εκπροσωπήθηκε όντως από αυτόν τον δικηγόρο στη δίκη· Ή □ 3.3. του επεδόθη η απόφαση δήμευσης στις … (ημέρα/μήνας/έτος) και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπου το πρόσωπο δικαιούται να παρίσταται, η δε ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, θα επανεξεταστεί, και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης, και □ δήλωσε ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση· Ή δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή δεν έχει ασκήσει ένδικο μέσον εντός της ισχύουσας προθεσμίας. 4. Παρακαλώ αναφέρατε πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο έχει εκπληρωθεί ο σχετικός όρος, εάν σημειώσατε το τετραγωνίδιο στο σημείο 3.1β, 3.2 ή 3.3 ανωτέρω: » ια) Μετατροπή και μεταφορά περιουσιακών στοιχείων 1. Εάν η απόφαση δήμευσης αφορά συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, αναφέρατε εάν σύμφωνα με την νομοθεσία του κράτους έκδοσης επιτρέπεται να λάβει η δήμευση στο κράτος εκτέλεσης τη μορφή απαίτησης καταβολής ποσού αντίστοιχου προς την αξία του περιουσιακού στοιχείου: □ ναι □ όχι 2. Εάν η απόφαση δήμευσης αφορά χρηματικό ποσό, αναφέρατε εάν άλλα περιουσιακά στοιχεία πλην χρημάτων, τα οποία προκύπτουν από την εκτέλεση της απόφασης δήμευσης, μπορούν να μεταφερθούν στο κράτος έκδοσης: □ ναι □ όχι ιβ) Εναλλακτικά μέτρα, περιλαμβανομένης ποινής στερητικής της ελευθερίας 1. Αναφέρατε εάν η νομοθεσία του κράτους έκδοσης παρέχει τη δυνατότητα να επιβληθούν από το κράτος εκτέλεσης εναλλακτικά μέτρα σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η πλήρης ή μερική εφαρμογή της απόφασης δήμευσης: □ ναι □ όχι 2. Εάν ναι, αναφέρατε ποιες κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν (φύση και μέγιστο όριο των κυρώσεων): □ Κράτηση (μέγιστη διάρκεια): □ Κοινωφελής εργασία (ή ανάλογη υπηρεσία) (μέγιστη διάρκεια): □ Άλλες κυρώσεις (περιγραφή): ιγ) Άλλες περιστάσεις που σχετίζονται με την υπόθεση (προαιρετικές πληροφορίες): ιδ) Η απόφαση δήμευσης επισυνάπτεται στο πιστοποιητικό. Υπογραφή της αρχής που εξέδωσε το πιστοποιητικό ή/και του εκπροσώπου της που βεβαιώνει την ακρίβεια του περιεχομένου του πιστοποιητικού: Ονομασία/Ονομα: Αξίωμα (τίτλος/βαθμός): Ημερομηνία: Επίσημη σφραγίδα (εάν υπάρχει):
Πηγή: http://www.taxheaven.gr Δείτε περισσότερα https://www.taxheaven.gr/laws/circular/view/id/25451
© Taxheaven