Στις τράπεζες «κολλάει» το θέμα της αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, καθώς η ενδεχόμενη προσαρμογή τους στις σημερινές εμπορικές αξίες είναι πιθανόν να «χτυπήσει» την κεφαλαιακή επάρκειά τους. Ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών αναφέρει ότι στην περίπτωση που οι σημερινές αξίες μειωθούν στα επίπεδα των εμπορικών, που σε ορισμένες περιοχές ξεπερνάει το 40-50%, τα πιστωτικά ιδρύματα θα υποστούν απώλειες, καθώς θα πρέπει να προχωρήσουν σε αντίστοιχη αύξηση των εγγυήσεων.
«Στεγαστικά» 64,8 δισ.
Σημειώνεται ότι το ύψος των στεγαστικών δανείων ανέρχεται σε 64,8 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 42% ή 27,2 δισ. ευρώ είναι σε καθυστέρηση και τα υπόλοιπα 37,6 δισ. ευρώ εξυπηρετούνται κανονικά. Τα στεγαστικά δάνεια είναι ενυπόθηκα, δηλαδή για το ποσό του δανείου που χορηγεί η τράπεζα, υποθηκεύεται το ακίνητο ως εγγύηση για την τράπεζα. Ετσι μια μείωση των αξιών, οδηγεί σε μείωση της αξίας των εγγυήσεων, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να βρεθούν υπό την πίεση αναπλήρωσης των απωλειών. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να καλύψουν με πρόσθετες εγγυήσεις τη μείωση που θα προκαλέσει η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών. Στελέχη τραπεζών, ωστόσο, καθησυχάζουν, επισημαίνοντας ότι ήδη ο τρόπος αποτίμησης λαμβάνει υπόψη την εμπορική αξία και όχι την αντικειμενική και κατά συνέπεια οι αλλαγές των αντικειμενικών δεν επηρεάζουν τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Σε κάθε περίπτωση, η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών αποτελεί μια δύσκολη εξίσωση για την ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, καθώς την 1η Ιουνίου 2017, σύμφωνα με όσα προβλέπει το μνημόνιο, θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή το νέο σύστημα υπολογισμού των αξιών των ακινήτων. Τα προβλήματα όμως είναι πολλά και είναι σχεδόν αδύνατο, υπό τις παρούσες συγκυρίες να διαμορφωθεί ένα σύστημα το οποίο θα αναπροσαρμόζεται σε τρίμηνη ή εξάμηνη βάση. Και αυτό, διότι δεν υπάρχουν στοιχεία τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν από την αρμόδια επιτροπή του υπουργείου Οικονομικών, με στόχο να δημιουργηθεί η βάση δεδομένων. Επί της ουσίας, η αρμόδια επιτροπή υπολειτουργεί αναφέρει το ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών και επισημαίνει ότι οι ελάχιστες αγοραπωλησίες που πραγματοποιούνται υπό συνθήκες ανωτέρας βίας για να καλυφθούν ανάγκες των πωλητών, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία της βάσης δεδομένων.
Τα δε μέλη της επιτροπής έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για τον τρόπο που πρέπει να γίνει η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών, προτείνοντας ακόμα και τον προσδιορισμό της αξίας εκάστου ακινήτου από τον προϊστάμενο της εφορίας! Πρακτικές που παραπέμπουν στο παρελθόν και οι οποίες οδήγησαν αφενός σε συναλλαγές κάτω από το τραπέζι, αφετέρου στη δημιουργία ενός τεράστιου όγκου εκκρεμών υποθέσεων φορολογίας κεφαλαίου, με τους φορολογουμένους να αμφισβητούν τις αξίες που είχαν προσδιορίσει οι εφορίες.
Εκτιμητές
Μία ακόμη πρόταση που έχει κατατεθεί και η οποία προσομοιάζει με την ανωτέρω, προβλέπει την κατάργηση των αντικειμενικών αξιών και σε κάθε μεταβίβαση ακινήτου να υπάρχει πιστοποιημένος εκτιμητής ο οποίος θα κρίνει την αξία του ακινήτου. Την εκτίμηση αυτή θα χρησιμοποιούν και οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών για να επιβάλουν τους σχετικούς φόρους. Ωστόσο, η πρόταση αυτή δημιουργεί πρόσθετες επιβαρύνσεις στους πωλητές και αγοραστές ακινήτων, οι οποίοι εν μέσω κρίσης θα επιβαρυνθούν με επιπλέον έξοδα, καθώς θα πρέπει υποχρεωτικά να πληρώσουν τον εκτιμητή. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι ιδιοκτήτες ακινήτων διά του εκπροσώπου τους φαίνεται να έχουν προτείνει τη διατήρηση των αντικειμενικών αξιών και τη χρησιμοποίηση ανεξάρτητων πιστοποιημένων εκτιμητών για τις περιπτώσεις που οι ιδιοκτήτες ακινήτων αμφισβητούν τις αντικειμενικές αξίες. Δηλαδή, αντί να προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας μπορούν να ζητούν να πραγματοποιηθεί η εκτίμηση από έναν πιστοποιημένο από το υπουργείο Οικονομικών εκτιμητή. Η πιο απλή λύση σύμφωνα με το στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών είναι η μείωση των υφιστάμενων αντικειμενικών αξιών, λαμβάνοντας υπόψη τα έστω περιορισμένα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα συμβολαιογραφικά γραφεία και τους μεσίτες.
Γρίφος η φορολόγηση των αγροτεμαχίων
Δεν φαίνεται να βρίσκει λύση το υπουργείο Οικονομικών στο φλέγον ζήτημα της φορολόγησης των αγροτεμαχίων. Σύμφωνα με τον νόμο, τα αγροτεμάχια υπόκεινται σε συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ από το 2016. Ωστόσο, η αδυναμία υπολογισμού της αξίας τους δημιουργεί έναν πρόσθετο πονοκέφαλο στο οικονομικό επιτελείο, καθώς από τη μία πρέπει να εφαρμόσει τον νόμο που έχει συμφωνήσει με τους πιστωτές της χώρας και από την άλλη να μην επιβαρυνθούν αγροτεμάχια που σήμερα χρησιμοποιούνται από τους αγρότες για τις καλλιέργειές τους ή βρίσκονται σε κατσάβραχα και δεν έχουν καμία αξία.
Από τα τελευταία τεστ που έγιναν από τις υπηρεσίες του υπουργείου, διαπιστώνεται ότι οι φόροι που προκύπτουν είναι υπερβολικοί και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να επιβληθούν.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα αγροτεμάχιο στη Μύκονο, έβγαζε μικρότερη αξία από ένα αγροτεμάχιο σε ορεινή περιοχή της χώρας, το οποίο δεν είναι αξιοποιήσιμο. Δεν αποκλείεται να ανασταλεί εκ νέου η φορολόγηση των αγροτεμαχίων (στον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ) αναφέρουν στελέχη του υπουργείου. Το θέμα, σε κάθε περίπτωση, είναι τι θα πουν οι πιστωτές της χώρας.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ