Αθήνα, Ευρώπη και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) θα κληθούν αμέσως μετά τις γιορτές να κάνουν ένα βήμα πίσω από τις θέσεις τους, ώστε να επιτευχθεί ο πολυπόθητος
συμβιβασμός για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, να συμφωνηθούν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα και να ρυθμιστεί το θέμα του χρέους.
Επισήμως, το βασικό σενάριο για την επόμενη ημέρα της Ελλάδας προβλέπει τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα, η δημόσια σύγκρουση ΔΝΤ – Κομισιόν για το τι πρέπει να γίνει στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που υπάρχει γύρω από τις προθέσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για τον ρόλο του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, έχουν αρχίσει να διαμορφώνουν ένα κλίμα πιο ευνοϊκό σε μια απομάκρυνση του Ταμείου. Σε κάθε περίπτωση, όλα τα σενάρια είναι ανοικτά. Ειδικότερα:
1. Το ΔΝΤ φεύγει.
Ανεξαρτήτως του λόγου, το Ταμείο αποφασίζει ότι δεν θα συνάψει νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης της Ελλάδας, ούτε θα συμμετάσχει στο ισχύον ευρωπαϊκό πρόγραμμα ως τεχνικός σύμβουλος. Κάτι τέτοιο θα ικανοποιούσε πολλούς στην Αθήνα και αρκετούς στην Ευρώπη. Η δεύτερη αξιολόγηση θα μπορούσε να ολοκληρωθεί πολύ γρήγορα μεταξύ κυβέρνησης και ευρωπαϊκών θεσμών, δεδομένου ότι έως τώρα τα μεγαλύτερα προσκόμματα τα βάζει το ΔΝΤ ζητώντας πολύ περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα και πιο σκληρές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών. Οπως εκτιμούν κυβερνητικά στελέχη, χωρίς τη συμμετοχή του Ταμείου στις διαπραγματεύσεις, η αξιολόγηση θα μπορούσε να κλείσει σε λίγες ημέρες, αν όχι σε λίγες ώρες.
Ωστόσο, το ενδεχόμενο της αποχώρησης του ΔΝΤ από την Ελλάδα δημιουργεί τρία προβλήματα. Πρώτον, είναι άγνωστο το πώς θα αντιδράσουν οι αγορές. Δεύτερον, είναι αβέβαιο το πώς θα αντιδράσουν –κυρίως, αλλά όχι μόνο– οι Γερμανοί βουλευτές που ενέκριναν το τρέχον πρόγραμμα του ESM υπό την προϋπόθεση ότι το Ταμείο θα είναι μέρος της εξίσωσης. Τρίτον, και ίσως σημαντικότερο για την Ελλάδα, είναι ότι θα σταματήσει να υπάρχει κάποιος που να πιέζει για τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Κάτι το οποίο χρειάζεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για να χαρακτηρίσει βιώσιμο το ελληνικό χρέος και να ανοίξει τις πόρτες του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) για την Ελλάδα.
2. Το ΔΝΤ μένει.
Είτε με νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα είτε ως τεχνικός σύμβουλος στο υφιστάμενο. Αυτό σημαίνει ότι τις επόμενες εβδομάδες ή το πολύ εντός των επόμενων δύο – τριών μηνών, Αθήνα, Ευρωζώνη και Ταμείο θα πρέπει να καταλήξουν στον συμβιβασμό που θα ικανοποιεί όλους. Δεδομένης της πρόσφατης δημόσιας σύγκρουσης του ΔΝΤ και της Ευρωζώνης για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και το τι θα πρέπει να γίνει για να λυθούν τα προβλήματα, είναι σαφές ότι οι διαφορετικές προσεγγίσεις είναι πολύ δύσκολο να καλυφθούν γρήγορα και αποτελεσματικά. Ωστόσο, η υπόσχεση της γερμανικής κυβέρνησης (και άλλων ευρωπαϊκών) να συμμετάσχει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, δεν τους επιτρέπει –ακόμη τουλάχιστον– την απεμπλοκή του. Πάντως, είναι βέβαιο πως εφόσον και όταν επιτευχθεί ο συμβιβασμός μεταξύ Ευρωζώνης και ΔΝΤ, η Αθήνα θα κληθεί να λάβει πιο σκληρές αποφάσεις (τόσο στο σκέλος των δημοσιονομικών μέτρων όσο και σε εκείνο των μεταρρυθμίσεων) από ό,τι θα καλούνταν να υιοθετήσει εάν δεν συμμετείχε το ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Από την άλλη πλευρά, η παρουσία του Ταμείου ενδεχομένως να αναγκάσει την Ευρωζώνη σε υποχωρήσεις ως προς το θέμα της ρύθμισης του ελληνικού χρέους.
3. Δεν λαμβάνεται απόφαση αμέσως.
Οπως έχει αποδειχθεί από τις διαβουλεύσεις των τελευταίων μηνών, η επίτευξη του συμβιβασμού για το ελληνικό θέμα είναι κάτι αρκετά δύσκολο. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να «παγώσουν» οι διαβουλεύσεις εξαιτίας του πολιτικού κύκλου σε διάφορες χώρες της Ευρωζώνης και το καλοκαίρι –όταν η Ελλάδα δεν θα μπορεί να αποπληρώσει 6,2 δισ. ευρώ σε λήξεις χρέους– να αρχίσει μια νέα συζήτηση, που αυτή τη φορά, όμως, θα έχει ως αντικείμενο την επέκταση του υφιστάμενου προγράμματος ή τη σύναψη νέας συμφωνίας.
Τον Μάρτιο διεξάγονται εκλογές στην Ολλανδία, τον Μάιο στη Γαλλία και τον Σεπτέμβριο στη Γερμανία. Εάν δεν έχει δοθεί λύση που να ικανοποιεί λίγο έως πολύ την κάθε πλευρά, τότε στελέχη με γνώση της κατάστασης θεωρούν πολύ πιθανό τον Μάρτιο να «παγώσουν» οι διαπραγματεύσεις, λόγω της έναρξης των εκλογικών κύκλων στην Ευρωζώνη.
Σε αυτό το ενδεχόμενο η αβεβαιότητα θα ενταθεί, οι επενδυτές θα παραμείνουν σε στάση αναμονής και ουσιαστικά θα χαθεί ένας ακόμη χρόνος για την ελληνική οικονομία. Η χώρα θα «συρθεί» έως τον Ιούλιο στεγνώνοντας όποια ρευστότητα υπάρχει στα κρατικά ταμεία και ξαφνικά θα βρεθεί αντιμέτωπη με την υποχρέωση να αποπληρώσει 6,2 δισ. ευρώ από τις 17 έως τις 20 Ιουλίου σε ιδιώτες επενδυτές, ΔΝΤ και ΕΚΤ. Υπό την απειλή μιας χρεοκοπίας, αρκετοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν πως η Ελλάδα θα αναγκαστεί να συμφωνήσει σε νέα χρηματοδοτική σύμβαση ή στην επέκταση του υφιστάμενου προγράμματος.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ